Translation - Μετάφραση
Translation Assistance => English→Modern Greek Translation Forum => Topic started by: banned13 on 07 Sep, 2007, 10:00:47
-
Σύμφωνα με απάντηση (http://www.proz.com/kudoz/1231978) που έδωσε η Βίκυ στο Proz, είναι "ενεργοποιητής, διευκολυντής, υλοποιητής, μέσο/φορέας ενεργοποίησης/διευκόλυνσης/ενδυνάμωσης/υλοποίησης".
Αλλά εγώ ψάχνω καθιερωμένη απόδοση του όρου όπως αναφέρεται στους Alcoholics Anonymous:
Codependency - Wikipedia (https://en.wikipedia.org/wiki/Codependence)
One who or that which helps something to happen.
One who encourages a bad habit in another (typically drug addiction) by their behaviour.
One who gives someone else the power to behave in a certain way.
enabler - Wiktionary (https://en.wiktionary.org/wiki/enabler)
Finnish: mahdollistaja; Italian: ammaestratore, facilitatore, aiutante, incoraggiatore, tentatore, ammaliatore, seduttore, ingannatore; Portuguese: facilitador, habilitador, capacitador; Spanish: autorizador, facilitador, habilitador, capacitador, asesor, ayudante, asistente, sonsacador, alcahuete
-
Δεν βλέπω να υπάρχει μονολεκτική απόδοση, Αλεξάνδρα. Είναι κάθε προστατευόμενο / εξαρτόμενο άτομο της οικογένειας που διευκολύνει / επιτρέπει στον αλκοολικό να αρνείται τον αλκοολισμό του.
Ίσως "καταλύτης", όπως χρησιμοποιείται εδώ:
Ο εκπαιδευτής λειτουργεί περισσότερο σαν καταλύτης και λιγότερο σαν δάσκαλος ... συμπεριλαμβανομένου του αλκοολισμού, καθώς και στη διακοπή του καπνίσματος. ...
asclepieion.mpl.uoa.gr/pubASPIS/Αγωγή_και_Προαγωγή.htm
Θα το ψάξω λίγο ακόμα και θα επανέλθω αν βρω κάτι.
Καλημέρα :-)
-
Μην προσπαθείς να προστατέψεις τον αλκοολικό από τις συνέπειες του ποτού
http://aa-hellas.tripod.com/pages/alles_omades.htm
Μια οικογένεια θεωρείται «αλκοολική», όχι όταν πίνουν όλα τα μέλη της, αλλά όταν έστω και ένα μέλος της πίνει και τα υπόλοιπα λειτουργούν με τρόπους που συντηρούν αυτή τη συμπεριφορά. Η οικογένεια ολόκληρη οργανώνεται γύρω από το πρόβλημα του αλκοολισμού, αποκτά ισορροπίες που εξαρτώνται από το μέλος που πίνει και κάθε καινούργια δύναμη που επιχειρεί να αλλάξει αυτή την ισορροπία ακυρώνεται.
www.msu.gr/files/enimerotika/Alcohol.doc
Ίσως "αρωγός";
-
Αυτό που αποδίδει το νόημα στην περπίτωση, Αλεξάνδρα, είναι το "συνεξαρτώμενος" - ο σύνδεσμος που δίνεις παραπέμπει στο "codependent", όπου αναφέρεται ότι ο "codependent" λέγεται και "enabler".
Στην πραγματικότητα, ο enabler, αντί να παρέχει βοήθεια για τη λύση, παρέχει διαιώνιση του προβλήματος.
-
Σωστό αυτό που λες, Λίνα, και καλό μου ακούγεται, αλλά δεν δίνει ακριβώς την έννοια του ατόμου που "βοηθάει" τον αλκοολικό να αρνείται να παραδεχθεί το πρόβλημά του.
Πρότεινα το "αρωγός" γιατί enabler = (και) helper / supporter / assistant.
Είναι δύσκολο να αποδοθεί μονολεκτικά.
-
«Συνεξαρτημένοι» για τους codependents όταν πηγαίνει ζευγάρι με το «εξαρτημένοι».
Γιατί όχι «διευκολυντές» για αυτούς που διευκολύνουν την εξάρτηση;
(Μέρααα!)
-
Να έρθω αρωγός και να προσθέσω έναν "αγωγό" πλάι στον καταλύτη της Νάντιας, ...καιρού "επιτρέπoντος" :)
-
Η απάντηση που πρότεινα, μου δόθηκε από ψυχοθεραπεύτρια.
Στην ψυχοθεραπεία, οι "διευκολυντές" είναι είναι ασκούμενοι ψυχοθεραπευτές ή άτομα της επιλογής των ψυχοθεραπευτών, που "διευκολύνουν" τον θεραπευτή σε συνεδρίες ομαδικής ψυχοθεραπείας, όπως, για παράδειγμα, το ψυχόδραμα.
-
Πολύ ευχαριστώ για τη συμβολή σας. Ο συνεξαρτημένος είναι και για μένα η καλύτερη απόδοση του "co-dependent", μια και ο όρος είναι εξαρτημένα άτομα, όχι εξαρτώμενα.
Ίσως να έχει αποδοθεί στα ελληνικά και το enabler, από το ελληνικό κομμάτι της ΑΑ.
Ο αρωγός δεν μου πολυπάει, γιατί περιέχει την έννοια της "βοήθειας", ενώ ο enabler στην ουσία κάθε άλλο παρά βοηθάει τον αλκοολικό, μάλλον χειροτερεύει το πρόβλημα.
-
Στην ψυχοθεραπεία, οι "διευκολυντές" είναι είναι ασκούμενοι ψυχοθεραπευτές ή άτομα της επιλογής των ψυχοθεραπευτών, που "διευκολύνουν" τον θεραπευτή σε συνεδρίες ομαδικής ψυχοθεραπείας, όπως, για παράδειγμα, το ψυχόδραμα.
Nαι, γι αυτό δεν κρατάμε τον counsellor-σύμβουλο και τον facilitator-διευκολυντή;
-
Ακριβώς, είναι "facilitators".
-
Είδα πριν, αναζητώντας τους «διευκολυντές», και τους διευκολυντές-facilitators και σκέφτηκα, τι κρίμα που δεν τους λένε «συμπαραστάτες», που έχει σαφή θετική έννοια, να μας αφήσουν τον «διευκολυντή» ελεύθερο για τούτο εδώ.
Έχω την εντύπωση ότι κάποιος «αγωγός» που βλέπω εκεί πιο πάνω θα μας οδηγήσει σε κανέναν «προαγωγό» στο τέλος :-}
-
Είδα πριν, αναζητώντας τους «διευκολυντές», και τους διευκολυντές-facilitators και σκέφτηκα, τι κρίμα που δεν τους λένε «συμπαραστάτες», που έχει σαφή θετική έννοια, να μας αφήσουν τον «διευκολυντή» ελεύθερο για τούτο εδώ.
Ναι, αλλά αν το δεις από την πλευρά του ασθενούς, στο πλαίσιο της γνωστής αντίδρασης του ασθενούς στον ψυχοθεραπευτή και τη θεραπεία, μιλάμε για "βαλτούς" :)
Έχω την εντύπωση ότι κάποιος «αγωγός» που βλέπω εκεί πιο πάνω θα μας οδηγήσει σε κανέναν «προαγωγό» στο τέλος :-}
Ή σε νηπιαγωγό
-
enabler → πρόγραμμα ανάπτυξης, μέσο / φορέας υλοποίησης / ανάπτυξης
-
enabler (plural enablers)
One who helps something to happen.
One who encourages a bad habit in another (typically drug addiction) by his or her behaviour.
One who gives someone else the power to behave in a certain way.
https://en.wiktionary.org/wiki/enabler?rdfrom=Enabler
Enabling is a term with a double meaning.
As a positive term, it references patterns of interaction which allow individuals to develop and grow. These may be on any scale, for example within the family, or in wider society as "Enabling acts" designed to empower some group, or create a new authority for a (usually governmental) body.
In a negative sense, enabling is also used in the context of problematic behavior, to signify dysfunctional approaches that are intended to help but in fact may perpetuate a problem. A common theme of enabling in this latter sense is that third parties take responsibility, blame, or make accommodations for a person's harmful conduct (often with the best of intentions, or from fear or insecurity which inhibits action). The practical effect is that the person himself or herself does not have to do so, and is shielded from awareness of the harm it may do, and the need or pressure to change. It is a major environmental cause of addiction.
https://en.wikipedia.org/wiki/Enabling
-
Από Criminal Minds:
You are enabling her → Δεν της κάνετε καλό έτσι
(μιλώντας στον σύζυγο για την εξαρτημένη γυναίκα του για την οποία αγοράζει τα χάπια).