ampia → πλατιά, φαρδιά, άπλετη, απλόχωρη, διεξοδική, εκτεταμένη, ευρεία, ευρύχωρη, μπόλικη, πλατύχωρη
ampio → πλατύς, φαρδύς, άπλετος, απλόχωρος, διεξοδικός, εκτεταμένος, ευρύς, ευρύχωρος, μπόλικος, πλατύχωρος
H πρόταση στα ιταλικά (λογοτεχνία):
...in ampie volute una testa inconsuetamente grande, dalla fronte ampia e blanchissima.
Το πρόβλημά μου είναι με το ampio και το grande. Έχω γράψει μεγάλο μέτωπο και ασυνήθιστα μεγάλο κεφάλι. Πολύ θα ήθελα να βρω κάποιο άλλο επίθετο για ένα τουλάχιστον από τα δύο (για το ampio ή για το grande). Καμιά ιδέα;