αμάραντος, αμάραντο, αμάρανθος → amaranthus, amaranth, amarant, helichrysum;

spiros · 1 · 3039

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854577
    • Gender:Male
  • point d’amour
αμάραντος ή αμάρανθος;

Αφενός έχουμε το ψευδοδημητριακό (και όχι ψευτοδημητριακό όπως αναφέρεται στο ενδιαφέρον άρθρο εδώ μεταξύ άλλων) το οποίο εμφανίζεται κατά κόρον ως αμάρανθος (αλεξικογράφητο σε αυτή τη μορφή ωστόσο και παραπέμπει σε μεταγραφή του αγγλικού όρου εν είδει αντιδανείου) σε καταστήματα βιολογικών τροφίμων:

Amaranthus, collectively known as amaranth, is a cosmopolitan genus of annual or short-lived perennial plants. Some amaranth species are cultivated as leaf vegetables, pseudocereals, and ornamental plants.
"Amaranth" derives from Greek ἀμάραντος (amárantos), "unfading", with the Greek word for "flower", ἄνθος (ánthos), factoring into the word's development as amaranth. Amarant is an archaic variant.
Amaranth - Wikipedia


Αφετέρου έχουμε το αγριολούλουδο:

Ο Αμάραντος, ή Ελίχρυσος ο πολύτιμος ή Μάης, με διεθνής επιστημονική ονομασία Helichrysum stoechas και ελληνική επιστημονική ονομασία Λειμώνιο το Κολπωτό, είναι αγριολούλουδο της ελληνικής υπαίθρου.
Ο Αμάραντος ανοίκει στην οικογένεια φυτών Compositeae (Σύνθετα), Asteraceae (Αστεροειδή). Χαρακτηριστικά του είναι η Μονοετής ή πολυετής πόα ύψους έως 60cm, με γραμμοειδή ή λογχοειδή, γκριζοπράσινα φύλλα και μικρά, σφαιρικά, κίτρινα άνθη σε ταξιανθίες. Η ανθοφορία και συγκομιδή γίνονται στις αρχές της άνοιξης.

The genus Helichrysum /hɛlɪˈkraɪsəm/ consists of an estimated 600 species, in the sunflower family (Asteraceae). The type species is Helichrysum orientale. The name is derived from the Greek words ἑλίσσω (helisso, to turn around) and χρῡσός (chrysos, gold).
Helichrysum - Wikipedia


Στις αναφορές σε ελληνικά μονόγλωσσα/δίγλωσσα λεξικά βλέπουμε ότι ουσιαστικά επισημαίνεται η αμφισημία μόνο στα λεξικά Γεωργακά (δίγλωσσο) και Πατάκη (μονόγλωσσο). Ο Τριανταφυλλίδης απλά αναφέρει ποώδες φυτό που φυτρώνει σε ξηρά ορεινά εδάφη και ο Μπαμπινιώτης δεν ασχολείται καθόλου με τον επιστημονικό φυτολογικό προσδιορισμό (φυτό που έχει την ιδιότητα να μη μαραίνεται), πράγμα που ίσως δικαιολογείται από τη γενική φύση του λεξικού, ωστόσο δείχνει έλλειψη εκσυγχρονισμού καθώς ως τρόφιμο (γένος Amaranthus) είναι πλέον αρκετά διαδεδομένο.
Ο Δημητράκος (όπως και ο Πάπυρος) αναφέρει το αγριολούλουδο: «ελίχρυσον... καλοκοιμιθιά ή ανθονοΐδα».

αμάραντος -η -ο [amárandos] Ε5 : 1.που δε μαράθηκε. ANT μαραμένος: Aμάραντα φύλλα / λουλούδια. αμάραντος βασιλικός. || (επέκτ.): Aμάραντη νιότη / ομορφιά / αγάπη. 2. (ως ουσ.) α. ο αμάραντος, ποώδες φυτό που φυτρώνει σε ξηρά ορεινά εδάφη και δε μαραίνεται εύκολα: Για ιδέστε τον αμάραντο σε τι βουνά φυτρώνει. β. (συνήθ. πληθ.) το αμάραντο, ονομασία για διάφορα ποώδη φυτά: Στεφάνι / μπουκέτο από αμάραντα.
[1: ελνστ. ἀμάραντος· 2: ελνστ. *ἀμάραντος ὁ (πρβ. ελνστ. ἀμάραντον τό, αλλά λατ. amarantus αρσ.) ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. ἀμάραντος]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη

αμάραντος1 [amárandos] ο, (& αμάραντο το,) ① bot (L) name of the genus Amaranthus and plants thereof, amaranth, pigweed ⓐ any of several plants, cultivated or wild, whose flowers when dried preserve shape & color, everlasting, everlasting flower, e.g. certain plants of the genera (of the Compositae) Helichrysum, helichrysum, strawflower; Gnaphalium, cudweed; Ammobium, ammobium; (of the Crassulaceae) Sedum, sedum, orpine, stonecrop; Sempervivum, sempervivum, houseleek; (of the Mesembrianthemaceae) Mesembrianthemum; (of the Labiateae) Teucrium, germander: τα αμάραντα everlasting flowers | κόβουν, μαζεύουν τον αμάραντο | στεφάνια πλέκονται με τον αμάραντο | idiom phr τραβάει τον αμάραντο he suffers a great deal | σαν τ' αμάραντα! addressed to s.o. who is rarely seen (syn σαν τα χιόνια!) | | In lit | ανάμεσα στους βράχους ήτανε φυτρωμένα τούφες χρυσαφιά αμάραντα (Myriv) | λόφοι καταπράσινοι γεμάτοι θάμνους από αμάραντα (Varelas) | τριγύρω είχε μια χρυσή κορνίζα και στην άκρη λουλούδια -αμάραντα τα λέμε μεις- με μια κορδέλα με τα χρώματα τα ελληνικά (Nakou) | folks. ~ κι αν μαραθεί τη μυρωδιά την έχει (Peloponn) | θωρείς τον τον αμάραντον πώς κρέμεται στο βράχο (Bouvier) | πάνω σε τρίκορφο βουνό | μάνα και δυχατέρα, δυο, | μαζεύαν τον αμάραντο (DPetrop) | poem ποιος τ' ουρανού τ' αμάραντα | γλυκοποτίζει τώρα (Markoras) | τ' αμάραντα; μη βιάζεσαι· στο μνήμα θα σ' τα σπείρω (Palam) | δεν τ' αξίζεις τ' αμάραντα, σα φοβήθης το μνήμα (id.) | και γύρω της αμάραντα ν' ανθίσει | ο Mύθος Λόγος κι ο Xρησμός Θεσμός (Sikel) ⓑ century plant, Agave americana (syn αγαύη L, αθάνατος2 1) ② region. (Cycl) orn European goldfinch, Carduelis carduelis (syn in αγκαθοπούλι) [fr MG αμάραντον (το) ← K ἀμάραντον; the masc -ος substantiv. of the adj]
Λεξικό Γεωργακά

3. αμάραντος (ο) φυτό που έχει την ιδιότητα να μη μαραίνεται, ούτε να αλλοιώνεται η μορφή του, όταν κοπεί ή μείνει χωρίς νερό: «για ιδέστε τον αμάραντο σε τι βουνά φυτρώνει» (δημοτ. τραγ.).
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη

2) {βοτ.}
(ως ουσ.)α.  το αμάραντο (Οσίδερο)
Κοινή ονομασία για διάφορα είδη φυτών τα οποία έχουν την ιδιότητα να διατηρούν το σχήμα και το χρώμα τους και μετά την κοπή τους· συνήθως ο λαός μας ονομάζει αμάραντα είδη που ανήκουν στα γένη Helichrysum, Limonium, Sedum, Teucrium, Gomphrena, Helipterum, Gnaphalium, Ammobium κ.ά.

β. ο αμάραντος (Αανήφορος)
Ονομασία για γένος δικοτυλήδονων μονοετών ή πολυετών ποωδών φυτών· έχουν φύλλα ωοειδή ή ρομβοειδή σε κατ’ εναλλαγή διάταξη και άνθη πρασινωπού ή ερυθρωπού χρώματος που σχηματίζουν βοτρυώδεις ταξιανθίες· απαντούν αυτοφυή ή καλλιεργούμενα και αρκετά είδη αποτελούν ζιζάνια· καλλιεργούνται συχνά ως καλλωπιστικά για τις όμορφες ταξιανθίες τους ή για χρήση τους ως ζωοτροφές· ορισμένα είδη είναι εδώδιμα και καταναλώνονται ως λαχανικά και σε κάποιες περιοχές του κόσμου τα σπέρματα του φυτού αποτελούν βασικό στοιχείο της ανθρώπινης διατροφής· το γένος περιλαμβάνει περίπου 60 είδη, τα οποία αποτελούν ιθαγενή φυτά των θερμών και εύκρατων χωρών, ενώ στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή 6 είδη. ||| Γένος Amaranthus, οικογένεια Amaranthaceae

[ΕΤΥΜ^ < ελνστ. ἀμάραντος < ἀ- (στερ.) + μαραν- (θ. αορ. του ρ. μαραίνω) + -τος^ Το ουσ. αμάραντο(ν) < ελνστ. τό ἀμάραντον < επ. ἀμάραντος με ουσιαστικοποίηση μέσω μετατροπής^ Το ουσ. αμάραντος < τό ἀμάραντο(ν) με μεταπλασμό κατά τα αρσ. σε -ος].
Μεγάλο Ηλεκτρονικό Λεξικό Νεοελληνικής Γλώσσας των Εκδόσεων Πατάκη 

αμάραντος
-η -ο (Α ἀμάραντος, -ον)
1. (για φυτά) αυτός που δεν μαραίνεται, δεν ξεραίνεται, ο θαλερός
2. άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος
3. αμάραντος, ο και αμάραντον, το
είδος φυτού, αλλ. καλοκοιμιθιά, ανθονοΐδα
(δημοτικό τραγούδι) «για ιδές τόν τον αμάραντο σε τί γκρεμό φυτρώνει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + μαραίνω.
ΠΑΡ. αμαράντινος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμαραντοειδής, αμαραντόχρους].
Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας

« Last Edit: 28 Feb, 2022, 10:20:26 by spiros »


 

Search Tools