επιφανειοδραστικό προϊόν → compuesto tensoactivo

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
compuestos tensoactivos → επιφανειοδραστικό, τασιενεργό (προϊόν)

Αυτός ο όρος προέρχεται από Eurovoc ή άλλα γλωσσάρια και πηγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενδέχεται να έχουν γίνει σημαντικές τροποποιήσεις από τους επιμελητές, τους χρήστες ή τους συντονιστές για τον εμπλουτισμό και τη βελτίωσή του.
Ισπανοελληνικό λεξικό, Ισπανοελληνικό γλωσσάρι, λεξικό ισπανικά-ελληνικά, γλωσσάριο, πληροφορική, υπολογιστές, όροι, ορολογία, μετάφραση. Diccionario español - griego, glossario, traducción. Spanish-Greek dictionary, Spanish-Greek glossary, terms, computers, information technology.
« Last Edit: 21 Oct, 2017, 09:13:45 by spiros »


 

Search Tools