Μια χρήσιμη διάκριση ανάμεσα σε ‘διήγηση’ και ‘αφήγηση’ δίνει ο Δ. Τζιόβας (Μετά την Αισθητική, σ. 93 κεξ.):
Το αφηγηματικό πλαίσιο και η λειτουργία του είναι δυνατό να συσχετισθούν και με το δίδυμο διήγηση-αφήγηση, το οποίο δεν έχει προσεχθεί έως τώρα, παρά τη μοναδικότητά του για την ελληνική αφηγηματική ορολογία, ούτε έχει τοποθετηθεί χρονικά η εδραίωση της διάκρισής τους. Ο πρώτος όρος ‘διήγησις’ ήταν καθιερωμένος ήδη από την αρχαιότητα, αν θυμηθούμε τη γνωστή διάκριση του Πλάτωνα μίμησις και διήγησις, οπως τη διατυπώνει στο τρίτο βιβλίο της Πολιτείας. Η διήγηση δηλώνει την έκθεση μιας ιστορίας σε πλάγιο λόγο και τρίτο πρόσωπο, αντιθετα ο όρος αφήγηση σημαίνει την έκθεση ενός συμβάντος σε ευθύ λόγο και πρώτο πρόσωπο. Βέβαια ο όρος αφήγηση δεν έχει την ιστορικότητα του όρου διήγηση, γιατί το ρήμα ἀφηγοῦμαι (ή το ιωνικό ἀπηγοῦμαι) είχε στην αρχαιότητα τη σημασία του προηγούμαι, προπορεύομαι και όχι του εξιστορώ. Από την αρχαιότητα ως το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα ο όρος διήγησις κυριαρχεί ενώ η αφήγηση αρχίζει να εμφανίζεται στο τέλος αυτής της περιόδου για να καθιερωθεί στον εικοστό αιώνα. Χαρακτηριστική ειναι η αναφορά του Ψυχάρη στη διάκριση των όρων στην εισαγωγή των διηγημάτων του στον Ἴσκιο τοῦ Πλατάνου. Εκεί αναφέρεται σε μια συζήτησή του με τον Επισκοπόπουλο, ο οποίος τον πληροφορεί ότι στην Ελλάδα κανείς δεν βλέπει τη διαφορά ανάμεσα στο διηγούμαι και το αφηγούμαι. Αν και ο Ψυχάρης δίνει τη δική του εκδοχή για τη σημασία και τη διαφορά των όρων, εντούτοις οι παρατηρήσεις του δηλώνουν έμμεσα την αυξανόμενη χρήση και διάκριση του όρου αφήγηση στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Ο λόγος που τονίζω τη διάκριση των όρων διήγηση και αφήγηση είναι γιατί ο πρώτος κυριάρχησε στο δέκατο ένατο αιώνα και αρκετά μυθιστορήματα τον χρησιμοποίησαν ως υπότιτλο (άλλωστε και η συγγενής λέξη διήγημα δείχνει την επιβολή του). Εκείνο όμως που πρέπει να προσεχθεί είναι πως η διήγηση προϋποθέτει την απόσταση του αφηγητή από το θέμα του ενώ η αφήγηση απαιτεί την παρουσία του. Η διήγηση βασίζεται στην απόσταση, αντίθετα η αφήγηση στη μέθεξη.
Αυτά από τον Τζιόβα. Ενδιαφέρουσα, όμως, και η άποψη του Ψυχάρη, στην οποία αναφέρεται ο Τζιόβας:
Μου έμαθε ο Επισκοπόπουλος πως στην Ελλάδα μήτε οι δικοί μας μήτε οι καθαρεβουσιάνοι, διαφορά καμιά δεν βλέπουνε μεταξύ του διηγούμαι και του αφηγούμαι, της διήγησης και της αφήγησης. Θαρρώ πως υπάρχει μια, σημαντική μάλιστα. Να δηγηθή, μπορεί ο καθένας. Νἀφηγηθή μπορεί νομίζω μονάχα ο συγγραφέας, εκείνος δηλαδή που τέχνη του κι απάγγελμά του, η αφήγηση. Έρχεται άξαφνα ένας άνθρωπος, όποιος κι αν είναι της κοινωνίας, του λαού, καλλιεργημένος, αγράμματος, δεν πειράζει· έρχεται μια γυναίκα, ένας άντρας, ένα παιδί, σου λένε τι τους συνέβηκε στο σπίτι τους ή στο δρόμο. Σου το δηγούνται αφτοί. Εσένα όμως σου άρεσε η δήγησή τους, καταπιάνεσαι να την καταστρώσης στο χαρτί. Τότες αρχίζει δα και η αφήγηση. Δύσκολο, πολύ δύσκολο πράμα η αφήγηση, το δυσκολώτερο ίσως στη φιλολογία, εκείνο που ο μεγάλος Ταιν τόβαζε τόσο και τόσο αψηλά, εκείνο που ο μοναδικός ο άνθρωπος κυνηγούσε μια μέρα, τη στιγμή που τον αποχαιρετούσα, ως την πόρτα του σπιτιού του, για να μου αποδείξη πως αφτός του κάκου και δεν τόχει, δεν το κατορθώνει νἀφηγιέται! Τη narration εννοούσε που είναι ρωμαίικα η αφήγηση. Σε μιαν αφήγηση πρέπει όλα να βαστιούνται, νἀλληλοκρατιούνται με λογική, μα συνάμα χωρίς να φαίνεται το φάδι της, με μια κουβεντιαστή εφκολία, να πούμε. Κ’ η γνώμη μου είναι που την αφήγηση μπορεί κανείς καλήτερα ίσως να την καταφέρη ρωμαίικα, επειδή κ’ η γλώσσα ίσια ίσια τόχε το φυσικό, το κουβεντιαστό, που σε τέτοιο βαθμό δεν τόχουνε οι άλλες γλώσσες. Τόχει από του Πλάτωνα τον καιρό, κι αν της προστέσης την ίδια τη λογική που είχε ο Πλάτωνας, να σου πια η αφήγηση που έγινε τέλεια.
Δεν ξέρω πόσο διαδεδομένη είναι η άποψη του Τζιόβα, μια και η μελέτη (που συνεχίζει με παραδείγματα της ΝΕ πεζογραφίας) φαίνεται να εκφράζει μια μάλλον προσωπική και ίσως καινοτόμο άποψη, αλλά νομίζω πως το κείμενο του Ψυχάρη δίνει αρκετά εύστοχα μια βασική διάκριση (έτσι όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, τουλάχιστον, που (πρέπει να πω) δεν είμαι ειδική στη θεωρία της λογοτεχνίας): μιλώντας για διήγηση μιλάμε για μια απλή εξιστόρηση· όταν θέλουμε να αναφερθούμε στο στήσιμο ή τη ‘σύνταξη’ ενός κειμένου, μιας ιστορίας ή μιας πλοκής, ή όπως λένε συνήθως στην πράξη ή τη διαδικασία της παραγωγής του κειμένου, μιλάμε για αφήγηση, εξ ου και ‘αφηγηματολογία’.
Αυτά περί αφήγησης-διήγησης. Τώρα, η παράγραφος και η αναφορά στο story of the Gospels μου θύμισε κάτι άλλο που αναφέρει ο Τζιόβας, σχετικό με τα 4 Ευαγγέλια: μιλάει ο Τζιόβας για τη βασική διάκριση ανάμεσα σε πλοκή (plot) και ιστορία (story) η κλασσική διάκριση ανάμεσα σε sjuzhet (πλοκή) και fabula (ιστορία) των Ρώσων Φορμαλιστών και λέει πως ο Genette βασίζεται στη διάκριση αυτή, για την οποία χρησιμοποιεί τους όρους récit (αφήγηση [μτφ. του Τζιόβα]) και histoire. Και λέει:
Η αφήγηση αντιπροσωπεύει την τάξη και τη διάρθρωση των γεγονότων μέσα στο κείμενο και η ιστορία την ακολουθία με την οποία αυτά τα γεγονότα συνέβησαν στην ‘πραγματικότητα’, όπως μπορούμε να τη συνάγουμε από το κείμενο. [Και αφού δίνει το κλασσικό παράδειγμα του Οιδίποδα Τυράννου] Δύο άλλα παραδείγματα που διαφωτίζουν ίσως περαιτέρω τη διάκριση ανάμεσα στην ιστορία (fabula) και την πλοκή (sjuzhet) είναι τα τέσσερα Ευαγγέλια, που συνιστούν ισάριθμες εκδοχές-πλοκές της ζωής του Χριστού (ιστορία) και οι παραλογές στη δημοτική παράδοση. [....] Αυτές οι μεταμορφώσεις και διαφορές ανάμεσα στην ιστορία και την αφήγηση/πλοκή αποτελούν ένα από τα θεμελιώδη αφηγηματολογικά ενδιαφέροντα [....]
Στην περίπτωση της αγγλικής μετάφρασης, το story είναι βέβαια η ‘ιστορία’ και όχι η ‘αφήγηση/πλοκή’, αλλά μια ‘ιστορία’ που προϋποθέτει την ‘αφήγηση/πλοκή’ όπως λεει ο Τζιόβας, συνάγουμε την πρώτη από τη δεύτερη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται αναφορά όχι σε κάποια μεμονωμένη εκδοχή/πλοκή των Ευαγγελίων, αλλά και στα τέσσερα Ευαγγέλια στο σύνολό τους, στην ‘ιστορία’ που αφηγούνται οι τέσσερις διαφορετικές εκδοχές/πλοκές: στο συγκεκριμένο θέμα και τα τέσσερα Ευαγγέλια συμφωνούν μεταξύ τους. Δεν μπορώ να ξέρω, βέβαια, γιατί ο μεταφραστής δεν χρησιμοποιεί το narration.
Για να κλείσω: θα προτιμούσα την ‘αφήγηση’ μάλλον παρά τη ‘διήγηση’. Είτε επειδή παραπέμπει στο γεγονός πως οι Ευαγγελιστές βίωσαν λίγο ή πολύ τα όσα αφηγούνται (η μέθεξη του Τζιόβα), είτε επειδή παραπέμπει στο στήσιμο ή την παρουσίαση της ιστορίας, τη συγγραφή (κατά τον Ψυχάρη, π.χ.), την πράξη της αφήγησης και νομίζω πως εδώ αυτό έχει ίσως κάποια σημασία. Νομίζω πως η διαφορά φαίνεται ίσως καλύτερα αν πεις ‘η ιστορία που αφηγούνται τα Ευαγγέλια’ και η ‘ιστορία που διηγούνται τα Ευαγγέλια’.
Αυτά. Ει μη τι άλλο, ελπίζω να βοήθησα κάπως για τη διάκριση αφήγησης-διήγησης.