Σωστά, σκέφθηκε κάποιος καὶ τὸ «ἔκατσα»! Ἀκριβῶς. Ἁπλούστατα, οὔτε «κάθησα», οὔτε «κάθισα»· μόνον «ἔκατσα»!
(Τὸ παρακάτω τὸ εἶχα γράψει παλαιότερα, πρὶν δῶ ὁλόκληρη τὴν συζήτησι· ἐν μέρει ἔχει καλυφθεῖ, ἀλλὰ τὸ στέλνω χάριν πληρότητος.)
"Κάθομαι". Κανονικά, θα έπρεπε να κάνει "καθίστηκα"; (Ή, μήπως, "κάστηκα", κατά το "πείθομαι"-"πείστηκα"; ) Και, αφού δεν σχηματίζει έτσι τον αόριστο, λέτε, σημαίνει ότι στην πραγματικότητα δεν έχει αόριστο δικό του; Δηλαδή, λέτε, στην δημοτική, δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει αόριστος; Άρα το "κάθησα/κάθισα" είναι δανεισμένο από αλλού; Μήπως από το "εκαθησάμην" της καθαρευούσης; Όχι, λέτε. (Γιατί; ) Αλλά έστω. Αν και μού είναι δύσκολο να πιστέψω ότι πλάστηκε και καθιερώθηκε το "κάθησα", με "η", χωρίς να μάς επηρεάσει καθόλου η οικείωσίς μας με το ήτα των εις "-ησάμην". Δηλαδή, το "κάθησα/κάθισα", πρωτοπροφέρθηκε άραγε και καθιερώθηκε από ανθρώπους που ούτε γνώριζαν γραφή, ούτε είχαν ακούσει ποτέ καθαρεύουσα και ούτε άμεσα ούτε έμμεσα είχαν οιαδήποτε γνώσι τόσο της προφοράς όσο και της γραφής των εις "-ησάμην"; Και κάποιος λόγιος, αργότερα μόνον, και αφού είχε καθιερωθεί στον προφορικό λόγο, τό άκουσε και σκέφθηκε, "πώς να τό γράψω αυτό; από το "-ησάμην" θα βγήκε, άρα πρέπει να τό γράψω με ήτα". Δεν ξέρω εάν μπορεί να αποδειχθεί αυτό. Αλλά ας τό δεχθούμε, έστω, για την οικονομία της συζητήσεως, και ας δεχθούμε επίσης -που μερικοί δεν τό δέχονται- ότι η αναλογία μόνη της δεν μπορεί να κάνει έγκυρη την ορθογραφία με ήτα.
Όμως, και το "κάθομαι" και το "καθίζω" είναι κοινές λέξεις, αμφότερες, της ομιλουμένης Ελληνικής. Είναι φυσιολογικό, λοιπόν, να έχουν τον ίδιο ακριβώς αόριστο; (Σηκώνονται κάποιοι και διακόπτουν σε μία συνέλευση· "καθίστε τους κάτω τους αλήτες!", λέει ο επικεφαλής της... ομάδας περιφρούρησης, στα παληκάρια του!, Ενώ, "κάτσε κάτω ρε!") Εγώ το βρίσκω παράλογο. Και γιατί να μην τά ξεχωρίσουμε;
Εγώ θα έλεγα:
καθίζω - κάθισα
κάθομαι - έκατσα
Ο αόριστος του "κάθομαι" δεν είναι ούτε "κάθησα" ούτε "κάθισα"· είναι "έκατσα", αλλά εκ συγχύσεως χρησιμοποιούμε ενίοτε, κατά λάθος, τον αόριστο της ενεργητικής φωνής.