wicked → κακός, αχρείος, κακεντρεχής, κακόβουλος, μοχθηρός, κακοήθης, πρόστυχος, διεφθαρμένος, διεστραμμένος, αμαρτωλός, κακοί άνθρωποι, αμαρτωλοί, άνομος, φοβερός, απαίσιος, πονηρός, κατεργάρης, γαμάτος, γαμάτο, γαμηστερό, γαμηστερός, πρώτος, και πολύ πρώτο, φανταστικός, και γαμώ, πολύ, τζιτζί, λέει, κωλολέει, πολύ, άγρια, τρελά

spiros · 5 · 5792

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854566
    • Gender:Male
  • point d’amour
wicked → γαμάτος, πρώτος, φανταστικός, και γαμώ

Με αφορμή την ακόλουθη συζήτηση για το booty call, παραθέτω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα λέξης που πήρε ακριβώς την αντίθετη έννοια στα Αγγλικά της Βρετανίας από αυτή που έχουν (ακόμη!) παρά πολλά λεξικά. Δηλαδή από κακός, πήρε την έννοια τού καλός!

wicked     
Adj. 1. Fantastic, excellent. [Orig. U.S.]
2. Very, really. E.g."I got wicked drunk last night."
A dictionary of slang - "W" - Slang and colloquialisms of the UK.

wick·ed [ wíkid ]
adjective  (comparative wick·ed·er, superlative wick·ed·est)
Definition:
1. evil: very wrong or very bad
2. mischievous: playfully mischievous without intending to upset people seriously
a wicked sense of humor
3. mean: expressing very unpleasant things to people
She has a really wicked tongue sometimes!
4. dangerous: capable of causing harm to somebody
a knife with a wicked blade
5. disgusting: tasting or smelling disgusting and repulsive
6. distressing: causing discomfort, distress, or disappointment ( informal )
I've got a wicked headache.
7. very good: very impressive or very skillful ( slang )
He plays a wicked game of tennis.

adverb
Definition:
very: extremely ( slang )
It was wicked good!

Και η καταχώρηση από το λεξικό της Ματζέντα όπου η σύγχρονη έννοια λείπει!

wicked [ΓuIkid]
επίθ. κακός, κακεντρεχής, κακόβουλος, μοχθηρός: wicked fairy, the η κακιά νεράιδα § wicked lie κακόβουλο ψέμα § wicked smile μοχθηρό χαμόγελο # αχρείος, επαίσχυντος: it is wicked to waste so much food είναι ντροπή/αμαρτία να χαραμίζεται τόσο φαγητό # επικίνδυνος: a wicked-looking knife επικίνδυνο μαχαίρι # (ενάρθρως:) 1. οι κακοί άνθρωποι > 2. οι αμαρτωλοί
http://www.in.gr/dictionary/lookup.asp?Word=wicked
« Last Edit: 11 Mar, 2024, 12:36:21 by spiros »


user3

  • Sr. Member
  • ****
    • Posts: 663
Καλό παράδειγμα.

Βέβαια, κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι λάθος να δίνει κανείς την έβδομη σημασία και να παραλείπει τις έξι πρώτες, αλλά όπως είπες και στο άλλο νήμα η αρχή την οποία ακολουθείς (και την οποία αγνοούσα) είναι να βάζεις ό,τι προσθέτει στη φαρέτρα του μεταφραστή. Στον μεταφραστή απόκειται να διαλέξει τα βέλη και να αποφύγει τα μπούμεραγκ.



spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854566
    • Gender:Male
  • point d’amour
Δεν παραλείπεται, υπάρχει και πλήρες το λήμμα στα Αγγλικά. Όπως ξαναείπα, εδώ δεν έχουμε 10άτομο εγκυκλοπαιδικό λεξικό Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα αλλά φόρουμ όπου θίγουμε λέξεις με γλωσσικό ενδιαφέρον. Δεν είναι ιστότοπος για παιδάκια που πρέπει να μάθουν ότι wicked σημαίνει «κακός» αλλά για μεταφραστές που ψάχνουν το κάτι παραπάνω.

Επίσης, εάν κάποιος έχει οποιαδήποτε πρωτότυπη ιδέα για επιπλέον απόδοση (π.χ. ιδιωματισμών) μετά χαράς να την ακούσουμε και να την προσθέσουμε στον τίτλο.

Και παρεμπιπτόντως, εκκρεμούν και πολλοί ιδιωματισμοί για τους οποίους ψάχνουμε αποδόσεις:
https://www.translatum.gr/forum/index.php/board,82.0

Ευχαριστώ για το σχόλιο.
« Last Edit: 18 Jul, 2008, 19:01:36 by wings »





 

Search Tools