εφείσθησαν → spared, they were spared

spiros · 2 · 1238

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
εφείσθησαν → spared

   εφείσθην (λόγ.)
-   εφείσθης (λόγ.)
εύχρηστο το γ' πρόσ.   εφείσθη (λόγ.)
φεισθήκαμε (μόνο με λόγ. χαρ.)   εφείσθημεν (λόγ.)
φεισθήκατε (μόνο με λόγ. χαρ.)   εφείσθητε (λόγ.)
εύχρηστο το γ' πρόσ.   εφείσθησαν (λόγ.
https://www.lexigram.gr/lex/newg/%CE%B5%CF%86%CE%B5%CE%AF%CF%83%CE%B8%CE%B7%CF%83%CE%B1%CE%BD#Hist1
« Last Edit: 13 Dec, 2019, 15:12:35 by spiros »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
φείδομαι [fíδome] Ρ αόρ. φείστηκα, απαρέμφ. φειστεί : (λόγ., πάντα με άρνηση) χρησιμοποιώ κτ. μετρημένα και συνετά· υπολογίζω, λογαριάζω. ANT σπαταλώ. α. (ιδ. για χρήματα) ξοδεύω, καταναλίσκω κτ. με μέτρο και οικονομία: Δε φείδεται χρημάτων / δαπανών προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει. β. (για κόπους, προσπάθειες κτλ.): Δε φείστηκε κόπων / θυσιών προκειμένου να φέρει σε πέρας το έργο του, κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια. ΦΡ χρόνου φείδου, μην αφήνεις το χρόνο να περνάει άσκοπα, μη σπαταλάς το χρόνο σου.
[λόγ. < αρχ. φείδομαι]
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%86%CE%B5%CE%AF%CE%B4%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CE%B9&dq=
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



 

Search Tools