péricliter → κινδυνεύω, παίρνω την κάτω βόλτα, παίρνω την κατηφόρα, παίρνω την κατρακύλα, πάω κατά διαόλου, πάω από το κακό στο χειρότερο, πάω για φούντο, παρακμάζω, χειροτερεύω, επιδεινώνω, επιδεινώνομαι, φθείρομαι, ξεπέφτω, εκφυλίζομαι
Frederique ·
2 · 589