+ θαλασσώνω, τα κάνω μαντάρα, λερώνω, περίττωμα, περιττώματα, κόπραναMerdoyer: verbe intransitifhttp://www.cnrtl.fr/definition/merdoyer/verbeπερίττωμα το: (συνήθ. πληθ.) : το άχρηστο υλικό που αποβάλλεται από τα έντερα ενός ζωικού ή ανθρώπινου οργανισμού μετά την πέψη των τροφών• κόπρανα.
[λόγ. < αρχ. περίττωμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Subst. fém., trivial
A. − Excrément de l'homme et de certains animaux.σκατώνω [skatóno] -ομαι Ρ1 : (χυδ.) λερώνω κπ. ή κτ. με περιττώματα, κυρίως στη ΦΡ τα ~, μπερδεύω τα δεδομένα, το σωστό με το λάθος, έτσι ώστε οδηγούμαι σε πλήρη αποτυχία• ΣYN ΦΡ τα θαλασσώνω.
[μσν. σκατώνω < σκατ(ά) -ώνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]