merdoyer → τα σκατώνω, τα θαλασσώνω, τα κάνω σαλάτα, τα κάνω σκατά, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, λερώνω, σκατά, περίττωμα, περιττώματα, κόπρανα


Frederique

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 80202
    • Gender:Female
  • Creative, Hardworking and Able!
+ θαλασσώνω, τα κάνω μαντάρα, λερώνω, περίττωμα, περιττώματα, κόπρανα

Merdoyer: verbe intransitif
http://www.cnrtl.fr/definition/merdoyer/verbe

περίττωμα το: (συνήθ. πληθ.) : το άχρηστο υλικό που αποβάλλεται από τα έντερα ενός ζωικού ή ανθρώπινου οργανισμού μετά την πέψη των τροφών• κόπρανα.
[λόγ. < αρχ. περίττωμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]

Subst. fém., trivial
A. − Excrément de l'homme et de certains animaux.



σκατώνω [skatóno] -ομαι Ρ1 : (χυδ.) λερώνω κπ. ή κτ. με περιττώματα, κυρίως στη ΦΡ τα ~, μπερδεύω τα δεδομένα, το σωστό με το λάθος, έτσι ώστε οδηγούμαι σε πλήρη αποτυχία• ΣYN ΦΡ τα θαλασσώνω.
[μσν. σκατώνω < σκατ(ά) -ώνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]


Communicate. Explore potentials. Find solutions.




 

Search Tools