Yet each man kills the thing he loves By each let this be heard, Some do it with a bitter look, Some with a flattering word, The coward does it with a kiss, The brave man with a sword!
Some kill their love when they are young, And some when they are old; Some strangle with the hands of Lust, Some with the hands of Gold: The kindest use a knife, because The dead so soon grow cold.
Some love too little, some too long, Some sell, and others buy; Some do the deed with many tears, And some without a sigh: For each man kills the thing he loves, Yet each man does not die. [...]
With midnight always in one's heart, And twilight in one's cell, We turn the crank, or tear the rope, Each in his separate Hell, And the silence is more awful far Than the sound of a brazen bell. [...]
I never saw a man who looked With such a wistful eye Upon that little tent of blue Which prisoners call the sky, And at every drifting cloud that went With sails of silver by. [...]
I know not whether Laws be right, Or whether Laws be wrong; All that we know who lie in gaol Is that the wall is strong; And that each day is like a year, A year whose days are long.
| Μα κι ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει, και πρέπει αυτό απ’ όλους ν’ ακουστεί. Άλλοι με κολακεία σε σκοτώνουν Κι άλλοι με ματιά φαρμακερή Μ’ ένα φιλί σκοτώνουν οι δειλοί, Κι οι γενναίοι άνδρες με σπαθί.
Νέοι σκοτώνουν άλλοι την αγάπη τους Κι άλλοι σαν γενούνε γέροι. Με χέρι Λαγνείας άλλοι τήνε πνίγουνε Κι άλλοι με Πλούτου χέρι Κι επειδή πιο γρήγορα παγώνει έτσι το κορμί, Οι πονόψυχοι σκοτώνουν με μαχαίρι.
Άλλοι για λίγο ερωτεύονται κι άλλοι για πολύ. Άλλοι τον Έρωτα πουλάνε κι άλλοι τον αγοράζουν. Άλλοι με βουρκωμένα μάτια τον σκοτώνουνε Κι άλλοι βουβοί τον αφανίζουν Κι ενώ ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει, Όλοι ωστόσο δεν πεθαίνουν. [...]
Μαύρα μεσάνυχτα πάντα είχαμε μες στην καρδιά μας, Και στο κελί μας μέσα αυγή, Και τον τροχό γυρίζαμε και ξεφτίζαμε το σχοινί, Ο καθείς στην Κόλασή του μέσα την ατομική. Μα είναι πολύ πιο τρομερή η σιωπή Από καμπάνας μπρούτζινης αντήχηση βροντερή. [...]
Ποτέ δεν είδα άνθρωπο ν’αγναντεύει, Με λαχτάρα τόση στη ματιά, Αυτό που οι κατάδικοι ονομάζουν ουρανό, Την οθόνη εκεί ψηλά τη θαλασσιά, Και κάθε συννεφάκι που αρμενίζει Όμοιο με πλεούμενο με ασημί πανιά. [...]
Δεν ξέρω αν οι νόμοι είναι άδικοι Ούτε και δίκαιοι αν είναι ή σωστοί, Μα κείνο που όλοι οι καταδικασμένοι το γνωρίζουνε, Είναι πως δεν μπορούν τα τείχη να περάσουν ζωντανοί, Και πως κάθε μέρα σαν χρόνος μοιάζει, Χρόνος δίχως τέλος και αρχή.
|