Ζωή Καρέλλη, Φαντασία του εγώ
Κάποτε τα βήματα του χρόνου
παύουν και τότε η σιωπή
γίνεται, πότε φοβερή κι απαίσια
γεμάτη σκοτάδι, έννοια
πυκνή αναπότρεπτη μοίρα,
πότε ξανοίγει, φαίνεται,
φανερώνεται ουσία φωτός
άπειρη, καθαρότατη, διάφανη,
τόσο ελαφριά, ελαφρότατη,
που δεν μπορείς
ούτ’ αυτού να σταθείς
καθώς φέγγεις, φέγγεσαι
έξαφνα οξύτατα,
καίεσαι από φως,
τη στιγμή της ησυχίας,
της παύσης του χρόνου
κι η φεγγερή σιωπή περιμένει,
στέκεται ο χρόνος και περιμένει,
για να εξαφανιστείς.
*
Ακίνητος σ’ όλα τα βλέμματα
είμαι δίχως κίνηση εκτελώ
πλήθος κινήσεις αισθάνομαι
την κίνηση πάσα
ηδονή
του χρόνου είσαι η φοβερή
αρχή εκεί συναντάται
η στέρηση και το πλήθος μεγάλο
έννοια διάρκειας ο χρόνος
διαρκεί ακατάβλητος αμετάβλητος
εκεί όπου αρκούμαι, διαρκούμε
εκεί ανευρίσκομαι, βρίσκομαι
ξανά και βλέπω
μέσ’ απ’ τον χώρο του χρόνου,
τον χρόνο του σώματος σώμα.
Από τη συλλογή Φαντασία του χρόνου (1949)