Francis Lai, Theme from "Love story" (ταινία του Arthur Hiller, 1970)
Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Ιστορία αγάπης με άσχημο τέλος
Κι ενώ η παρέλαση των βροχερών ημερών σου
με στοίχιση πειθαρχική τελούνταν στην παραλία, άξαφνα
ομπρέλες από ευγενή μέταλλα φτιαγμένες άρχισαν
να αιωρούνται, κλιμακωτά γεωμετρώντας το τοπίο,
τον παρ’ ολίγον θάνατο ν’ ακινητούν.
Ήτανε πια καιρός. Χρόνια τώρα η μονοσήμαντη ζωή
υπέφερε από ναυτία.
Ύστερα κατέφθασαν οι Αλκυονίδες τύψεις μιας πρώιμα
φευγάτης Άνοιξης που μες στο καταχείμωνο μεταμελούνταν,
εύκρατα παραμιλητά σε αυτοσχέδιους κήπους, λαθρεμπόριο φιλιών
στις στροφές των δρόμων και από κοινού η απόφαση
να παίξουμε τους δήμιους.
Φυλακίζαμε λοιπόν μες σε φωτογραφίες το κιόσκι που ’βλεπε
στο λούνα-παρκ, συνθήματα σε τοίχους ή στάσεις
λεωφορείων, ανορθόγραφες υποσχέσεις στα παγκάκια,
ματαιόδοξες αντανακλάσεις πρωινής λύπης πάνω σε
βρόχινα νερά, την ανοιγμένη μου παλάμη που σου θύμωνε
και πάντοτε το γέλιο μου –σου άρεσε το γέλιο μου–
ιδίως όταν το ξεναγούσες στη γενέθλια χώρα του.
Μόνο που η φωνή σου –σπασμένη και βραχνή όπως η
μνήμη των απωλειών– δραπέτευε μονίμως. Συνήθως
κάποιοι στίχοι, φίλοι καλοί απ’ τα παλιά, της πρόσφεραν
κατάλυμα, μόνο για μια νύχτα. Άλλοτε «της Σαλονίκης
μοναχά της πρέπει το καράβι...» ή «... πήγε ο νους σας
στην Άνοιξη που είναι σκληρή για τα μικρά παιδιά;» και
πάλι κυνηγημένη έφευγε, για να κρυφτεί σε αιθρίας
ημιτόνια, στην απαρχή του έγχρωμου να απορήσει:
«πού με πηγαίνεις;».
Ένα απόγευμα μου ανήγγειλες την είδηση.
Κάποιοι απήγαγαν το πάρκο μας. Φανατικοί διώκτες
των θρησκευόμενων του Έρωτα, ιερόσυλοι αιρετικοί
εισέβαλαν στην προστάτιδα φυλλοβόλα περιοχή,
ασέλγησαν στις ώρες μας, λήστεψαν τις πατημασιές,
έσβησαν τα φανάρια.
Σκοτείνιασε! Δε σ’ έβλεπα.
Δεν έχει μέρος πια για μας, μονολογούσες.
Μας άφησαν τη θάλασσα, σου έλεγα.
Δεν έχει μέρος πια.
Σου έδειξα τη θάλασσα. Δε μ’ έβλεπες.
Έχουν αφήσει και εμάς, σου φώναξα.
Είχες περάσει απέναντι. Δε μ’ άκουγες.
Από τη συλλογή Εν τη ρύμη του νόστου (1999)