ευσεβοποθισμός → wishful thinking, pious wishing, pious wishes, wishcasting

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 857052
    • Gender:Male
  • point d’amour
ευσεβοποθισμός → pious wishing, pious wishes

ευσεβοποθισμός [εὐσεβοποθισμός] ευ-σε-βο-πο-θι-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ., κυρ. στην Κύπρο): ευσεβής πόθος: Αυταπάτες/ψευδαισθήσεις/ωραιοποιήσεις και ~οί. Βλ. -ισμός.
Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας - Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας

ευσεβείς πόθοι, ανομολόγητες και απραγματοποίητες επιθυμίες, και ειρωνικά, όταν αναφερόμαστε σε σχέδια, συνήθ. αντιπάλων μας, τα οποία δεν επιθυμούμε να πραγματοποιηθούν: Η κάθοδος στο Αιγαίο ήταν πάντοτε ευσεβείς πόθοι των γειτόνων μας.
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη

ευσεβής πόθος οτιδήποτε επιθυμούμε χωρίς πάντα να το ομολογούμε και το οποίο είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί: η κατάσταση τής οικονομίας, όπως την περιέγραψε ο υπουργός, αποτελεί μάλλον ευσεβή πόθο τής κυβέρνησης (δεν είναι αυτό που ισχύει πραγματικά) | οι δηλώσεις σας ότι θα κερδίσετε τις εκλογές, δεν είναι τίποτε άλλο από ευσεβείς πόθοι.
— Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη

Catalan: pensament il·lusori, pensament desideratiu; Chinese Mandarin: 一廂情願一厢情愿, 痴心妄想, 如意算盤如意算盘, 妄想, 痴想; Czech: zbožné přání; Danish: ønsketænkning; Dutch: wensdenken; Estonian: soovmõtlemine; Faroese: ynskishugsan; Finnish: toiveajattelu; French: vœu pieux; German: Wunschdenken; Greek: ευσεβείς πόθοι; Hebrew: תקוות שווא; Hungarian: vágyteljesítő/​vágyvezérelt/​vágyelvű gondolkodás; Icelandic: óskhyggja; Italian: pia illusione, pio desiderio, mero desiderio; Japanese: 希望的観測, 甘い考え, 皮算用; Latin: pium desiderium; Latvian: vēlmju domāšana; Norwegian Bokmål: ønsketenkning; Polish: chciejstwo, pobożne życzenie, myślenie życzeniowe; Portuguese: wishful thinking, pensamento desejoso; Russian: принятие желаемого за действительное and принимать); Serbo-Croatian: samozavaravanje; Spanish: ilusión, espejismo, pensamiento ilusorio, voluntarismo, el cuento de la lechera; Swedish: önsketänkande; Turkish: hüsnükuruntu; Welsh: gobaith ofer
wishful thinking - Wiktionary, the free dictionary
« Last Edit: 25 Sep, 2024, 17:01:52 by spiros »
Look up Multiple Greek, Ancient Greek and Latin dictionaries — Οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον· ἄνουν γὰρ καὶ ὀλιγόφρον, διὰ τοῦτο καὶ πολύφωνον (Plutarch)


 

Search Tools