συλλεκτισμός → collecting
συλλεκτισμός συλ-λε-κτι-σμός ουσ. (αρσ.): συστηματική ενασχόληση με τη συλλογή αντικειμένων σπάνιων ή/και με αισθητική, ιστορική, χρηματική, συναισθηματική ή άλλου είδους αξία. Βλ. -ισμός.
—
Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας