παθογόνος, παθογενής, παθογενετικός

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854566
    • Gender:Male
  • point d’amour
παθογόνος ή παθογενής;

Η επιρροή από το αγγλικό pathogen (παθογόνο, παθογόνος παράγοντας, παθογόνος μικροοργανισμός)/pathogenic (παθογόνος) οδηγεί σε αρκετά παθογενή. Παθογόνος είναι ο παράγοντας που προκαλεί πάθηση/νόσο/ασθένεια. Παθογενής, αυτός που προκύπτει από μια πάθηση/νόσο/ασθένεια.

Βλέπουμε ωστόσο να ανθούν να σύνθετα τύπου αιτιοπαθογενετικός (αντί για αιτιοπαθογόνος) και παθογενετικότητα (αντί για παθογονικότητα) εμπλέκοντας μια τρίτη ρίζα, της γενετικής αυτή τη φορά. Ενώ στα αγγλικά το pathogenicity δεν έχει καμία υπόρρητη αναφορά στη... γενετική (genetics), στα ελληνικά το παθογενετικότητα έχει.

Βλέπε και:
proteinogenic amino acid → πρωτεϊνογόνο αμινοξύ,  (εσφ.) πρωτεϊνογενετικό αμινοξύ
-γόνος / -γόνο / -γόνα ή -γενής / -γενές / -γενή;

παθογόνος -ος / -α -ο [paθoγónos] Ε14 : (ιατρ.) που είναι ικανός να προκαλέσει νόσο, πάθηση: ~ δράση των μικροβίων.
[λόγ. < γαλλ. pathogène < patho- < αρχ. πάθο(ς) + -gène = -γόνος]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη

παθογόνος
1. ιατρ. κάθε παράγοντας ικανός να προκαλέσει νόσο, πάθηση (α. «παθογόνος μικροοργανισμός» β. «παθογόνος δράση τών μικροβίων»)
2. φρ. α) «παθογόνος δύναμη»
(μικρβλ.) ο βαθμός ικανότητας ενός παθογόνου μικροβίου ή ιού να προκαλέσει νόσο
β) «παθογόνος ικανότητα» — η ικανότητα ενός οργανισμού ή ιού να προκαλεί ασθένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pathogene (< πάθος + -γόνος < γίγνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].
Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας

παθογενής, -ής, -ές [1891] {παθογεν-ούς | -είς (ουδ.-ή)} παθογόνος (βλ.λ.).
[ΕΤΥΜ < πάθος + -γενής, θ. γεν- τού αρχ. ρ. γίγνομαι (αόρ. β' ε-γεν-όμην, πβ κ. γένος). Η λ. αποτελεί ελληνογενή ξέν. όρο, < γαλλ. pathogène].
παθογόνος, -ος, -ο [1885] ΙΑΤΡ. αυτός που μπορεί να προκαλέσει πάθηση, που συμβάλλει στην πρόκληση νόσου: ~ αίτιο | μικροοργανισμός | παράγοντας | δράση. [ΕΤΥΜ. Ελληνογενής ξέν. όρ., < γαλλ. pathogène].
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη


Albanian: sëmundjeshkaktues; Arabic: Template:t-مسببات الأمراض; Catalan: patogen; Chinese:; Mandarin: 病原體, 病原体; Czech: patogen; Dutch: pathogeen, ziektekiem; Finnish: patogeeni, taudinaiheuttaja; French: agent pathogène; German: Krankheitserreger; Greek: παθογόνος; Hebrew: פתוגן‎; Hungarian: kórokozó, patogén; Irish: pataigin; Italian: patogeno, agente patogeno; Japanese: 病原体, 病原菌; Kannada: ರೋಗಾಣು; Kazakh: патоген; Kurdish:; Northern Kurdish: hokara nexweşiyê; Latin: pathogenum; Latvian: patogēns; Lithuanian: patogenas, ligos sukėlėjas; Maori: tukumate; Norwegian:; Bokmål: patogen; Nynorsk: patogen; Occitan: patogèn; Persian: بیماری‌زا‎; Polish: patogen; Portuguese: patógeno; Quechua: unquchiq; Romanian: agent patogen; Russian: патоге́н; Slovak: patogén; Slovene: patogen; Spanish: patógeno; Sundanese: ᮊᮥᮙᮔ᮪; Swedish: patogen; Tagalog: mulsakit; Tamil: நோய்க்காரணி; Telugu: వ్యాధికారకం; Turkish: patojen; Ukrainian: патоген; Vietnamese: mầm bệnh
« Last Edit: 25 Jan, 2021, 13:17:37 by spiros »


 

Search Tools