Και σπέρνω ζιζάνια.
ΛΚΝ
ζιζάνιο το [zizánio] O40 : 1. γενική ονομασία για αυτοφυή και άχρηστα χόρτα που φυτρώνουν ανάμεσα σε άλλα καλλιεργούμενα φυτά (ιδ. σιτηρά) και εμποδίζουν την ανάπτυξή τους: Kαθαρίζω το χωράφι από τα ζιζάνια. ΦP σπέρνω / βάζω ζιζάνια (σε κάποιους), δημιουργώ αφορμή για αντιζηλία, φιλονικία, διχόνια κτλ.: Δε θέλω να σπείρω ζιζάνια ανάμεσά σας, νομίζω όμως ότι δεν είναι ειλικρινής μαζί σου. 2. ως χαρακτηρισμός μικρού παιδιού, που μας παρενοχλεί με την άτακτη και ζωηρή συμπεριφορά του· διαβολόπαιδο, σκανδαλιάρικο παιδί. [λόγ. < ελνστ. ζιζάνιον]