
outsider → ξένος, ξενόφερτος, αμύητος, άσχετος, παρείσακτος, παρίας, βέβηλος, ανάγωγος, αουτσάιντερ, ερασιτέχνης, άτομο διαφορετικού κύκλου, περιθωριοποιημένος, πρόσωπο που δεν ανήκει σε κάποιο κύκλο, μέτοχος της εταιρείας που δεν συμμετέχει στα διοικητικά ή στις λειτουργίες της εταιρείας, μη επαγγελματίας χρηματιστής, κερδοσκόπος που συναλλάσσεται έξω από τον επίσημο τρόπο που διενεργείται η συναλλαγή, ελάχιστων πιθανοτήτων νίκης, που έχει ελάχιστες πιθανότητες νίκης, χωρίς μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας, συμμετέχων σε αγώνα με ελάχιστες πιθανότητες νίκης
KaterinaD ·
20 · 5131