Μια αχνιστή και μυρωδάτη
ιστορία του
Αθηναίου. Αποκλειστικά για χορτασμένους.
18.1.07
Κάντο όπως η Βέφα...
Την ώρα που διασχίζω την οδό Χίου για να πάω στο υπόγειο σταθμό του Χαλανδρίου, δεν μπορώ να την προσδιορίσω με το ρολόι που έτσι κι αλλιώς δεν φορώ, παρ' όλα αυτά όμως, τη γνωρίζω με ακρίβεια δευτερολέπτου: είναι η ώρα που η κυρία Βαγγελιώ, του παλιού δίπατου με τις εκατό και βάλε τριανταφυλλιές έχει "σβήσει" με κρασί ή με νερό το φαγητό που ετοιμάζει στην κατσαρόλα κι έχει βγει στον κήπο με την ποδιά να περιποιηθεί τα λουλούδια της.
Παρ'όλο το πάθος μου για τα λουλούδια, ήταν η μυρωδιά από την κουζίνα της που μ' έκανε να κοντοσταθώ στο κατώφλι της και να παρατηρήσω το σπίτι. Κλασικά φαγητά της κατσαρόλας και του φούρνου που η πολυτέλεια και η γευστική επιτήδευση δεν έχουν καταφέρει να τ' αποσυνδέσουν από την καρδιά μας: μπριάμ, αγκινάρες α λα πολίτα, κουκιά γιαχνί, φακές, αρνάκι στο φούρνο με πατάτες...
"Αγγινάρες ε;" της είπα την πρώτη φορά που της μίλησα, αφήνοντάς την έκπληκτη. "Γιατί όμως δεν τις σβύνετε με λεμόνι και τις σβύσατε με νερό; Α λα πολίτα δεν τις κάνετε; Ε ναι, α λα πολίτα, αφού μύρισα τον άνιθο, τί ρωτάω; Εγώ τον άνιθο βέβαια δεν τον βάζω ποτέ στην αρχή! Να τις σβύνετε με λεμόνι και μετά να προσθέτε νερό! Καλημέρα σας! " Τη χαιρέτησα και απομακρύνθηκα με γρήγορο βήμα χωρίς να την αφήσω να αρθρώσει λέξη...
Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε δυο-τρεις μέρες μετά :"Καλημέρα σας! Μα τί ωραία τριαντάφυλλα! Τα λατρεύω ξέρετε. Μμμμ τί ωραία που μυρίζουν οι φακές. Τίγκα στο δαφνόφυλλο, όμως! Να βάλετε λίγο σκόρδο παραπάνω να έρθουν στα ίσα τους και επειδη ψυχανεμίζομαι πως θα τις κάνετε "κόκκινες" να τρίψετε μέσα κι ένα καρότο, να σπάσει το δαφνόφυλλο! Τρέχω τώρα, έχω αργήσει! Καλημέρα σας!", της είπα και εξαφανίστηκα.
Την επόμενη μέρα όμως μου την είχε στήσει πίσω από μια πορτοκαλί τριανταφυλλιά "Κλεοπάτρα" και πριν προλάβω να σταθώ για να οσφριστώ τον αέρα με αιφνιδίασε: "Α εδώ είσαι! Για πες μου τί μαγειρεύω σήμερα!" " Καλά, το έχω μυρίσει εδώ και δυό τετράγωνα! Αρνάκι στο φούρνο είναι αλλά βλέπω πως κάνουμε ζαβολίτσες! Βιτάμ στις πατάτες;! Τουλάχιστον ένα πακέτο, μην σας πω ότι έχετε βάλει ενάμιση! Καλά,δεν θα το πω πουθενά!"
Δεν χρειάζεται να πω πόσο με διασκέδαζε αυτό το παιχνίδι και η έκπληξη στα μάτια της. Προσπαθούσε να εξηγήσει το "θαύμα". " Έλα δω να σου πω κάτι μου" μου λεγε και μου 'κοβε κι ένα τριαντάφυλλο αφού είχε δει πώς τα γλυκοκοίταζα " Ταχυδακτυλουργός είσαι βρε αγόρι μου, πώς καταλαβαίνεις κάθε φορά τί μαγειρεύω και πως το μαγειρεύω;". Πάντα σήκωνα τους ώμους και της έλεγα τη μισή αλήθεια: "Όσφρηση κυρία Βαγγελιώ μου! Την όσφρηση και τη γεύση τις έχω πολύ γερές, ξέρετε πόσο υποφέρω με την όσφρησή μου σ'αυτή την πόλη που βρωμάει και ζέχνει;" αλλά δεν την έπειθα. Το μυαλό της είχε πλάσει τις πιο απίθανες ιστορίες αλλά το προφανές δεν της είχε περάσει καν από το μυαλό.
Οι συναντήσεις μας μου ομόρφαιναν την μέρα, την έβλεπα σαν γιαγιά μου και μάλλον κι εκείνη μ'εβλεπε σαν τον εγγονό της. Σιγά-σιγά και μεταξύ συνταγών και των τεστ όσφρησης στα οποία με υπέβαλλε συνέχεια, είχαμε ανταλλάξει ιστορίες ζωής κι εκτός από τριαντάφυλλα με κερνούσε και σοκολατάκια και καραμέλες που έβγαζε από τις τσέπες τις ποδιάς της. " 'Ελα τώρα, πες μου την αλήθεια. Είσαι μάγος δεν είσαι; Μα πώς κατάλαβες πως το μοσχάρι θα το κάνω κοκκινιστό. Μήπως έχεις βάλει καμία κάμερα στην κουζίνα;" έλεγε κι εγώ γέλαγα. Μέχρι εκείνη την αποφράδα μέρα... Δεν ξέρω τί μου ήρθε. Ίσως φταίει το ότι είχε βγάλει να μου δείξει τις φωτογραφίες των εγγονιών της κι εγώ ήμουν μετά από άσχημο και αναίτιο ξενύχτι, από αυτά που σε αδειάζουν εντελώς και σου προκαλούν κρίσεις ειλικρίνειας και έτσι, της το ξεφούρνισα: "Κυρία Βαγγελιώ, δεν είμαι ούτε μάγος, ούτε ταχυδακτυλουργός, ούτε κάμερες έχω. Μάγειρας είμαι γιαυτό μπορώ να ξεχωρίσω τις μυρωδιές" .
Τί ήθελα και το πα; Αγρίεψε! "Μάγειρας;! Είσαι δηλαδή κάποιος που κάνει ότι ξέρει από μαγειρική και κοροιδεύει τις νοικοκυρές σαν και μένα και τη Βέφα;! Αμ καλά το έβλεπα το μούτρο σου για ύποπτο! Χάσου από δω! Μάγειρας! Τί σημαίνει μάγειρας! Τίποτε δεν σημαίνει. ΤΙ-ΠΟ-ΤΕ. Και δώσε μου πίσω το τριαντάφυλλο" κι αφού μου άρπαξε από τα χέρια το τριαντάφυλλο, εξαφανίστηκε μέσα στο σπίτι αφήνοντάς με εμβρόντητο. Μα τί είχα πει;
Μέσα σε μια στιγμή η σχέση μας είχε μεταμορφωθεί σε εχθρική. Τις επόμενες μέρες, παραφύλαγε να περάσω απ'εξω από το σπίτι για να με βομβαρδίσει με ειρωνείες : " Τί μαγειρεύω σήμερα κ. μάγειρα;" κι όταν απαντούσα, φυσικά μου το έβγαζε λάθος. Μια-δυο-τρεις, τα πήρα και εγώ στο κρανίο: " Κυρα-Βαγγελιώ, κοίταξε να δεις, με όλο το σεβασμό που σου έχω, πάρε απόφαση ότι μαγειρική σαν και μένα δεν ξέρεις κι όταν λέω ότι μαγειρεύεις αρακά μαγειρεύεις αρακά για να μην αρχίσω τα γαμοκάντηλα πρωί-πρωί και σηκώσω τη γειτονιά στο πόδι, γαμώ το κέρατό μου γαμώ!"
Η σχέση είχε μεταμορφωθεί σε σχέση μίσους. Ναι, μίσους. Υπήχαν πρωϊνά που ξύπναγα κακοδιάθετος και γύρευα άνθρωπο για καυγά κι αν δεν μου την είχε στήσει εκείνη στην αυλή, την έστηνα εγώ στο πεζοδρόμιο και την περίμενα να σκάσει μύτη "Πάλι τσιγαρίζεις με άνιθο; Δεν τσιγαρίζουμε με άνιθο καλη μου κυρία, λέμε, ό,τι μαλακία σας λέει η Βέφα πάτε και την κάνετε και μετά αυτό το λέτε μαγειρική". " Φύγε από δω αλήτη! Θα φωνάξω την αστυνομία να σε μαζέψει, να σου απαγορεύσουν να περνάς έξω από το σπίτι μου!" "Ναι καλά, για πήγαινε στην Αστυνομία και θα πάω εγώ στον παπά της εκκλησίας να του πω ότι την Παρασκευή μαγείρευες μοσχάρι κοκκινιστό και μας το παίζεις και Χριστιανή! Ομολόγησέ το! Μοσχάρι κοκκινιστό δεν έφτιαξες Παρασκευιάτικα;"
"Θα στη φτιάξω εγώ!", έλεγα λίγη ώρα μετά στη Μαρία στο γραφείο ουρλιάζοντας. " Δεν κάνει κανένα αστείο να πάει στην αστυνομία;! Θα την ξεφτυλίσω! Θα πω σ'όλη τη γειτονιά ότι βάζει βιτάμ, ενάμιση πακέτο παρακαλώ!! Ε-να-μι-ση πα-κε-το βι-τάμ στο αρνί στο φούρνο,το διανοείσαι; Θα πω κι ότι τσιγαρίζει τον άνιθο και ότι βάζει πελτέ στα κοκκινιστά. Θα γελάσει το Κοντόπευκο!" Η Μαρία με κοίταζε έκπληκτη " Πας καλά, άνθρωπέ μου! Τί είναι αυτά; Τί βεντέτα είναι αυτή που έρχεσαι κάθε πρωί βιδωμένος; Η κυρία αυτή δεν ήταν που σου έδινε τα τριαντάφυλλα και τώρα τσακώνεστε; Εσείς θα φταις σίγουρα!"
Τα ΄χα πάρει άσχημα. Η Βαγγελιώ μας έπαιξε πρώτα τη γιαγιά γιατί μας μυρίστηκε για ψώνια κι όσο κολάκευα τη μαγειρική της ήμουν καλός αλλά όταν έμαθε πως ήμουν κατά τεκμήριο καλύτερος, δεν το άντεξε. Χεστήκαμάν! Αυτό μας έλειπε, "σαράντα χρόνια φούρναρης" να ασχολούμαι εγώ, ΕΓΩ με την άποψη του κάθε οικιακού μάγειρα.
Κι όμως ασχολιόμουν. Και μ'ενοιαζε. Και μ' είχε καταλάβει ένα παιδιάστικο παράπονο. Εγώ, ένας αρχιμάγειρας, κοντοστεκόμουν κάθε πρωί στο κατώφλι της και μύριζα μ'ευχαρίστηση τις μυρωδιές που έβγαιναν από την κουζίνα της. Της αποκάλυψα την ιδιότητά μου για να μη νομίζει ότι είχε να κάνει μ'ενα υπερφυσικό φαινόμενο, δεν ήθελα σεβασμό, ήθελα όμως αναγνώριση του ότι ήμουν έμπειρος τεχνίτης στην τέχνη μου. Εντάξει. Στην τέχνη ΜΑΣ. Κι αυτή με έβριζε και με λοιδορούσε μόνο και μόνο επειδή ήμουν επαγγελματίας κι εκείνη μια οικιακή μαγείρισσα. Μόνο και μόνο επειδή δεν ήμουν η Βέφα!
Η ιδέα μου ήρθε ένα βράδυ που μαγείρευα για το Μπαζάρ των "Δρόμων Ζωής". Περισσότερο ήταν μια αυθόρμητη πράξη παρά μια ιδέα. Πήρα ένα βαζάκι κονφί κρεμμυδιού, πήδηξα τη μάντρα και της το άφησα στο παράθυρο της κουζίνας κι από την επόμενη το πρωί, έπαιρνα το απέναντι πεζοδρόμιο. Κουραμπιέδες, μελομακάρονα, ταπεράκια με διάφορα φαγητά που μαγείρευα: κυνήγι, περίεργες σούπες, κρέατα με σάλτσες πειραγμένες, φορούσα το παλτό μου μέσα στη νύχτα και τ'απίθωνα στο παράθυρο της κουζίνας της.
"Ε εσύ! Μάγειρα!" μου φώναξε σήμερα το πρωί καθώς περπατούσα βιαστικά στο απέναντι πεζοδρόμιο. " Το χοιρινό με το σέλινο που βρήκα στο παράθυρο, ήταν πολύ-πολύ ωραίο. Εσύ το έφτιαξες, ε; Πες τώρα την αλήθεια. Ποιος σου έδωσε τη συνταγή; Δικιά σου ήταν;" Δεν χρειάστηκε να το σκεφτώ περισσότερο από ένα λεπτό. Μέσα σ'αυτή την τρελή πόλη, εγώ ήμουν αυτός που την είχα ανάγκη. Εγώ ήμουν αυτός που χρειαζόμουν μια "γιαγιά" να με κανακεύει, να μου δίνει καραμέλες και τριαντάφυλλα και να με σταυρώνει κρυφά και να με φτύνει για το μάτι μόλις γύριζα την πλάτη μου. Εγώ τη χρειαζόμουν περισσότερο απ'όσο με χρειαζόταν εκείνη οπότε, κράτησα την αναπνοή μου, έκανα την καρδιά μου πέτρα και το είπα: " Κυρά-Βαγγελιώ, αυτή δεν ήταν δική μου συνταγή, είναι μια παλιά συνταγή της Βέφας, δεν ξέρω αν τη θυμάσαι".
Αμέσως ένα τεράστιο χαμόγελο ανακούφισης φώτισε το πρόσωπο της. Μου έκλεισε το μάτι συνομωτικά και μου είπε " Το ήξερα! Σιγά μην ξέρεις εσύ τόσο ωραίες συνταγές! Αύριο το μεσημέρι να κοιτάξεις να γυρίσες νωρίτερα, θέλω να φάμε μαζί, θέλω να σου φτιάξω μια δικιά μου συνταγή, να μου πεις τη γνώμη σου".
Κι αυτό το "να μου πεις τη γνώμη σου" της κυρίας Βαγγελιώς, αν ήξερα ότι τελικά, θα μέτραγε για μένα τόσο πολύ, αν ήξερα ότι θα μ'εκανε να φουσκώσω σαν δέκα γαλιά μαζί, ίσαμε που θα'χα μεταμφιεστεί σαν τη Βέφα νωρίτερα, μόνο και μόνο για να το ακούσω απο το στόμα της...
« Last Edit: 30 Apr, 2007, 04:55:28 by Vagab0nde »
Στο ίντερνετ όλα διίστανται.
W4tt4n4b3