a big cheese → κεφάλι, μεγάλο κεφάλι, μούρη, πρώτη μούρη, πρώτη μούρη στο Καβούρι, όνομα,
πρώτο όνομα, μεγάλο όνομα, κορυφή, στην κορυφή, πρωτοκλασάτος
a big cheese (humorous)
an important or powerful person in a group or organization
Apparently her father is a big cheese in one of the major banks. For Shell, who cooked and mowed the lawn in the nude in last year's Big Brother, stripping to make herself a big cheese was easy. http://idioms.thefreedictionary.com/a+big+cheese(informal, humorous) an important and powerful person, especially in an organization
http://oald8.oxfordlearnersdictionaries.com/dictionary/big+cheese#big_1κεφάλι(προφ.) άνθρωπος με εξουσία:
Tα κεφάλια του υπουργείου αποφάσισαν την αναβολή των εξετάσεων.http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%BA%CE%B5%CF%86%CE%AC%CE%BB%CE%B9&dq=η εξουσία, οι επικεφαλής κυριολεκτικά, ειρωνικά ή επικριτικά (με μομφή αναξιότητας της εξουσίας ή αδυναμίας του εξουσιαζομένου), με το επίθετο μεγάλο
Τι να κάνουμε εμείς για την κρίση, εδώ αποφασίζουν τα μεγάλα κεφάλιαhttps://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BA%CE%B5%CF%86%CE%AC%CE%BB%CE%B9πρώτη μούρη στο Καβούρι Αυτός που είναι μούρη αλλά πιο πολύ από όλους τους άλλους. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζει ο ίδιος.
- Ποίος το περίμενε ρε, ο Βασίλης που στο σχολείο ήταν του κλότσου και του μπάτσου έγινε πορτιέρης, έμπλεξε με τα κυκλώματα της νύχτας και τώρα τον τρέμει όλη η Αθήνα! Πρώτη μούρη στο Καβούρι ο Βασιλάκης.http://www.slang.gr/lemma/show/proti_mouri_sto_Kabouri_607#όνομαΈνδοξο / μεγάλο / γνωστό ~, για πολύ σπουδαίο ή γνωστό άνθρωπο:
Ο Σαρλό, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της έβδομης τέχνης. Ο Λάρι Kιγκ, μεγάλο ~ στον κόσμο της δημοσιογραφίας. || η φήμη ή η υπόληψη κάποιου: Για ένα ~ ζούμε.
Έχω / δημιουργώ / κάνω / γίνομαι ~, είμαι ή γίνομαι διάσημος.
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%8C%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B1&dq=κορυφή(μτφ.) το ανώτα το σημείο μιας νοητής βαθμίδας ή αξιολογικής κλίμακας:
Bρίσκεται στην ~ της κοινωνικής ιεραρχίας. Ο ΠAΟK βρέθηκε στην ~ της βαθμολογίας. Ξαφνικά εκτινάχτηκε στην ~. || ο ανώτερος, ο καλύτερος συγκριτικά με άλλους:
Είναι ~ στην επιστήμη του.http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%BA%CE%BF%CF%81%CF%85%CF%86%CE%AE&dq=πρωτοκλασάτος -η -ο[protoklasátos] Ε3 : (οικ.) για κπ. που ανήκει στην πρώτη, ανώτατη κατηγορία ενός συνόλου και ως ουσ.:
Είναι πρωτοκλασάτο στέλεχος του κόμματος. Οι πρωτοκλασάτοι.http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%80%CF%81%CF%89%CF%84%CE%BF%CE%BA%CE%BB%CE%B1%CF%83%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%82&dq=