Και συμπληρώνω την ανάλυση του nickel:
ΛΚΝ
κόλον το [kólon] O39 : (λόγ., ανατ.) τμήμα του παχέος εντέρου. [λόγ. < αρχ. κόλον]
κώλος ο [kólos] O18 : (προφ.) 1α. οι γλουτοί: Tου ΄δωσε μια στον κώλο, εννοείται ξυλιά. Έχει ωραίο / μεγάλο κώλο. ΠAP Tα μεταξωτά βρακιά* θέλουν κι επιδέξιους κώλους. Aν δε βρέξεις* κώλο, δεν τρως ψάρι. Πότε ο Γιάννης* δεν μπορεί, πότε ο ~ του πονεί. Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, για άνθρωπο ασήμαντο που νομίζει πως απέκτησε κάποια αξία και κάνει το σπουδαίο. ΦP και εκφράσεις (είναι) ~ και βρακί*. τα θέλει ο ~ μου, επιζητώ ή προκαλώ κτ. ενώ φαινομενικά, στα λόγια, το αρνούμαι. μου βγαίνει ο ~, κουράζομαι πολύ. μου έπιασε τον κώλο, με εκμεταλλεύτηκε ή με εξαπάτησε. θα σου κόψω τον κώλο, ως απειλή. αν σου βαστάει ο ~, αν τολμάς. στρώσε τον κώλο σου, για να δουλέψεις, να διαβάσεις κτλ. στήνω κώλο, υφίσταμαι ταπείνωση ή εξευτελισμό για να πετύχω κτ. χτυπώ τον κώλο μου κάτω, καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια. πήρε ο ~ του φωτιά*. βγάζει φωτιά* απ΄ τον κώλο του. γίναμε ~, μαλώσαμε. του κώλου, για κτ. άθλιο, τιποτένιο, ανάξιο λόγου. του κώλου τα εννιάμερα, για ανοησίες. μιλούν όλοι, μιλούν κι οι κώλοι, για άνθρωπο ανάξιο λόγου που παρεμβαίνει σε μια συζήτηση χωρίς να έχει κτ. ουσιαστικό να προσθέσει. || το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς: Tρύπησε ο ~ του παντελονιού. β. τα νώτα: Tου γύρισε επιδεικτικά τον κώλο και έφυγε. 2. το πίσω ή το κάτω μέρος ορισμένων αντικειμένων: O ~ του αυγού. O ~ της βελόνας. κωλάκι το YΠOKOP. κωλαράκι το YΠOKOP. κωλαράκος ο YΠOKOP. κωλάρα η MEΓEΘ. [μσν. κώλος < ελνστ. κῶλος `πρωκτός΄ < αρχ. κῶλον `μέλος του σώματος΄ (μεταπλ. με βάση την αιτ.), ή σφαλερή γραφή του αρχ. κόλον (δες λ.) από επίδρ. της λ. κῶλον ή επίδρ. στη λ. κόλον του λατ. culus `οπίσθια΄· κώλ(ος) -αράκι, -αράκος· κώλ(ος) -άρα
ΕΜΜ. ΚΡΙΑΡΑ, ΕΠΙΤΟΜΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΩΔΟΥΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ
κώλος ο.1α) Πρωκτός: Φορτουν. Δ΄ 307· β) τα οπίσθια: Πανώρ. Γ΄ 374·(ενίοτε στον πληθ.): εφάνησαν οι κώλοι της μεγάλοι χερομύλοι Σαχλ. B΄ PM 539.2) Το εσώτατο σημείο, μυχός (ενός κόλπου): Έχει απέσω εις τον κώλον του κόρφου
λιμνιώναν Πορτολ. A 264.3) (Προκ. για πλοίο) πρύμνη: στρόπες του κώλου και της πλώρης Kαραβ. 50222. [<αρχ. ουσ. κώλον ή κόλον (με γρ. κώ-) με αλλαγή γένους, πιθ. από επίδρ. του λατ. culus. Η λ. τον 4. αι. (Ληναίου 1935: 79-80· βλ. αυτ. 82 σημ., L-S Suppl., στη λ., Σούδα, λ. πρωκτός), στο Meursius (κό-) και σήμ.]
κώλον (I) το. Mέλος· (εδώ στον πληθ.) λείψανα, πτώματα: Σατιρ. ποίημ. 2938. [αρχ. ουσ. κώλον. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
κώλον (ΙI) το.1) Tο απευθυσμένο έντερο, πρωκτός· (συνεκδ.) τα οπίσθια: Oρνεοσ. αγρ. 52623.2) (Προκ. για φυτό ή καρπό φυτού) το πάνω μέρος, το αντίθετο του μίσχου: βελονίου κώλον Σταφ., Iατροσ. 7186. [διαφορ. γρ. του αρχ. ουσ. κόλον (βλ. L-S, λ. κόλον II και λ. κώλον II 6)]
Tsioutsiou, μη βγάλεις άχνα γιατί μετά θα τα θέλει ο κώλος σου κι εσένα (βλέπε ΛΚΝ).:-))))))))))))))))))