English | Greek |
10 year flood | πλημμύρα 10ετίας |
100 year flood | πλημμύρα 100ετίας |
1000 year flood | πλημμύρα 1000ετίας |
4 traces | τέτραιχνο |
aggregate abrasion value (AAV) tests | δοκιμές προσδιορισμού δείκτη φθοράς σε απότριψη |
ablation | διάβρωση από κίνηση παγετώνων |
above ground power station | υπέργειος σταθμός παραγωγής |
abrading tool | εργαλείο λείανσης, σβουράκι |
absorbed moisture | απορροφούμενη υγρασία |
absorption | απορρόφηση |
abutment | ακρόβαθρο |
abutment | αντέρεισμα |
abutment | υπέρθυρο |
accelaration seismograph | σεισμογράφος μέτρησης επιτάχυνσης |
accelerated test | ταχεία δοκιμή |
acceleration lane | λωρίς επιταχύνσεως |
accelerator | επιταχυντικό (πήξης) |
acceptance | παραλαβή |
access road; access bridge | οδός προσπέλασης, γέφυρα προσπέλασης |
access shaft | φρέαρ προσπέλασης |
access tunnel | σήραγγα προσπέλασης |
accident prevention | πρόληψη ατυχημάτων |
accretion of sand | απόθεση άμμου |
acoustic | ηχητικός |
active arch | ενεργό τόξο |
active earth pressure | ενεργητική ώθηση γαιών |
active storage capacity | ωφέλιμος όγκος ταμιευτήρα |
active storage | αποθήκευση χρησιμοποιήσιμη (περιλαμβανόμενης και χωρητικότητας για αποθήκευση πλημμύρων) |
actual quantities; measured quantities | επιμετρηθείσες (πραγματικές) ποσότητες |
added mass | προστιθέμενη μάζα |
additional contract/ comparative table | συμπληρωματική σύμβαση εργασιών (ΣΣΕ) |
additional land | πρόσθετοι χώροι |
additional work | νέα συμπληρωματική πρόσθετη εργασία |
adduce, allege | επικαλούμαι, ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζω |
adherence | συνοχή |
adit | παράθυρο (προσβολής ενδιάμεσου μετώπου προσβολής σήραγγας) |
adit | στοά προσπέλασης ή στοά επίσκεψης |
adit; drift | ερευνητική στοά |
adjustment (of errors) | διόρθωση σφαλμάτων |
admixture | πρόσμικτο |
adverse effects; nuisances | αρνητικά (δυσμενή) αποτελέσματα |
advertisement | διακήρυξη |
aereted nappe | αεριζόμενη φλέβα |
aerial coverage | αεροφωτογραφική κάλυψη |
aerial view | άποψη από αέρα |
aerometer; hydrometer | αερόμετρο, υδρόμετρο |
aesthetics | αισθητική |
afforestation | αναδάσωση (δενδροφύτευση) |
afterbay dam; re-regulating dam | αναρρυθμιστικό φράγμα |
afterbay reservoir | δεξαμενή ή ταμιευτήρας εκφόρτισης |
afterbay reservoir; re-regulating reservoir | αναρρυθμιστικός ταμιευτήρας, αναρρυθμιστική δεξαμενή |
aftershock | μετασεισμός |
ageing of dam | γήρανση φράγματος |
aggradation | ανύψωση υψομέτρων κοίτης |
aggregate (sand and cement) | αδρανές δομικό υλικό |
aggregate concrete | αδρανή σκυροδέματος |
aggregate plant | συγκρότημα παραγωγής αδρανών |
aggregate | αδρανές |
aggregate, on aggregate, in the aggregate | συγκεντρωτικός, συνολικός |
agitating truck | αυτοκινούμενος αναδευτήρας |
air content | περιεκτικότητα σε αέρα |
air drill | διατρητική αερόσφυρα |
air duct; vent | αεραγωγός |
air entraining agent | αερακτικό πρόσμικτο |
air hose | εύκαμπτος αεροσωλήνας |
air meter | αερόμετρο |
air shaft | φρέαρ (πηγάδι) αερισμού |
air valve for release of air | βαλβίδα αέρα εξαγωγής |
air valve to permit entry of air | βαλβίδα εισαγωγής αέρα |
air void | κενό αέρα |
alarm device | συσκευή συναγερμού |
algae | φύκια |
alkali reactivity | αντίδραση σε αλκαλικά |
allowable stress | επιτρεπόμενη τάση |
alluvial cone ; fan outwash | αλλουβιακός κώνος |
alluvium; fluvial deposit | αλλούβιο, ποτάμιες αποθέσεις |
alternative site | εναλλακτική θέση |
altimeter; height gauge | αλτίμετρο |
altimetry | υψομετρία |
aluminous cement | αργιλικό τσιμέντο |
amortization charges | ετήσιες δαπάνες απόσβεσης |
amortization | απόσβεση |
amphibolite | αμφιβολίτης |
analog model | αναλογικό ομοίωμα (μοντέλο) |
analysis method | μέθοδος ανάλυσης |
analysis of results (evaluation of errors) | ανάλυση ( αξιολόγηση) αποτελεσμάτων (εκτίμηση σφαλμάτων) |
analysis of tenders; bid evaluation | αξιολόγηση προσφορών |
anchor bar | ράβδος αγκυρώσεως |
anchor grouting | τσιμέντωση αγκύρωσης |
anchor ice | πάγος αγκυρωμένος στο βυθό |
anchorage obtained by bent bar | αγκύρωση με κεκαμμένη ράβδο |
ancillary works | συνοδά έργα |
ancillary works; appurtenant works | βοηθητικά έργα |
angle of convergence | γωνία σύγκλισης |
angle of divergence | γωνία απόκλισης |
angle of internal friction | γωνία εσωτερικής τριβής |
angle of repose | γωνία φυσικού πρανούς, γωνία φυσικής απόθεσης |
angledozer | προωθητήρας (μπουλντόζα) με σπαστό μαχαίρι |
anhor block; thrust block | μονόλιθος αγκύρωσης |
anhydrite | ανυδρίτης |
annex | προσάρτημα |
annual flood | ετήσια πλημμύρα |
annual runoff | ετήσια απορροή |
antiquities | αρχαιολογικά Ευρήματα |
antiskid layer | αντιολισθητικό στρώμα |
apparatus | συσκευή |
apparent cohesion | φαινομενική συνοχή |
appeal, call upon | εφεσιβάλλω, προσφεύγω |
appendix | παράρτημα |
application | επάλειψη, εφαρμογή |
approved Design – Construction T1 Period Implementation Time Schedule or Approved Time Schedule | εγκεκριμένο Χρονοδιάγραμμα Εφαρμογής Περιόδου Μελετών - Κατασκευών Τ1 ή Εγκεκριμένο Χρονοδιάγραμμα |
apron | κοιτόστρωση |
apron | προστατευτική ενισχυμένη κοιτόστρωση κατάντη λεκάνης αποτόνωσης |
aqueduct | διώρυγα μεταφοράς νερού |
aqueduct | σήραγγα μεταφοράς νερού |
aqueduct | υδραγωγείο |
aquifer (stratum) | υδροφορέας (υδροφόροστρώμα) |
arbitration Award | διαιτητική Απόφαση |
arbitration | διαιτησία |
arbitration | διαιτητικό δικαστήριο |
arc (line) | τόξο (γραμμή) |
arch (structure) | τόξο (δομικό στοιχείο) |
arch buttress dam; curved buttress dam | φράγμα αντηριδωτό καμπύλο |
arch dam | τοξωτό φράγμα |
archaeological Test Excavations | αρχαιολογικές Τομές |
arch-gravity dam | φράγμα τοξωτό ημιβαρύτητας |
architectural model | μακέτα, πρόπλασμα |
area volume curves (against height) ; area capacity curves | καμπύλες επιφάνειας - όγκου ταμιευτήρα |
armouring | εξωτερική χαλύβδινη θωράκιση (για προστασία από σπηλαίωση του σκυροδέματος) |
armouring; large riprap | ογκόλιθοι προστασίας, θωράκιση με λιθορριπή |
arterial road | οδική αρτηρία |
artesian aquifer | αρτεσιανός υδροφορέας, αρτεσιανό υδροφόρο στρώμα |
articulated arch; hinged arch | αρθρωτό τόξο |
articulated lorry | αρθρωτό φορτηγό, Νταλίκα |
articulated roller | αρθρωτός κυλινδροσυμπιεστής (οδοστρωτήρας) |
articulation joint | άρθρωση |
artificial abutment; abutment block | τεχνητό αντέρεισμα (μονόλιθος ανάληψης ωθήσεων) |
artificial cooling | τεχνητή πήξη |
artificial vibration | τεχνητή ταλάντωση |
asbestos | αμίαντος |
asphalt batch plant | παρασκευαστήριο ασφαλτικών |
asphalt concrete; asphaltic concrete; bituminous concrete | ασφαλτικό σκυρόδεμα |
asphalt grounting (of rockfill) | ασφαλτικό ένεμα (λιθορριπής) |
asphalt making machines | μηχανές που φτιάχνουν ασφαλτόμιγμα για να στρωθεί ο δρόμος |
asphalt paving machine | μηχανή που απλώνει την άσφαλτο |
asphalt | ασφαλτομιγμα |
asphalt | άσφαλτος (διυλιστηρίου) |
asphaltic cocrete batching plant | συγκρότημα παραγωγής ασφαλτικού σκυροδέματος |
asphlat exctraction | απασφάλτωση |
asset (accounting) | ενεργητικό (λογιστικά) |
asset funds | πάγεια |
assistant of project manager; assistant of Engineer’s Repressentative | βοηθός Διευθυντή Έργου, Αναπληρωτής του Εντεταλμένου Μηχανικού |
associated works (bridge, access rad, etc) | συναφή έργα (γέφυρα, οδός προσπελάσεως κλπ) |
assumed flood during construction | πλημμύρα σχεδιασμού κατά την διάρκεια κατασκευής |
assumption; hypothesis | υπόθεση |
at the design stage | στο στάδιο μελέτης δημοπράτησης |
at the planning stage | στο στάδιο προκαταρκτικής μελέτης, προμελέτης |
attached | συνημμένα |
attendants’ houses | καταλύματα (οικισμός) προσωπικού |
atterberg limits | όρια Atterberg |
attractive site | ενδιαφέρουσα θέση (Θέση που προσφέρεται) |
auditor | ορκωτός λογιστής |
auger boring | διάτρηση με ελικοφόρο εδαφολήπτη |
auger hole | γεώτρηση με ελικοφόρο εδαφολήπτη |
auger | ελικοφόρος εδαφολήπτης, Auger |
augured pile holes | διανοιγμένες οπές πασσάλων |
authenticate | θεωρώ στην εφορία |
authority (e.g. local authorities) | εξουσία, αρχή, αρχές (π.χ. τοπικές αρχές), οργανισμός ή φορέας |
automatic regulating gate; automatic regulating valve | θυρόφραγμα ή βαλβίδα αυτόματης ρύθμισης |
automatic titling gate | αυτόματα κατακλινόμενο θυρόφραγμα |
automation wire | ράμα |
auxiliary spillway | βοηθητικός εκχειλιστής |
average rainfall | μέση βροχόπτωση |
award of contract | κατακύρωση σύμβασης |
award | απονέμω, κατακυρώνω |
axis of dam | άξονας φράγματος |
axis of reservoir | άξονας ταμιευτήρα (στην ανώτατη στάθμη ταμιευτήρα) |
axis of road | άξων οδού |
axis of stream | άξονας ρεύματος |
axis of streambed | άξονας κοίτης ρεύματος |
axis, axle | άξονας |
back fill | υλικό επίχωσης |
back loader | φορτωτής με κάδο οπίσθιας φόρτωσης |
backfill | επίχωση |
backfiller | μηχάνημα επανεπίχωσης |
backfilling | πλήρωση |
backhoe loader | φορτωτής με ανεστραμμένο κάδο |
backhoe shovel; bachacter | μηχανικό πτύο ανεστραμμένου κάδου |
backup Power Generator (BPG) | εφεδρικό Ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος (ΕΗΖ) |
backwater curve | καμπύλη υπερύψωσης |
baffle block; impact block | προεξοχή πρόσκρουσης |
baffle wall | τοιχείο πρόσκρουσης (ηρέμησης) |
balance | ισολογισμός |
balanced cut and fill | εξίσωση χωματισμών |
balanced gate | θυρόφραγμα με εξισορροπημένες πιέσεις |
balancing storage; conservation storage | όγκος αποθήκευσης για εφεδρεία |
ball mill | τριβείο με σφαίρες |
balustrade, Parapet | στηθαίο, θωράκειο |
balustrade, Parapet | στηθαίον θωράκειον |
banded pipe | αγωγός με περιμετρικές ενισχύσεις |
bank storage; ground storage | υπόγεια αποθήκευση στις όχθες και στην κοίτη |
bank | όχθη |
bankruptcy | πτώχευση, χρεοκοπία |
bar hooked at both ends | ράβδος με άγκυστρα στα δύο άκρα |
bar hooked at one end | ράβδος με άγκιστρο στο ένα άκρο |
bar mill | τριβείο με ράβδους |
bar spacing (centre to centre) | απόσταση ράβδων (από άξονα σε άξονα) |
bar; sand bank | προσχωσιγενής έξαρση |
barge | φορτηγίδα |
barrage gate | θυρόφραγμα κινητού φράγματος |
barrage power station; barrier power station | σταθμός παραγωγής - φράγμα |
barrage; gate-structure dam | φράγμα με θυροφράγματα, σε όλο το μήκος(κινητό φράγμα) |
barrier | στηθαίο |
basalt | βασάλτης |
bascule bridge | ανυψούμενη γέφυρα |
base load plant | σταθμός βάσης |
base load power station | σταθμός βάσης |
base of the excavation | βάση εκσκαφής |
base thickness | πάχος στη βάση (για φράγματα από σκυρόδεμα) |
base width | πλάτος βάσης (για άλλα φράγματα) |
baseline | βάση για γεωδαισία |
basement; bottom; substratum | υπόβαθρο |
basic Design | βασικός Σχεδιασμός |
basin | καθίζησης |
basin; pool; reservoir (pumped storage scheme); pond | δεξαμενή, λιμνοδεξαμενή |
batching | παραγωγή (ανάμιξη) |
bathyscope | βαθυσκόπιο, βαθυσκάφος |
batter | κλίση (ως προς την κατακόρυφη) |
beach | αιγιαλός, παραλία |
beacon (any structure to make a point observable from a distance for surveying or navigation | φάρος, επισήμανση (κάθε κατασκευή που κάνει ένα σημείο ευδιάκριτο για τοπογραφική χρήση ή πλοήγηση) |
beacons Y | μάρτυρες τύπου Υ |
beam | δοκός |
bearing capacity | φέρουσα ικανότητα |
bearing test | δοκιμή φέρουσας ικανότητας |
bearing | σκόπευση |
bed load; bed load sediment | στερεοπαροχή συρόμενων υλικών |
bed slope | κλίση πυθμένα |
bed total transport | μεταφορά συρόμενων υλικών |
bed | κοίτη |
bed | στρώση |
bedding mortar | κονίαμα προετοιμασίας αρμού |
bedding | στρωσιγένεια, διάταξη στρωμάτων |
bedrock | βραχώδες υπόβαθρο |
behaviour of dam | συμπεριφορά φράγματος |
behaviour | συμπεριφορά |
bellmouth orifice | κωδωνοειδες στόμιο |
bellmouth spillway; morning glory spillway | χοανοειδής εκχειλιστής |
belt conveyor | μεταφορέας με ιμάντα, μεταφορική ταινία |
belt loader | φορτωτής με ιμάντα |
bench excavation | εκσκαφή Β φάσης |
bench mark (BM) | ρέπερ (χωροσταθμική αφετηρία) |
benched excavation | εκσκαφή με αναβαθμούς |
benching fashion | κλιμακωτή διάστρωση |
bend corner, turn | καμπύλη, καμπυλότης |
bend corner, turn | καμπύλη, καμπυλότητα |
bend | καμπή, στροφή |
bending schedule | πίνακες οπλισμού |
bending test | δοκιμή σε κάμψη |
benefit | όφελος |
bent bar | λοξή (κεκαμμένη) ράβδος |
berm | αναβαθμός |
berm, Benking | πρανούς, αναβαθμός |
berth | αγκυροβόλιο |
bevel gear | κωνικό γρανάζι |
bidder | πλειοδότης |
bidding | πλειοδοτικός διαγωνισμός, πλειοδοσία |
bifurcation | διακλάδωση (απλή) |
bill of Quantities | προμέτρηση |
bill | νομοσχέδιο |
bin; hopper | χοάνη τροφοδοσίας |
binder | συνδετική ύλη |
bit; cutting edge | διατρητική κεφαλή, κόρωμα |
bitumen (general term) | ασφαλτικά (γενικά) |
bitumen grout | ασφαλτικό ένεμα |
blackmail | εκβιασμός |
blast furnace cement | σκυρόδεμα υψικαμίνου |
blast hole; drillhole | διάτρημα |
blaster; exploder | πυροκροτητής |
blasting | ανατίναξη |
blasting; plastering; pop shooting | ανατίναξη, φουρνέλο |
bleeding | ανάδυση ασφάλτου |
bleeding | έκχυση (νερού) |
blinding concrete; screed concrete | σκυρόδεμα τελικής μόρφωσης επιφάνειας |
block | μονόλιθος |
blondin; cable crane; cableway | καλωδιογερανός |
blower | ανεμιστήρας εισαγωγής |
board; plank | σανίδα |
boating pool | λίμνη λεμβοδρομιών |
body of dam; mass of dam | σώμα του φράγματος |
bona fide | καλή τη πίστει |
bond strenght | αντοχή σε συνάφεια |
bonding | συγκόλληση |
bonus | επιμίσθιο, prime, bonus |
boom | πλωτό ζεύγμα (πλωτή κατασκευή ζεύξης) |
bOQ (Bill of Quantities) | πίνακας Ποσοτήτων |
border line | λωρίδα- γραμμή καθοδηγήσεως |
border line | λωρίς- γραμμή καθοδηγήσεως |
bore hole | διάτρημα |
borehole equipment | εξοπλισμός γεώτρησης |
borehole log; drillhole log | γεωλογική τομή γεωτρήσεως |
borehole | γεώτρηση - διάτρηση |
borehole | κρουστική γεώτρηση |
boring | διάτρηση, διάνηξη σύραγγας |
boring | κρουστική διάτρηση |
borrow area | δανειοθάλαμος |
borrow material | υλικό δανειοθαλάμων |
borrow pits | δανειοθάλαμοι |
borrow pits | χωματερή προσωρινής εναπόθεσης |
borrow-pits | τάφρος δανείων |
bottom ash | τέφρα καμίνων |
bottom dumping | εκφόρτωση από τον πυθμένα |
bottom gate; bottom valve | θυρόφραγμα ή βαλβίδα πυθμένα |
bottom outlet | εκκενωτής πυθμένα |
bottom sluice gate; ground sluice gate | επίπεδο θυρόφραγμα πυθμένα |
boulders | λατύπες |
boulders | ογκόλιθοι |
boundary conditions | οριακές συνθήκες |
boundary layer | οριακό στρώμα |
boundary marker; boundary monument | ορόσημο |
box culvert | κιβωτοειδές τεχνικό |
bracing (diagonal) | διαγώνια αντηρίδα, αντιστήριξη |
branch (of a river) | κλάδος (ποταμού) |
break up (of ice) | θραύση φράγματος πάγου |
breakdown | αναλυτική παράθεση |
breakdown | διακοπή (λειτουργίας) λόγω βλάβης |
break-even cost | οριακό κόστος, κόστος ισορροπίας |
breccia | λατυποπαγές |
breeding ground; breeding place | τόπος αναπαραγωγής |
bridge girder | δοκός γέφυρας |
bridge piling | φρεατοπάσαλοι |
brittle coating | εύθραυστη επίστρωση |
broad crested weir | εκχειλιστής πλατειάς στέψης |
brook; creek | ρυάκι |
brush - wood | φυτεία θάμνων |
bucket auger | ελικοφόρος εδαφολήπτης με διάτρητο στέλεχος (κορμό) |
bucket basin with sill | λεκάνη αποτόνωσης με κυκλική σκάφη αναπήδησης με αναβαθμό, βυθισμένη |
bucket basin | λεκάνη αποτόνωσης με κυκλική σκάφη αναπήδησης |
bucket conveyor | μεταφορέας με κάδους, καδοφόρος μεταφορέας |
bucket excavator | καδοφόρος εκσκαφέας |
bucket pump | αντλία μπετού |
bucket wheel excavation | εκσκαφέας με καδοφόρο τροχό |
buckets | κοπίδια διατρητικής κεφαλής |
buffer | εμπόδιο οχήματος |
buffer | εμπόδιον οχήματος |
bulk cement | τσιμέντο σε χώμα |
bulk density | πυκνότητα όγκου ή φαινόμενα βάρους |
bulk rockfill; dumped rockfill | ατάκτως αποτιθέμενο υλικό λιθορριπής |
bulked volume | χαλαρός όγκος (όγκος με επίπλησμα) |
bulkhead gate | δοκοί έμφραξης |
bulkhead; plug | πώμα έμφραξης (σήραγγας) |
bulking factor | συντελεστής επιπλήσματος |
bulking | επίπλησμα |
bulldozer | προωθητήρας, μπουλντόζα |
bund | ανάχωμα προστασίας |
bundled bars | ομάδες εφαπτόμενων ράβδων |
buoyancy | άνωση |
buoyancy | πλευστότητα |
buried power station | σταθμός παραγωγής σε όρυγμα |
bus bay | εσοχή στάσεως |
bus station | θέση στάσεως λεωφορέιων |
busbar gallery; busbar tunnel | στοά ζυγών γεννητριών, σήραγγα ζυγών γεννητριών |
butterfly valve | βαλβίδα πεταλούδας |
buttress dam | αντιριδωτό φράγμα |
buttress spacing; distance between buttress centres | απόσταση αντηρίδων |
buttress splay | ενίσχυση στη βάση αντηρίδας |
buttress strut | εγκάρσια δοκός μεταξύ αντηρίδων |
buttress web | κορμός αντηρίδας |
buttress | αντηρίδα |
by electrical resistance | με ηλεκτρική αντίσταση |
by magnetic induction | με μαγνητική επαγωγή |
bypass gear | παρακαμπτήριος αγωγός |
bypass valve | παρακαμπτήρια βαλβίδα |
bypass | παρακαμπτήρια οδός, παράκαμψη |
c' Type Bank | τράπεζα Τύπου Γ |
c.p. (concession Project) | ε.π. (έργο Παραχώρησης) |
cA | σύμβαση Παραχώρησης |
cable tunnel | σήραγγα καλωδίων |
cable; rope; wire rope | καλώδιο συρματόσχοινο |
cablecar | τελεφερίκ, καμπίνα εναέριου σιδηροδρόμου |
cableway; aerial cableway | καλωδιογέφυρα μεταφοράς |
cadastral | κτηματολόγιο |
cadastre, cadaster | (δημόσιο) κτηματολόγιο, αρχείο υποθηκοφυλακείου |
calibration curve | καμπύλη βαθμονόμησης |
calibration | βαθμονόμηση |
california switch | δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη στα Ελληνικά |
call upon (to officially ask someone to do something) | εφεσιβάλλω, προσφεύγω |
calorimeter | θερμιδόμετρο |
camber | καμπυλότητα καταστρώματος |
camp site | χώρος κατασκήνωσης |
canal | διώρυγα (τεχνητή) |
canteen | καντίνα, κυλικείο |
cantilever buttress dam | αντηριδωτό φράγμα με προβόλους |
cantilever; cantilever element | πρόβολος |
canyon | κάνιον, μεγάλο φαράγγι |
cap; helmet | προστατευτική κεφαλή (πασσάλου ή πασσαλοσανίδας) |
capital cost | κόστος επένδυσης |
capital, caps | κεφάλαιο |
capping plate | πλάκες επικάλυψης δοκιμίου κατά την φόρτιση |
car | αυτοκίνητο |
caravan site | χώρος κατασκήνωσης για τροχόσπιτα |
carbon steel | κοινός χάλυβας (ανθρακούχος χάλυβας) |
carriage-way, Track | λωρίδα κυκλοφορίας |
cartography | χαρτογραφία |
case hardened steel | χάλυβας επιφανειακής σκλήρυνσης |
casing | σωλήνωση γεώτρησης |
catchment area | επιφάνεια λεκάνης απορροής |
catchment boundary | όριο λεκάνης απορροής |
catchment; catchment area; drainage area; drainage basin | λεκάνη απορροής |
caterpillar gate | ερπυστριοφόρο θυρόφραγμα |
cause and effect relationship | σχέση αιτίου και αιτιατού |
cavern | υπόγειος θάλαμος, καβέρνα |
cavity grouting; backfill grouting | ενέσεις (τσιμεντενέσεις) πλήρωσης |
cBM concrete base material | κ.θ.α |
cement content | περιεκτικότητα σε τσιμέντο |
cement grout | τσιμεντένεμα |
cement mortar | τσιμεντοκονίαμα |
cement paste | τσιμεντοπολτός |
cement rendering | επίστρωση με τσιμεντοκονία |
cement tubes | τσιμεντοσωλήνας |
cement | τσιμέντο |
center lane | μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας |
center reserve | κεντρική νησίδα |
centering | κεντρικός ξυλότυπος |
central angle (angle subtended at the centre of a circular arc) | επίκεντρη γωνία |
central recording station | κεντρικός καταγραφικός σταθμός |
centre of buoyancy | κέντρο άνωσης |
certified copy | επικυρωμένο φωτοαντίγραφο |
cession, granting, transfer | (ως πράξη ή ως αντικείμενο:) εκχώρηση παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων ή δικαιωμάτων |
chain bucket loader | καδοφόρος φορτωτής, φορτωτής με σειρά κάδων |
chairs (to support layers of reinforcement) | υποθέματα υποστήριξης ράβδων |
chamber | επιμελητήριο |
chamfered kerb | κράσπεδο αποτετμημενης ακμής |
chamfering tool | εργαλείο λοξότμησης ακμών |
change of course | αλλαγή ροής |
changing room | αποδυτήρια |
channel | διώρυγα |
dependable discharge" | εγγυημένη παροχή ή πρωτεύουσα παροχή |
diversion aqueducts | σήραγγες, διώρυγες και αγωγοί προσαγωγής στον (εμπλουτισμό του) ταμιευτήρα |
diversion canal | διώρυγα εκτροπής |
diversion dam; diversion weir | φράγμα εκτροπής |
diversion intake | έργο εισόδου προσωρινής εκτροπής (ποταμού) |
diversion tunnel | σήραγγα εκτροπής |
diving pump | αντλία κατάδυσης |
diving suit | στολή δύτη, σκάφανδρο |
divisional island | διαχωριστική νησίδα |
dolomite | δολομίτης |
dolphin | πασσαλόπηγμα αγκυροβολίου |
double curvature arch dam | κυλινδρικό τοξωτό φράγμα |
double layer lining | επένδυση με διπλή στρώση |
double leaf vertical lift gate | κατακόρυφο ανυψούμενο θυρόφραγμα με δύο φύλλα |
dowel bars | αναμονές |
downstream fairing (of pier) | κατάντη μέτωπο μεσοβάθρου |
downstream slope (batter not in common use) | κατάντη κλίση |
downstream | κατάντη |
draft report | έκθεση σε σχέδιο |
draft | προσχέδιο |
draft; draught | βύθισμα (ελάχιστο βάθος νερού για ναυσιπλοΐα) |
draftsman | σχεδιαστής (τεχνικός που εκπονεί το σχέδιο) |
drag bits | σταθερά βίδια |
drain discharge | παροχή στραγγιστηρίου |
drain pipes | αποστραγγιστικοί σωλήνες |
drain valve; scour valve; wash out valve | βαλβίδα καθαρισμού ή έκπλυσης ή αποστράγγισης |
drain | στραγγιστήριο |
drainage blanket | κατάντη στραγγιστήριο |
drainage collector | συλλεκτήρας αποστράγγισης |
drainage curtain | κουρτίνα αποστράγγισης |
drainage ditch | εξυγιαντικό ρείθρο |
drainage ditch | εξυγιαντικό ρείθρον |
drainage gallery | σήραγγα αποστράγγισης |
drainage layer | αποστραγγιστική στρώση |
drainage layer | στρώση στράγγισης |
drainage pipe (perforated) | στραγγιστήριος σωλήνας (διάτρητος) |
drainage system (for a structure) | σύστημα αποστράγγισης |
drainage wells | αποστραγγιστικά φρέατα |
drainage works | αποχέτευση |
drainage | στραγγιστήριο |
drained test | δοκιμή με αποστράγγιση |
draughtsman | σχεδιαστής μηχανολογικών ή αρχιτεκτονικών σχεδίων |
drawdown curve | καμπύλη κατάπτωσης |
drawdown for inspection; emptying for inspection | εκκένωση για επιθεώρηση |
drawdown range | εύρος διακύμανσης στάθμης |
drawdown zone | ζώνη διακύμανσης στάθμης |
drawdown | πτώση στάθμης (σε σχέση με την μέγιστη) |
drawing | σχέδιο |
drawn steel wire | χαλύβδινο σύρμα ψυχρής εξελάσεως |
drawoff culvert | αγωγός εκκένωσης (στο σώμα του φράγματος) |
drawoff pipe | σωλήνας εκκένωσης |
drawoff tower; intake tower | πύργος υδροληψίας |
drawoff tunnel | σήραγγα εκκένωσης |
dredge | βυθοκόρος |
dredging | εκσκαφή με βυθοκόρο |
drier | ξηραντήρας |
driest period | ξηρότατη περίοδος, περίοδος μεγαλύτερης ξηρασίας |
drill hole | περιστροφική γεώτρηση |
drill rod | διατρητικό στέλεχος |
drilled drain hole | αποστραγγιστική οπή |
drilling | περιστροφική διάτρηση |
driving (of piles) | έμπηξη (πασσάλων) |
drop gate | καταπίπτον θυρόφραγμα |
drought | ξηρασία, ανομβρία |
drowned weir; submerged weir | βυθισμένος εκχειλιστής |
drum gate; sector gate | θυρόφραγμα σχήματος κυκλικού τομέα με υποδοχέα |
drum screen | κυλινδρικό κόσκινο |
dry batched concrete; dry mixed concrete | σκυρόδεμα αναμεμιγμένο εν ξηρώ |
dry pack concrete | ξηρό σκυρόδεμα πληρώσεως |
dry spell | περίοδος ξηρασίας (ανομβρία) |
dry stone fill | ξηρά επίχωση με λίθους |
dry stone pitching; dry laid masorny | ξερολιθιά |
dry tamped concrete | ξηρό σκυρόδεμα συμπυκνωμένο |
dry year | ξηρό έτος |
dryer | ξηραντήρας |
drying shrinkage | συστολή ξήρανσης |
dumper | ανατρεπόμενο φορτηγό |
durability | ανθεκτικότητα |
earnest, conscientious | φιλότιμος |
earth dam; earthfill dam | χωμάτινο φράγμα |
earth platform; rockfill platform | χωμάτινη (λιθόρριπη) πλατφόρμα |
earth termor; shake | σεισμική δόνηση |
earth works | χωματουργικά |
earth; soil | έδαφος, χώμα |
earthmoving plant operator | χειριστής χωματουργικού μηχανήματος |
earthmoving plant | χωματουργικά μηχανήματα, χωματουργικός εξοπλισμός |
earthquake of intermediate depth | σεισμός ενδιάμεσου βάθους (70-300 χλμ) |
earthquake; seism | σεισμός |
earthworks | χωματουργικές εργασίες |
easement boundary | περίμετρος περιοχής δουλείας |
echo sounder | ηχητικός βυθομετρητής |
ecologist | οικολόγος |
ecology | οικολογία |
economic evaluation of a project | οικονομική αξιολόγηση ενός Έργου |
economic impact (of environmental factors) | οικονομικές επιπτώσεις (των περιβαλλοντολογικών παραγόντων) |
economic impact evaluation (of environmental factors) | εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων (των περιβαλλοντολογικών παραγόντων) |
economicworth of a project | οικονομική αξία ενός Έργου |
eddy | στροβιλισμός |
effective cohesion | ενεργή συνοχή |
eIA | μΠΕ - Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων |
eigenvalue | ιδιοτιμή |
eigenvector | ισιοδιάνυσμα |
elastic deformation | ελαστική παραμόρφωση |
elasto-plastic analysis | ελαστοπλαστική ανάλυση |
electricity supply | παροχή ηλεκτρισμού |
element, component, part | στοιχείο |
elevating loader | ανυψωτικός φορτωτής |
elevation of top of dam | υψόμετρο στέψης |
elevation | ύψωση |
ellipse of errors | έλλειψη σφαλμάτων |
elliptical arch dam | τοξωτό φράγμα με ελλειπτικά τόξα |
embankment dam; fill dam | χωμάτινο φράγμα |
embankment materials | υλικά επιχωμάτων |
embankment | ανάχωμα, επίχωμα |
embankment | ανάχωμα, φράγμα |
embedded pipe cooling | ψύξη με ενσωματωμένες σωληνώσεις |
embedded stone pitching | λιθένδυση σε υπόστρωμα κονίας |
embedded | ενσωματωμένος |
emergency cross passages | σήραγγες διαφυγής |
emergency gate | θυρόφραγμα ασφαλείας |
emergency lane | λωρίδα εκτάκτου ανάγκης |
emergency spillway | εκχειλιστής ασφαλείας (έκτακτης ανάγκης) |
emergency | κατάσταση έκτακτης ανάγκης |
employer | εργοδότης |
emptying | εκκένωση (πλήρης) |
end bearing design value | φέρουσα ικανότητα σχεδίασης |
endorsement | οπισθογράφηση, προσυπογραφή, έγκριση |
energy dissipation | αποτόνωση (καταστροφή ενέργειας) |
energy dissipator | κατασκευή αποτόνωσης (καταστροφής) ενέργειας |
energy line; energy grade line (E.g.l) | γραμμή ενέργειας ή γραμμή φορτίου |
engineer | μηχανικός έχων τη συνολική ευθύνη μελέτης και επίβλεψης της κατασκευής |
engineering geology | τεχνική γεωλογία |
engineering | μελέτη, σχεδιασμός |
entity | οντότητα |
environment control (protection and improvement) | προστασία περιβάλλοντος (και βελτίωση) |
environment | περιβάλλον |
environmental factors | περιβαλλοντολογικοί παράγοντες |
environmentalists | περιβαλλοντολόγοι |
epicentre | επίκεντρο |
epigenesis | επιγένεση |
epilimnion | επιλίμνιο |
epoxy resin | εποξειδική ρητίνη |
epoxy | εποξειδικός |
equalizing layer | απισωτική στρώση |
equipment for placing concrete by compressed air | εξοπλισμός σκυροδέτησης με πεπιεσμένο αέρα |
equipment | εξοπλισμός |
equipotential line | ισοδυναμική γραμμή |
equipped | εξοπλισμένο |
eRDF | κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης |
erection and dismantling bay | χώρος συναρμολήγησης και αποσυναρμολόγησης |
erection bay | χώρος συναρμολήγησης |
erection equipment | εξοπλισμός συναρμολήγησης |
erection | εγκατάσταση |
erodible material | διαβρώσιμο υλικό |
erosion | διάβρωση |
erratic block | ξενόλιθος αποτιθέμενος από παγετωνική δράση |
estimated cost | προϋπολογισμός Έργου (Εκτίμηση σε στάδιο προμελέτης) |
estuary | στόμιο ποταμού |
eutrophication | ευτροφισμός |
evaluation | αξιολόγηση |
evaporation losses | απώλειες εξάτμισης |
evaporation pan | εξατμισιμετρική λεκάνη |
evaporation | εξάτμιση |
evaporimeter | εξατμισίμετρο |
evapotranspiration | εξατμισοδιαπνοή |
event of Delay Make Up | αποκατάσταση Γεγονότος Καθυστέρησης |
events of Delay | γεγονότα Καθυστέρησης |
excavated material | προϊόν εκσκαφής |
excavation in bulk; general excavation | γενική εκσκαφή |
excavation in open cut | υπαίθρια εκσκαφή |
excavation plant | εκσκαπτικά μηχανήματα, εκσκαπτικός εξοπλισμός |
excavation | εκσκαφέας, εκσκαφή |
excavation;cut | όρυγμα εκσκαφής |
exclusive partial deadline achievement date | ημερομηνία επίτευξης αποκλειστικής τμηματικής προθεσμίας |
exclusive partial deadline work completion certificate | βεβαίωση περάτωσης εργασιών αποκλειστικής τμηματικής προθεσμίας |
exclusive partial deadlines | αποκλειστικές τμηματικές προθεσμίες |
existing Sections | υφιστάμενα Τμήματα |
expanding cement | διαστελόμενο τσιμέντο |
expansion gallery | σήραγγα εκτόνωσης |
expansion joint | αρμός διαστολής |
exploratory trench | ερευνητική τάφρος |
explosive charge | εκρηκτικό γέμισμα |
explosive | εκρηκτικά |
explosive | εκρηκτική ύλη |
exposure to sunlight | ηλιοφάνεια |
express | σαφής, εκπεφρασμένος |
expropriate | απαλλοτριώνω, απαλλοτρίωση |
expropriation | απαλλοτρίωση |
extension of time | παράταση προθεσμίας |
extensive Force Majeure Events | παρατεταμένα Γεγονότα Ανωτέρας Βίας |
extensometers | μηκυνσιόμετρα |
extensonmeter; strain gauge; strain meter | μηκυνσιόμετρο |
extenuate | αμβλύνω, μετριάζω |
external pressure | εξωτερική πίεση |
external | εξωτερικός |
extraction (of piles) | εξαγωγή (πασσάλων) |
extraction apparatus | συσκευή απασφάλτωσης |
extraction | εξόρυξη, λατόμευση, μετάλλευση |
extractor | ανεμιστήρας εξαγωγής (αναρρόφηση) |
extrados | εξωράχιο |
extrusion | εξόλκευση |
extrusive rock | πέτρωμα εκχύσεως |
ex-works price | τιμή στο εργοστάσιο (τιμή εξοπλισμού παραδοτέου στο εργοστάσιο) |
face shovel | μηχανικό πτύο με εμπρόσθιο κάδο |
face | παρειά, μέτωπο |
facing | επάλειψη ανάντη πρανούς |
facing | επένδυση παρειάς (μετώπου) |
factible | πραγματοποιήσιμος, εφαρμόσιμος |
factor of safety | συντελεστής ασφαλείας |
failure load | φορτίο θραύσης (αστοχίας) |
failure of dam | αστοχία φράγματος |
failure | αστοχία |
fall in water level | πτώση, ταπείνωση στάθμης νερού |
false set | πρόωρη πήξη ή ψευδόπηξη |
fat clay | παχιά άργιλος |
fault gouge (material) | υλικό πληρώσεως ρήγματος |
fault | πήγμα |
feasibility report | έκθεση σκοπιμότητας, έκθεση τεχνικοοικονομικής ευστάθειας |
feasibility study | μελέτη σκοπιμότητας, μελέτη τεχνικοοικονομικής ευστάθειας |
feasible | εφικτός |
feed pipe | σωλήνας τροφοδοσίας |
feed regulator | δοσομετρητής, ρυθμιστής τροφοδοσίας |
feeder | τροφοδοτήρας |
fencing | περίφραξη με συρματόπλεγμα |
fencing | περίφραξις δια συρματοπλέγματος |
fertilizer | λίπασμα |
fetch | ανάπτυγμα κυματισμού ή απόσταση επενέργειας ανέμου |
fiber reinforced concrete | ινοπλισμένο εκτοξευμένο σκυρόδεμα, σκυρόδεμα οπλισμένο με ίνες |
fiduciary | πιστωτικός, καταπιστευματικός |
field boreholes | πραγματοποίηση γεωτρήσεων |
fill materials | εδαφικά υλικά |
fill slope | πρανές επιχώματος |
fill | επίχωση |
filler extraction | μείωση παιπάλης |
filler | παιπάλη (Filler) |
filling (action) | γέμισμα, πλήρωση (ενέργεια) |
filter; filter zone | φίλτρο, ζώνη φίλτρου |
final acceptance | οριστική παραλαβή |
final account | τελικό τίμημα, πιστοποίηση |
final design | οριστική μελέτη, μελέτη κατασκευής |
final lining | επένδυση |
final report | τελική έκθεση |
final set | τέλος πήξης |
financial provision for renewal | οικονομική πρόβλεψη για ανανέωση |
financing | χρηματοδότηση, επιδότηση ή επιχορήγηση |
fine aggregate | λεπτόκοκκα αδρανή |
fine screen; fine rack | ψιλή εσχάρα |
finely laminated clay (marine or lacustrine) | λεπτοστρωματωμένη άργιλος |
fineness modulus | μέτρο λεπτότητας |
finger drains | σειρά παραλλήλων ζωνών αποστράγγισης |
finisher | διαστρωτής |
finishing coat | τελική επίστρωση |
finishing machine; finisher | μηχανή διάστρωσης σκυροδέματος |
finishing | μόρφωση τελικής επιφάνειας |
finite element method | μέθοδος πεπερασμένων στοιχείων |
firing initiating | πυροδότηση |
firm capacity; firm power; dependable capability (MW), firm discharge; guaranteed flow | πρωτεύουσα (Εγγυημένη) ισχύς (MW) |
firm output (GWh) | πρωτεύουσα ενέργεια (Gwh) |
firm peak capability (MW) | πρωτεύουσα ισχύς αιχμής (MW) |
first stage concrete | σκυρόδεμα 1ου σταδίου |
fish facility | έργο για τη δίοδο των ψαριών |
fish ladder | ιχθυόσκαλα (κλιμακωτή διάβαση ψαριών) |
fish lift | αναβατήρας ψαριών |
fish lock | ιχθυοκλεισιάδα |
fish pass; fishway | δίοδος των ψαριών |
fishery hatcherny | ιχθυοτροφείο |
fishery matters | θέματα αλιείας |
fishery requirements | απαιτήσεις αλιείας |
fishing | ψάρεμα |
fissured rock | ρηγματομένος βράχος |
fixed arch | πακτωμένο τόξο |
fixed charges | πάγιες δαπάνες, πάγιο κόστος |
fixed wheel gate; fixed roller gate; fixed axle gate(US) | κυλιόμενο θυρόφραγμα |
fixed-crest weir | φράγμα εκτροπής με μόνιμη στέψη |
fixing (means of fixing things to concrete) | στερέωση (μέσα στερέωσης αντικειμένων στο σκυρόδεμα) |
flakiness index | δείκτης πλακοειδούς/ δοκιμές προσδιορισμού σχήματος κόκκων |
flap gate | κατακλινόμενο θυρόφραγμα (σε κατώφλι ή άνοιγμα) |
flap valve | κατακλινόμενη δικλείδα στο άκρο αγωγού |
flap(on a radial gate) | κλαπέτο (σε τοξωτό θυρόφραγμα) |
flaring | διεύρυνση |
flash flood | στιγμιαία πλημμύρα |
flash kerb | κράσπεδο ισόπεδο (ενσωματωμένο) |
flash set | στιγμιαία πήξη |
flashboards | πρόχειρες δοκοί ανύψωσης στέψης εκχειλιστή |
flat slab dam; ambursen dam; deck dam | φράγμα με αντηρίδες και επίπεδες πλάκες ανάντη |
flat wheel roller | κυλινδροσυμπιεστής (οδοστρωτήρας) με λείο κύλινδρο |
flat-jack test | δομική επιπέδου γρύλλου |
flexure meter | μετρητής κάμψης |
flight lines | γραμμές(άξονες) πτήσης |
flight plan | σχέδιο πτήσης |
flintstone | κερατολιθικό πέτρωμα |
flip bucket; deflector bucket | κατασκευή αναπήδησης (μη βυθισμένη) |
float chamber | θάλαμος πλωτήρα |
float measurement | μέτρηση παροχής με πλωτήρα, υδρομέτρηση με πλωτήρα |
float | πήχης διάστρωσης |
float | πλωτήρας |
floated finish | μόρφωση με πήχη |
floating debris pass | δίοδος εκκένωσης επιπλέοντων φερτών υλικών |
floating debris; floating material; trash(US) | επιπλέοντα φερτά υλικά |
floating ice | επιπλέον πάγος |
floating | μόρφωση με πήχυ |
floc | θρόμβος, κροκίς |
flocculated clay | κροκιδωμένη άργιλος |
flocculation | θρόμβωση, κροκίδωση |
flood control dam | φράγμα ελέγχου πλημμύρων |
flood control outlet works (eg gated spillway, orifice spillway) | έργα ελέγχου (παροχέτευσης) πλημμύρων (εκχειλιστής) |
flood control reservoir | ταμιευτήρας ελέγχου πλημμύρων |
flood control | έλεγχος πλημμύρων |
flood embankment; levee; flood bank | αντιπλημμυρικό ανάχωμα |
flood flow | πλημμυρική παροχή |
flood forecast | πρόβλεψη πλημμυρών (πρόγνωση πλημμύρων) |
flood gate operating instructions | οδηγίες λειτουργίας θυροφραγμάτων εκχειλιστή |
flood hydrograph | υδρογράφημα πλημμύρας |
flood irrigation | άρδευση με κατάκληση |
flood marker | ίχνος πλημμύρας |
flood peak | αιχμή πλημμύρας |
flood plain | κοίτη πλημμύρων |
flood prediction system | σύστημα πρόβλεψης ή πρόγνωσης πλημμύρων |
flood probability | πιθανότητα πλημμύρας |
flood protection | αντιπλημμυρική προστασία |
flood records | μετρήσεις (καταγραφές) πλημμύρων |
flood storage | όγκος προβλεπόμενος για αποθήκευση πλημμυρικών παροχών |
flood surcharge; surcharge | ανύψωση στάθμης κατά την παροχέτευση πλημμύρας |
flood wall | αντιπλημμυρικός τοίχος |
flood warning | προαγγελία πλημμύρας |
flood wave | πλημμυρικό κύμα |
flood | πλημμύρα |
flooded (permanently); inundated | πλημμυρισμένος (μόνιμα) |
flooded (temporarily) | πλημμυρισμένος (πρόσκαιρα) |
floor covering | επίστρωση δαπέδου |
floor | δάπεδο |
flora | χλωρίδα |
flow deficiency | έλλειμμα ροής |
flow duration curve | καμπύλη διάρκειας παροχών |
flow expressed as a ratio of mean flow | παροχή εκφρασμένη σαν ποσοστό της μέσης παροχής |
flow gauging station | υδρομετρικός σταθμός |
flow gauging weir; measuring weir | εκχειλιστής μέτρησης παροχής |
flow gauging | μέτρηση ροής, καταγραφή παροχής |
flow line; streamline | γραμμή ροής |
flow measurement | μέτρηση παροχής |
flow rating curve (for flow gauging station) | καμπύλη στάθμης - παροχής σταθμού μέτρησης παροχής |
flow | ροή, παροχή |
flow; discharge; yield | ροή, παροχή |
fluctuation (of water level) | διακύμανση στάθμης ταμιευτήρα |
fluid mechanics | μηχανική των ρευστών |
flume | αρδευτικό καναλέτο |
flume | διαφανής υδαταγωγός εργαστηρίου |
flume | υδαταγωγός |
flume | υδατογέφυρα |
flush | επίπεδος και κοίλη |
flushing channel; flushing canal | διώρυγα έκπλυσης προσχώσεων |
fly ash; pulverised fuel ash (P.f.a) | ιπτάμενη τεφρά |
fOB (Free On Board) price | τιμή FOB |
focal distance | εστιακή απόσταση |
focus; hypocentre | εστία, υπόκεντρο |
fold | πτυχή |
foot way | πεζοδρόμιο |
footbridge | πεζογέφυρα |
force Majeure Events | γεγονότα Ανωτέρας Βίας |
force majeure | ανωτέρα βία |
force | δύναμη |
forced vibration | εξαναγκασμένη ταλάντωση |
forebay | είσοδος διώρυγας ή σήραγγας προσαγωγής |
forebay | στάθμη ανάντη (ενός Έργου) |
forebay;head pond | δεξαμενή φόρτισης |
foreman | εργοδηγός |
foreman | εργοδηγός (ο επικεφαλής των εργατών σε ένα έργο) |
foreshock | προσεισμός |
forfeiture of a bond | κατάπτωση εγγύησης |
fork | διακλάδωση |
forklift truck | περονοφόρος φορτωτής |
form hanger | αναρτήρας ξυλότυπου |
form of a tender | τύπος προσφοράς |
form tie | συνδετήρας, ελκυστήρας ξυλότυπου |
formally | τυπικά |
formation | κατάστρωμα οδού |
formation | κατάστρωμα οδού |
formwork vibrator | δονητής ξυλότυπου |
formwork | καλούπι |
formwork; form | ξυλότυπος |
forsee, anticipate | προβλεφθείς |
foundation level | έδαφος έδρασης |
foundation of dam | θεμελίωση φράγματος |
foundation rock | βράχος θεμελίωσης |
foundation slab | πλάκα θεμελίωσης |
foundation treatment | προετοιμασία θεμελίωσης |
fracture | θραύση |
fractured | κατακερματισμένο |
fraud | απάτη |
frazil slush; slush of frazil | γλοιώδης πάγος, παγόνερο |
frazil; frazil ice | παγόνερο |
free draining materials | αποστραγιστικά υλικά |
free eddy | ελεύθερος στροβιλισμός |
free fall weir | εκχειλιστής ελεύθερης πτώσης |
free jet chute | κεκλιμένη διώρυγα (διώρυγα πτώσης) με μηκοτομή που αντιστοιχεί σε τροχιά ελεύθερης δέσμης |
free surface flow | ροή με ελεύθερη επιφάνεια |
freeboard | περιθώριο ασφαλείας (από την ανώτατη στάθμη λειτουργίας) |
friction course | αντιολισθηρή στρώση |
friction losses | απώλειες τριβής |
friction | τριβή |
front embankment | μετωπικό ανάχωμα |
front loading shove | φορτωτής |
frost action | δράση παγετού |
frost blanket | αντιπαγετική στρώση |
frost heave | διόγκωση εδάφους λόγω παγετού |
frost heave | διόγκωση, ανύψωση από παγετό |
frost | παγετός |
frozen soil | παγωμένο έδαφος |
fuel cost | κόστος καυσίμου |
full face excavation | ολομέτωπη διάνοιξη |
full face machine | μηχάνημα διάνοιξης σηράγγων με ολομέτωπη προσβολή |
fundamental | ουσιαστικός |
funds | κονδύλιο |
fuse plug spillway | εκχειλιστής με διαβρώσιμο ανάχωμα |
fuse | θρυαλλίδα |
gabbro | γάβρος |
gabion dam | φράγμα από συρματοκιβώτια |
gallery | στοά (στο σώμα μιας κατασκευής) |
game birds | κυνηγετικά πουλιά |
gantry crane | πλαισιωτή γερανογέφυρα |
gap grading | ασυνεχής διαβάθμιση |
garage | σταθμός αυτοκινήτων |
gate chamber; valve chamber | θάλαμος θυροφραγμάτων, θάλαμος βαλβίδων |
gate champer; valve chamber | χώρος χειρισμού θυροφραγμάτων, χώρος χειρισμού βαλβίδων |
gate control house | θάλαμος χειρισμού θυροφραγμάτων |
gate shaft | φρέαρ (πηγάδι) Θυροφραγμάτων |
gate | θυρόφραγμα |
gauge, Track (of vehicle) | τροχιά |
gauged flow | μετρούμενη, καταγραφόμενη παροχή |
general arrangement of works | γενική διάταξη των έργων |
general Secretariat of Public Works | γενική Γραμματεία Δημοσίων Έργων (ΓΓΔΕ) |
generated data; synthetic data | συνθετικές υδρολογικές σειρές |
geodesy | γεωδαισία |
geodetic survey station | στάση γεωδαιτικών παρατηρήσεων |
geography | γεωγραφία |
geological profile; geological cross- section | γεωλογική τομή |
geophysical methods | γεωφυσικές μέθοδοι |
geotechnical investigations | γεωτεχνικές εργασίες/ έρευνες |
geotechnical | γεωτεχνία |
gin; crab; derrick | τρίποδο ανύψωσης |
give in | ενδίδω, υποχωρώ |
glacial threshold | παγετωνικό κατώφλι |
glacial till | μοραίνη |
glaciation | διάβρωση & ιζηματογένεση από δράση παγετώνων |
glacier | παγετώνας |
glass fibre reinforced concrete | σκυρόδεμα οπλισμένο με υάλινες ίνες |
global calculations | σφαιρικοί υπολογισμοί (με επιφάνεια αναφοράς τη σφαίρα) |
global coordinates | γενικές συντεταγμένες |
gneiss | γνεύσιος |
gold joint | ψυχρός αρμός (αρμός διακοπής εργασίας μη προβλεπόμενος) |
good Industry Practice | κανόνες της Τέχνης και της Επιστήμης |
gorge; revine | φαράγγι, χαράδρα |
grace period; exemption period | περίοδος χάριτος |
grader | ισοπεδωτής, ισοπεδωτήρας |
grading analysis | κοκκομετρική ανάλυση |
grading results | αποτελέσματα διαβάθμισης |
gradual transition | βαθμιαία συναρμογή |
gradually varied flow | βαθμιαία μεταβαλλόμενη ροή |
granding curve; particle size distribution curve | κοκκομετρική καμπύλη |
granging; particle size distribution | κοκκομετρική διαβάθμιση |
granite | γρανίτης |
grant | χορηγώ |
granular material | κοκκώδες υλικό |
graphical derivation (of results from data) | γραφική μέθοδος εξαγωγής αποτελεσμάτων |
graphical presentation of results | γραφική παράσταση αποτελεσμάτων |
grassed | νήσιδα μετά χλόης |
grassed | νήσις μετά χλόης |
grate | εσχάρα |
gravel pit | δανειοθάλαμος αμμοχαλίκου |
gravel trap | εκχαλικωτής, χαλικοσυλλέκτης |
gravel | χαλίκια |
gravity abutment (not in common use) | αντέρεισμα βαρύτητας |
gravity dam | φράγμα βαρύτητας |
grease | γράσσο |
green belt | ζώνη πρασίνου |
green concrete | νωπό σκυρόδεμα |
greenhouse effect | φαινόμενο θερμοκηπίου |
greenhouse | θερμοκήπιο |
greywacke | γραουβάκης |
grid roller | κυλινδροσυμπιεστής (οδοστρωτήρας) με εσχάρα |
grid | κάνναβο |
grievances | παράπονα, διεκδικήσεις |
grinder | τριβείο |
grip | αποχετευτικό ρείθρο |
grip | εγκάρσια αποστράγγισις |
grippers | σφιγκτήρες, σιαγώνες (παγιώσεως) |
groove; slot | εγκοπή |
grooving tool | φρέζα, εργαλείο κατασκευής εγκοπών |
gross head | ολικό φορτίο ή ακαθάριστο ύψος πτώσης |
gross output (GWh) | ακαθάριστη παραγωγή (Gwh) |
ground anchor; rock anchor | αγκύρωση βράχου, αγκύρωση εδάφους (με τένοντες ή ράβδους) |
ground line, natural ground | γραμμή φυσικού εδάφους |
ground moraine | μοραίνη ή λιθώνας πυθμένα (βάθους) |
groundwater drawdown | πτώση, ταπείνωση φρεάτιας στάθμης (ύψος) |
groundwater flow | παροχή υπόγειας ροής |
groundwater lowering | υποβιβασμός φρεάτιας στάθμης (ενέργεια) |
groundwater recharge | εμπλουτισμός υδροφορέα |
groundwater; aquifer (saturated zone below groundwater level) | υπόγεια νερά, υδροφορέας (κορεσμένη ζώνη από τον υπόγειο ορίζοντα) |
grout blanket | τάπητας ενέσεων (τσιμεντενέσεων) |
grout cell; grout compartment | διάκενο ενέσεων |
grout cut off; grout curtain | διάφραγμα τσιμεντενέσεων, κουρτίνα τσιμεντενέσεων |
grout groove | αυλάκωση ενέσεων |
grout hole | οπή ένεσης (τσιμεντένεσης) |
grout mixer | αναμικτήρας ενέματος |
grout pull out tests | δοκιμές εξόλκευσης αγκυρίων |
grout pump | αντλία ενέσεων (τσιμεντενέσεων) |
grout; grout mix | ένεμα |
grouted rock bolts | ενεματωμένοι ήλοι |
grouting equipment | εξοπλισμός ενέσεων (τσιμεντενέσεων) |
grouting gallery | στοά ενέσεων (τσιμεντενέσεων) |
grouting of rock anchorages | εφαρμογή τσιμεντενέματος σε αγκύρια |
grouting | ενέσεις, βελτίωση υπεδάφους με ενέσεις |
growing season | περίοδος βλάστησης |
groyne | πρόβολος αλλαγής κοίτης ποταμού |
guarantee Period of the Local Works (gPLW) | περίοδος Εγγύησης Τοπικών Έργων (ΠΕΤΕ) |
guarantee | εγγύηση |
guard gate; guard valve | θυρόφραγμα προστασίας, βαλβίδα προστασίας |
guard rail | προστατευτικό κιγκλίδωμα, μεταλλικό στηθαίο ασφαλείας |
guard rails | μεταλλικά στηθαία ασφαλείας |
guardrail, flexbeam guardrail | μεταλλικό στηθαίο ασφαλείας |
guide post, Delineator | στυλίσκος καθοδηγήσεως |
gunite | εκτοξευόμενη τσιμεντοκονία |
gutter channel | ρείθρο |
gutter paved | επενδεδυμένο ρείθρο |
gutter | ρείθρο |
gutter, chanel | αποχετευτικό ρείθρο |
gypsum | γύψος |
hammer drill | κρουστική σφύρα |
hammer mill | τριβείο με σφύρες |
hammer; ram; monkey | σφύρα, κριός |
hammer-grab | κρουστική αρπαγή |
hand placed rockfill; hand placed riprap(US) | χειρόθετη λιθένδυση |
handling equipment | εξοπλισμός διακίνησης |
hangar | υπόστεγο |
hard steel | σκληρός χάλυβας |
hardening | σκλήρυνση |
hardness test | δοκιμή σκληρότητας |
haunch | ενίσχυση στη στήριξη δοκού ή τόξου |
haunches | έρεισμα πλευρικό |
head gate | θυρόφραγμα κεφαλής |
head loss | απώλεια φορτίου |
head losses | απώλειες φορτίου |
head mast; headtower | σταθερός πυλώνας |
headquarters | έδρα |
headrace canal | διώρυγα προσαγωγής |
headrace tunnel | σήραγγα προσαγωγής ελεύθερης ροής |
headrace | διώρυγα προσαγωγής ή σήραγγα προσαγωγής ελεύθερης ροής |
headwater level | στάθμη λίμνης ή στάθμη ανάντη |
headwaters reservoir | ο πλέον ανάντη ταμιευτήρας |
headwaters | πηγές ποταμού |
headworks | έργα κεφαλής ή έργα υδροληψίας |
health and Safety Regulations | κανονισμοί Υγιεινής και Ασφάλειας |
heat of hydration | θερμότητα ενυδάτωσης |
heavy equipment manufacturer | κατασκευαστής του βαρέως εξοπλισμού |
heavy soil compactors | βαρείς δονητικοί οδοστρωτήρες |
heel of dam (concrete dams); upstream toe of dam (others) | ανάντη πόδι του φράγματος |
height above ground level | μέγιστο ύψος φράγματος (από το φυτικό έδαφος) |
height above lowest foundation of dam | μέγιστο ύψος φράγματος (απ’ τη θεμελίωση) |
heightening of a dam; raising | υπερύψωση φράγματος |
high alumina cement | τσιμέντο υψηλής περιεκτικότητας σε αργιλικά |
high bond reinforcing bars; deformed bars | ράβδοι οπλισμού με νευρώσεις |
high early strength cement | τσιμέντο υψηλής πρώιμης αντοχής |
high explosive | ακαριαία (Διαρηκτική ) εκρηκτική ύλη, εκρηκτική ύλη μεγάλης ταχύτητας εκτόνωσης |
high flood marker | ίχνος μεγάλης πλημμύρας |
high head scheme | έργο μεγάλου ύψους πτώσης |
high heat cement | τσιμέντο υψηλής θερμότητας ενυδάτωσης |
high level intake | υψηλή υδροληψία |
high lime fly ash | ιπτάμενη τέφρα με υψηλή περιεκτικότητα ασβεστίου |
high speed mixer | ταχυαναμικτήρας |
high tensile steel | χάλυβας υψηλής αντοχής |
hilltop reservoir | ταμιευτήρας στην κορυφή υψώματος |
hinder | επιβραδύνω |
hinged gate | αρθρωτό θυρόφραγμα |
hired plant; hired equipment | νοικιασμένα μηχανήματα, νοικιασμένος εξοπλισμός |
hoar frost | πάχνη, παγετός |
hoisting equipment | ανυψωτικός εξοπλισμός |
hollow block flooring | δάπεδο από δομικά στοιχεία |
hollow gravity dam; cellular gravity dam | φράγμα βαρύτητας με διάκενα |
hollow jet valve; hollow core valve(US) | βαλβίδα κυλινδρικής κοίλης φλέβας |
hollow stem auger | ελικοφόρος εδαφολήπτης με κάδο |
homogeneous earthfill dam | ομογενές χωμάτινο φράγμα |
homogenize | ομογενοποιώ |
honeycombing | εμφάνιση χαλικοφωλέων στην επιφάνεια |
hoop stress | περιφερειακή τάση |
horizontal axis mixer | αναμικτήρας οριζόντιου άξονα |
horizontal control network | οριζοντιογραφικό δίκτυο ελέγχου |
hornfels | κεροστίλβη |
hornstones | κερατόλιθοι |
hot pouring | διάστρωση εν θερμώ |
hot rolled deformed bars (ribbed) | ράβδοι με εγκάρσιες ορθές νευρώσεις |
hot rolled deformed bars (twisted and ribbed) | ράβδοι με λοξές νευρώσεις |
hotbins | θερμαινόμενες δεξαμενές |
hours of sunshine | ώρες ηλιοφάνειας |
howell-Bunger valve | βαλβίδα Howell-Bunger (βαλβίδα κωνικής κοίλης φλέβας) |
howsoever | οπωσδήποτε, με όποιο τρόπο |
humidity | υγρασία (αέρα) |
hunting | κυνήγι (έφιππο) |
hydraulic binder | υδραυλική κονία |
hydraulic fill dam | χωμάτινο φράγμα υδραυλικής διάστρωσης |
hydraulic gradient | υδραυλική πίεση |
hydraulic jump basin with impact blocks | λεκάνη αποτόνωσης μέσω υδραυλικού άλματος με προεξοχές πρόσκρουσης |
hydraulic jump basin | λεκάνη αποτόνωσης μέσω υδραυλικού άλματος |
hydraulic jump; standing wave | υδραυλικό άλμα |
hydraulic model | υδραυλικό ομοίωμα (μοντέλο) |
hydraulic radius; hydraulic mean depth | υδραυλική ακτίνα |
hydrodynamic pressure | υδροδυναμική πίεση |
hydroelectric dam; power dam | υδροηλεκτρικό φράγμα |
hydrograph | υδρογράφημα |
hydrological cycle | υδρολογικός κύκλος |
hydrological data | υδρολογικά στοιχεία |
hydrological records | υδρολογικές μετρήσεις (καταγραφές), υδρολογικά αρχεία |
hydrometric station | υδρομετρικός σταθμός |
hydrostatic pressure | υδροστατική πίεση |
hygrometer | υγρόμετρο |
hypolimnion | υπολίμνιο |
ice boom | πλωτό ζεύγμα συγκράτησης επιπλέοντος πάγου |
ice breaker | παγοθραυστικό |
ice chute | άνοιγμα διέλευσης πάγου |
ice control structure (Can) | κατασκευή ελέγχου επιπλέοντος πάγου |
ice cover; consolidated ice cover | στρώμα πάγου |
ice escape channel | διώρυγα για την εκκένωση πάγου |
ice formation around cables | δημιουργία πάγου γύρω από καλώδια |
ice jam | φράγμα παγόνερων |
ice lens | φακός πάγου |
ice load | φορτίο πάγου |
ice run | ρεύμα από πάγους |
ice sheet | στρώμα πάγου |
igneous rock; magmatic rock | εκρηξιγενές (πλουτωνικό) πέτρωμα |
imbedding | ενσωμάτωση |
immersed | βυθισμένος, εμβαπτισμένος |
immersion test | δοκιμή εμβάπτισης |
immersion vibrator; poker vibrator | δονητής μάζας |
impact basin | λεκάνη αποτόνωσης με πρόσκρουση (ίδιο με 81045) |
impervious soil | αδιαπέρατο εδάφους |
implementation (of a project, a stage) | ολοκλήρωση, αποπεράτωση (Έργου, βαθμίδας ανάπτυξης) |
impounding reservoir | ταμιευτήρας δημιουργούμενος από κατασκευή φράγματος σε κοιλάδα |
in fact | ουσιαστικά |
in its entirety | στο συνολό του |
in operation; in service | σε λειτουργία |
in situ concrete | επιτόπιο σκυρόδεμα |
in situ volume | όγκος υλικού επιτόπου, Φυσικός όγκος υλικού |
inactive storage | νεκρός όγκος ταμιευτήρα (από τον εκκενωτή πυθμένα) |
inauguration | εγκαίνια |
incident detection | ανίχνευση ανωμάλων περιστατικών |
inclination of an earthslope or embankment | κλίσις πρανούς |
inclination | επίκληση |
incline/ slope | πρανές |
inclined arch | κεκλιμένο τόξο |
inclined axis mixer | αναμικτήρας κεκλιμένου άξονα |
inclined barrel arch; arch barrel | κεκλιμένος θόλος σταθερής ακτίνας |
inclined | κεκλιμένος |
inclinometer. slope indicator | κλισιόμετρο |
inconsistent | ασυνεπής |
increase in groundwater level | ανύψωση φρεάτιας στάθμης |
incremental costs | μεταβλητές δαπάνες, μεταβλητό κόστος |
incremental method | μέθοδος των διαδοχικών προσεγγίσεων |
incur | επιβαρύνομαι με, υποβάλλομαι σε (δαπάνες κτλ.) |
indemnity | απαλλαγή (νομική) από ευθύνη |
independent arch | ανεξάρτητο τόξο |
independent Engineer Agreement | σύμβαση Ανεξάρτητου Μηχανικού |
independent Engineer | ανεξάρτητος Μηχανικός |
independent materials report | έκθεση ποιοτικού ελέγχου ανεξάρτητων υλικών |
indirect effects | έμμεσα αποτελέσματα |
indirect tensile strength (ITS) | έμμεση διατμητική αντοχή |
induced effects | προκαλούμενα αποτελέσματα |
industrial waste dam | φράγμα βιομηχανικών αποβλήτων |
industrial waste | βιομηχανικά απόβλητα |
infiltration | διείσδυση, κατείσδυση |
inflatable dam | φράγμα από φουσκωτό διάφραγμα |
inflatable packer | διογκούμενο παρέμβυσμα |
inflow | εισροή |
influenced flow | επηρεασμένη παροχή |
inherent | ενυπάρχων, έμφυτος |
initial measurement | αρχική μέτρηση |
initial set | αρχή πήξης |
initial strength | αρχική αντοχή |
initial stress method | μέθοδος αρχικών τάσεων |
injection | ένεμα |
inlet | είσοδος ή στόμιο εισόδου |
input (GWh) | απορρόφηση ενέργειας (Gwh) |
insect | έντομο |
in-situ density tests | επί τόπου δοκιμές πυκνότητας |
insofar as | δεδομένου ότι.. στο μέτρο που... |
inspection borehole | γεώτρηση ελέγχου |
inspection gallery | στοά επιθεώρησης |
inspection schedule | πρόγραμμα επιθεωρήσεων |
inspection | επιθεώρηση |
installation | εγκατάσταση μεγάλων μηχανημάτων (είναι γενικότερα η θέση σε λειτουργία ενός μηχανήματος ή οργάνου) |
installed capacity (power station) | εγκατεστημένη ισχύς (σταθμού παραγωγής) |
instantaneous cap | στιγμιαίο καψύλλιο |
instantaneous flow | στιγμιαία παροχή |
instruction to commence work; notice to proceed | εντολή εκτέλεσης εργασιών |
instructions to tenderers | οδηγίες στους διαγωνιζόμενους |
instrument panel | πίνακας οργάνων |
instrument | όργανο |
instrumentation (of something) | σύστημα οργάνων (σε μία κατασκευή) |
insulation | μόνωση (θερμική) |
insurance | ασφάλιση |
insurer | ασφαλιστής |
intact sample | ακέραιο δείγμα |
intake gate; intake valve | θυρόφραγμα ή βαλβίδα υδροληψίας |
intake with automatic flushing | υδροληψία με μηχανισμό αυτόματης έκπλυσης προσχώσεων |
intake works | έργα υδροληψίας |
intake | υδροληψία |
intellectual and Industrial Property Rights | δικαιώματα Πνευματικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας |
intensity grade | βαθμίδα έντασης |
intensity scale | κλίμακα έντασης |
interbasin diversion | εκτροπή νερού σε άλλη λεκάνη Για εξάτμιση βλ. 2-1 για στερεομεταφορά βλ. 2-2 για λεμβοδρομίες ψυχαγωγίας βλ. 12-1 |
intercepted flow (m3/s) | παροχή εκροής στροβίλου (m3/s) |
intercepting ditch | τάφρος συλλεκτήριος (άνω) |
interception curve | καμπύλη χρησιμοποίησης (εκμετάλλευσης) εισροών (σαν συνάρτηση της παροχής εκροής των στροβίλων) |
interception factor | συντελεστής χρησιμοποίησης εισροής |
interceptor drain; chimney drain | κατακόρυφο ή κεκλιμένο στραγγιστήριο |
interchange | ανισόπεδος κόμβος |
interchange, junction | διασταύρωση, ανισόπεδος κόμβος |
interest during construction | τόκοι κατά την διάρκεια της κατασκευής |
interest on overdue payments | τόκοι για καθυστέρηση πληρωμών, τόκος υπερημερίας |
interest rate | επιτόκιο |
interfacing | συναρμογή |
interference | παρεμβολή, παράσιτα |
interlocking | αλληλοεμπλοκή |
intermediary | μεσολαβητής, μεσάζων |
intermittent stream; ephemeral stream | ρεύμα με χειμαρική δίαιτα εφήμερο ρεύμα |
internal erosion | εσωτερική διάβρωση |
interpretation of results | ερμηνεία αποτελεσμάτων |
interpretation | ερμηνεία |
intersection | εμπροσθοτομία |
intrados | εσωράχιο |
intrusion | εισπίεση |
intrusive rock | πέτρωμα διεισδύσεως |
inventory of water resources | απογραφή υδάτινων πόρων |
invert | ανάστροφο τόξο |
inverted | ανεστραμμένος |
investigative cuts | διευρευνητικές τομές |
invitation to tender | διακήρυξη (Διακήρυξη για υποβολή προσφορών) |
invoice | τιμολόγιο |
irrigation duct | αρδευτικός αγωγός |
irrigation network | αρδευτικό δίκτυο |
irrigation water outlet works | έργα απόληψης νερού για άρδευση, έργα υδροληψίας για άρδευση |
irrigation | άρδευση |
isohyet | ισοϋετία |
isohyetal map | χάρτης ισοϋετίων |
isoparametric element | ισοπαραμετρικό στοιχείο |
issue | τεύχος |
iTT | διακήρυξη |
jack | γρύλος |
jaking test | δομική γρύλλου |
jaw crusher | σιαγονοφόρος θραυστήρας |
jet deflector | εκτροπέας δέσμης |
jet diffusion | διάχυση δέσμης |
jet flow gate | κυλιόμενο θυρόφραγμα με ανάντη ακροφύσιο ή θυρόφραγμα πλήρους δέσμης |
jet grouting | ένεμα |
jib; boom | βραχίονας, μπούμα (γερανού) |
job mix formula | μελέτη σύνθεσης |
joint face | επιφάνεια αρμού |
joint gauger; joint meter | μετρητής ανοίγματος διακλάσεων, μέτρηση παραμόρφωσης |
joint grouting; joint closure | ενέσεις κλεισίματος αρμών |
joint venture | κοινοπραξία |
joint Venture | κοινοπραξία |
joint | από κοινού, συλλογικός |
joint | αρμός |
joint | διάκλαση |
jumbo boom | μπούμα διατρητικού φορτίου |
jumbo | διατρητικό φορείο, Jumbo |
junction box | κιβώτιο διακλάδωσης |
junction | κόμβος |
junction; confluence | συμβολή |
junction; confluent | στόχος |
junctions | ενώσεις, σύνδεσμοι |
karstic channel; solution channel | καρστικός δίαυλος |
karstic formation | καρστικός σχηματισμός |
kinetic energy | κινητική ενέργεια |
lacustrine clay | λιμναία άργιλος |
laitance | έκχυση (τσιμεντοπολτού) |
lake for recreational purposes | λίμνη για ψυχαγωγικούς (τουριστικούς) σκοπούς |
lake | λίμνη |
lake | λίμνη (φυσική) |
laminar flow | στρωμένη (στρωματώδης) ροή |
land and compensation cost | κόστος απαλλοτριώσεων και αποζημιώσεων |
land drainage network | υδρογραφικό δίκτυο |
land reclamation | έγγειες βελτιώσεις |
land, ground, terrain | έδαφος, πεδίο |
landscaping (action) | διαμόρφωση τοπίου |
landscaping | μορφή τοπίου |
landslide | κατολίσθηση |
lap joint | ένωση με υπερκάλυψη |
lap lenght | μήκος υπερκάκυψης (ματίσματος) |
large dam | μεγάλο φράγμα |
largest recorded flood | μέγιστη καταγραμμένη πλημμύρα |
laser theodolite | θεοδόλιχος με ακτίνες laser |
latent defect | αφανές ελάττωμα |
lateral clearance, Side clearance | ελεύθερο πλευρικό διάκενο |
lateral formations | πλευρικές διαμορφώσεις |
lateral moraine | πλευρική μοραίνη, πλευρικός λιθώνας |
laterite | λατερίτης |
lava | λάβα |
layer | στρώση |
laying of foundations | θεμελίωση |
layout, floor plan, ground plan | κάτοψη, η |
layout, planning | χωροθέτηση |
lCS (Lane CXXX Sign) | πινακίδα καθορισμού λωρίδας κυκλοφορίας (ΠΚΛΠ) |
leakage | διαρροή |
lean clay | ισχνή άργιλος |
lean concrete | ισχνό σκυρόδεμα |
lenders | δανειστές |
lenght of buttress | μήκος αντηρίδας |
length of reservoir | μήκος ταμιευτήρα (στην ανώτατη στάθμη λειτουργίας) |
lessor | ιδιοκτήτης, σπιτονοικοκύρης |
letter od intent | επιστολή πρόθεσης |
levelled ground | ισοπέδωση, αποψίλωση |
levelling instrument | χωροβάτης |
levelling staff | στάδια χωροστάθμησης |
levelling | ισοπεδωτική στρώση/ εξομάλυνση |
levelling | χωροστάθμηση |
liaise | ενεργώ ως μεσολαβητής ή σύνδεσμος |
lift | διαφορά σταθμών νερού |
lifting beam | δοκός ανύψωσης |
lifting gate | ανυψούμενο θυρόφραγμα |
lifting rope | ανυψωτό συρματόσχοινο |
light truck | ελαφρό φορτηγό |
lime | άσβεστος |
limestone | ασβεστόλιθος |
limited partnership | εταιρία περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ) |
limiting discharge (minimum discharge at which bed movement begins) | κρίσιμη παροχή (μετακίνησης υλικών κοίτης) |
limiting equilibrium | οριακή ισορροπία |
line of seepage | γραμμή διήθησης |
linear elasticity | γραμμική ελαστικότητα |
linear meter | γραμμικό μέτρο |
lining (of canal, tunel, shaft etc) | επένδυση (διώρυγας, σήραγγας, φρέατος κλπ) |
lip curb | κράσπεδο ισχυρώς πεπλατυσμένο |
liquid limit (wL) | όριο υδαρότητας(wL) |
liquidity index (IL) | δείκτης υδαρότητας (IL ) |
list of sites | καταγραφή θέσεων |
live load | Ωφέλιμο (κινητό) φορτίο |
live storage | παροχετεύσιμος όγκος ταμιευτήρα |
load car | βαγονέττο φόρτωσης |
load factor | συντελεστής φορτίου |
load head scheme | έργο μικρού ύψους πτώσης |
load plate tests | δοκιμές πλάκας |
load | φορτίο |
loader | φορτωτής |
loading island | νησίδα επιβιβάσεως |
loadplate compaction control | επιβεβαίωση συμπύκνωσης με δοκιμή πλάκας |
loam | πηλός |
loan | δάνειο, δανεισμός |
local coordinates | τοπικές συντεταγμένες |
local staff | επιτόπιο προσωπικό |
local Works or LW | τοπικά Έργα ή ΤΕ |
local works work completion certificate | βεβαίωση περάτωσης εργασιών τοπικού έργου |
locally controlled power station | σταθμός παραγωγής με επιτόπιο χειρισμό |
location map of monitoring points | χάρτης με τις θέσεις σημείων ελέγχου |
location of dam | θέση φράγματος |
lock chamber | θάλαμος δεξαμενής ναυσιπλοΐας |
lock cut | διώρυγα δεξαμενής ναυσιπλοΐας |
lock gate | θυρόφραγμα δεξαμενής ναυσιπλοΐας |
lock keeper | φύλακας δεξαμενής ναυσιπλοΐας |
lock lay-by | χώρος στάθμευσης υδατοφράκτη (δεξαμενής ναυσιπλοΐας) |
lock sill | κατώφλι δεξαμενής ναυσιπλοΐας |
lock wall | πλευρικός τοίχος δεξαμενής ναυσιπλοΐας |
lockage water | νερό λειτουργίας δεξαμενής ναυσιπλοΐας |
locomotive | άμαξα έλξης |
log boom | πλωτό ζεύγμα συγκράτησης κορμών |
log pond (Can) | δεξαμενή αποθήκευσης επιπλέουσας ξυλείας |
logarithmic spiral arch dam | τοξωτό φράγμα με τόξα λογαριθμικής σπείρας |
logway; log chute | διώρυγα διάπλευσης ξυλείας |
longitudinal drainage | κατά μήκος/διαμήκης αποστράγγιση |
longitudinal inclination | κατά μήκος επίκληση |
longitudinal profile | μηκοτομή |
longitudinal profile | μηκοτομή/διαμήκης |
longitudinal reinforcement | διαμήκης οπλισμός |
longitudinal | διαμήκης |
loop | βρόγχος |
loose soil | χαλαρό έδαφος |
lorry-mounted tower crane | δομικός γερανός επί φορτηγού αυτοκινήτου |
low alkali cement | τσιμέντο ανθεκτικό σε προσβολή αλκαλικών αλάτων |
low explosive | βραδυδραστική εκρηκτική ύλη |
low heat cement | τσιμέντο χαμηλής θερμότητας ενυδάτωσης |
low level intake | χαμηλή υδροληψία |
low pressure tunnel | σήραγγα προσαγωγής χαμηλής πίεσης, σήραγγα φυγής (υπό πίεση) |
low water; low flow | περίοδος χαμηλής στάθμης |
lower reach | κάτω ρους |
lowest point of foundation | βαθύτερο σημείο θεμελίωσης |
lowest tender; lowest bid | χαμηλότερη προσφορά |
low-Voltage Field | γΠΧΤ (Γενικό Πεδίο Χαμηλής Τάσης) |
lumber | πριστή ξυλεία |
lump sum contract | σύμβαση με κατ΄ αποκοπή τίμημα |
machine hall | χώρος (αίθουσα) γεννητριών (μονάδων) |
machinery components | τμήματα μιας μηχανής |
machinery | μηχανήματα |
magnitude | μέγεθος |
main branch | κύριος κλάδος |
main control gate (for a barrage) | κύριο θυρόφραγμα έλεγχου (για ένα κινητό φράγμα) |
main reinforcement | οπλισμός αντοχής |
main spillway | κύριος εκτελεστής |
main works | κύριες εργασίες, εργασίες για μόνιμα έργα |
maintenance | συντήρηση |
make-up concrete; fill concrete | σκυρόδεμα πλήρωσης |
management, Exploitation and maintenance Centres(MEMC) | κέντρα Διοίκησης, Εκμετάλλευσης και Συντήρησης (ΚΕΣ) |
manhole | ανθρωποθυρίδα |
manifold | πολλαπλή διακλάδωση |
manometer | μανόμετρο |
manometer | μανόμετρο, πιεσόμετρο |
manpower; labour force | εργατικό δυναμικό |
manufacturer | κατασκευαστής (του εξοπλισμού) |
map (scale less than 1/5000) | τοπογραφικός χάρτης (για κλίμακα μικρότερη του 1/500) |
map projection system | σύστημα χαρτογραφικής προβολής |
mapping | αποτύπωση |
marble | μάρμαρο |
marginal strip | λωρίδα- γραμμή καθοδηγήσεως |
marine aggregate | θαλάσσιο συσσωμάτωμα |
marine clay | θαλάσσια άργιλος |
marker (any object used to indicate a position e.g. boundary marker, fod marker | τοπογραφική σήμανση (κάθε αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να καταδείξει μια θέση λ.χ. δείκτης ορίων, δείκτης πλημμύρας) |
marker post | οριοδείκτης |
marking for lines | πικετάρισμα |
marl | μάργα |
masorny dam | λιθόκτιστο φράγμα |
mass concrete | μαζικό σκυρόδεμα |
mass flow curve; cumulative flow curve; mass curve; summation curve; integrated flow curve | αθροιστική καμπύλη παροχών |
mass matrix | μητρώο μαζών |
mass output; cumulative output (GWh) | αθροιστική παραγωγή ενέργειας (Gwh) |
massive rock | συμπαγής βράχος |
mattress of protection | στρώση προστασίας |
mattress | προστασία με συρματοκιβώτια |
maximum aggregate size | μέγιστο μέγεθος αδρανούς |
maximum cross-section of dam | μέγιστη διατομή φράγματος |
maximum gross head | μέγιστο ολικό φορτίο, μέγιστο ακαθάριστο ύψος πτώσης |
maximum input capacity (MW) | μέγιστη απορροφούμενη ισχύς (MW) |
maximum net head | μέγιστο καθαρό φορτίο (ύψος πτώσης) |
maximum output (one hour) | μέγιστη αποδιδόμενη ισχύς (σε μια ώρα) |
maximum output capacity (MW) | μέγιστη αποδιδόμενη ισχύς (MW) |
maximum utilizable flow | μέγιστη χρησιμοποιήσιμη παροχή |
maximum water level; top of joint use | μέγιστη στάθμη πλημμύρας |
mean depth | μέσο βάθος |
mean flow | μέση παροχή, μέση υπερετήσια παροχή |
mean gross head | μέσο ολικό φορτίο, μέσο ακαθάριστο ύψος πτώσης |
mean net head | μέσο καθαρό φορτίο (ύψος πτώσης) |
mean velocity | μέση ταχύτητα |
meander | μαίανδος |
measure and value contract | σύμβαση με βάση τιμές μονάδας |
measurement | μέτρο |
measuring equipment | εξοπλισμός μετρήσεων |
measuring flume | υδαταγωγός μέτρησης |
mechanical loader | εξσκαφέας |
median reserve | μεσαία νησίδα, |
median with blister | με κυρτή επιφάνεια |
median with blister | με κυρτήν επιφάνειαν |
median | νησίδα |
medium head scheme | έργο μέσο ύψους πτώσης |
medium-Voltage Field | γΠΜΤ (Γενικό Πεδίο Μέσης Τάσης) |
mercury pollution | μόλυνση υδραργύρου |
mesh | βροχίδα |
mesh | πλέγμα |
metamorphic rock | εκρηξιγενές (πλουτωνικό) πέτρωμα |
metamorphic rock | μεταμορφωσιγενές πέτρωμα |
mezzanine | μεσοπάτωμα |
mica schist | μαρμαρυγιακός σχιστόλιθος |
micro-milling | φρεζάρισμα |
micro-organisms | μικροοργανισμοί |
micro-texture | επιφανειακή υφή |
middle reach | μέσος ρους |
mild steel | μαλακός χάλυβας |
milestone | ορόσημα |
milled distress area | φρεζαρισμένη περιοχή ζημιών |
milling | φρεζάρισμα |
mine chamber; coyote hole | στοά για ανατίναξη μεγάλης κλίμακας, λαγούμι |
mine tailings dam; tailings dam | φράγμα αποβλήτων ορυχείων, φράγμα αποβλήτων |
minimum flow | ελάχιστη παροχή |
minimum gross head | ελάχιστο ολικό φορτίο , ελάχιστο ακαθάριστο ύψος πτώσης |
minimum net head | ελάχιστο καθαρό φορτίο (ύψος πτώσης) |
minimum operating level; top of inactive storage | κατώτατη στάθμη λειτουργίας |
minimum submergence for the runner | ελάχιστη βύθιση για τον δρομέα |
minister | υπουργός |
ministry for the Environment, Physical Planning & Public Works | υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΥΠΕΧΩΔΕ) |
ministry of Environment, Physical Planning and Public Works | υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΥΠΕΧΩΔΕ) |
ministry of Finance | υπουργείο Οικονομικών |
ministry | υπουργείο |
minutes | πρακτικά |
mitigate | αμβλύνω, απαλύνω, μετριάζω |
mitre gates | λοξές πόρτες κεφαλής |
mixing time | χρόνος ανάμιξης |
mixing water | νερό ανάμιξης |
mobile bed | μετακινούμενη κοίτη ποταμού |
mobile crew | μονάδα ταχείας επέμβασης, κινητό συνεργείο |
mobile equipment train | συρμός |
modal response; dynamic response | φασματική απόκριση, απόκριση ιδιομορφών |
modal superposition | επαλληλία αποκρίσεων ιδιομορφιών |
mode shape; mode | ιδιομορφή |
model | ομοίωμα (μοντέλο) |
modulus of elasticity; elastic modulus; Young’s modulus | μέτρο ελαστικότητας |
modulus of subgrade reaction (Ks) | δείκτης εδάφους (Κς) |
moisture content (concrete) | περιεκτικότητα σε υγρασία (σκυροδέματος) |
mole | μηχάνημα διάνοιξης σήραγγας, φρέζα |
monitoring equipment | εξοπλισμός παρακολούθησης συμπεριφοράς |
monitoring point for level | ρέπερ, σημείο ελέγχου για χωροστάθμηση (χωροσταθμική αφετηρία) |
monitoring point | σημείο παρακολούθησης ελέγχου |
monitoring scheme | σχήμα παρακολούθησης, συμπεριφοράς ελέγχου |
monitoring survey (not in common use) | τοπογραφία (μετρήσεις) ελέγχου |
monitoring survey scheme | σχήμα γεωδαιτικού ελέγχου |
monitoring the performance of (drainage system, grout curtain) | έλεγχος της συμπεριφοράς (συστήματος αποστράγγισης, διαφράγματος τσιμεντενέσεων) |
monitoring | έλεγχος συμπεριφοράς (έργων) |
monthly distribution of rainfall | μηνιαία κατανομή βροχόπτωσης |
monthly payment | μηνιαία πληρωμή |
monthly statement | μηνιαίος απολογισμός (μηνιαία πιστοποίηση) |
mortar | κονίαμα |
mosquito | κουνούπι |
motor grader | αυτοκίνητος ισοπεδωτήρας |
motorist Service Stations - MSS | σταθμοί Εξυπηρέτησης Αυτοκινητιστών – ΣΕΑ |
mottled clay; variegated clay | ποικιλόχρωμη άργιλος |
mould | καλούπι |
mould | καλούπι, ξυλότυπο, καλουπώνω (χρησιμοποιειται για να φτιαχτει το σχημα μιας κολώνας ή του δαπέδου σε κτίρια από τσιμέντο) |
mountain Road | ορεινή οδός |
movable Property | κινητή Περιουσία |
movable scaffolding system - MSS | προωθούμενο ικρίωμα |
movement joint | αρμός (που επιτρέπει μετακίνηση) |
movement scale | κλίμακα μετακινήσεων |
movement | κίνηση |
moving coil seismograph | σεισμογράφος κινητού πηνίου |
mucking phase | μέτωπο αποκομιδής προϊόντων εκσκαφής |
mud | λάσπη |
muffling; deep blasting | βαθιά ανατίναξη |
multi-centred arch dam | τοξωτό φράγμα με τόξα πολλαπλών κέντρων |
multi-centred arch | τόξο πολλαπλών κέντρων |
multi-level drawoff tower | πύργος υδροληψίας με στόμια σε διάφορες στάθμες |
multi-level outlet shaft spillway | φρεατοειδής εκχειλιστής με στόμια διατεταγμένα σε διάφορα επίπεδα |
multiple arch dam | φράγμα με πολλαπλά τόξα |
multiple dome dam | φράγμα με πολλαπλούς θόλους |
multipurpose reservoir | ταμιευτήρας πολλαπλής σκοπιμότητας |
multipurpose reservoir | ταμιευτήρας πολλαπλής σκοπιμότητας |
municipal | δημοτικός, δημαρχιακός |
mushroom valve; open chamber needle valve | μυκητοειδής βαλβίδα |
mylonite | μυλωνίτης |
name of dam | ονομασία φράγματος |
nappe interrupter | προεξοχές (δόντια) για τον αερισμό φλέβας |
nappe | υδάτινη φλέβα |
narrow gauge railway | σιδηροδρομική γραμμή στενού εύρους Decauville |
natural flow | φυσική παροχή |
natural resin | φυσική ρητίνη |
nature reserve | φυσικό πάρκο, Εθνικός δρυμός |
nature trail | φυσικό μονοπάτι |
navigable channel | πλωτή διώρυγα |
navigable river | πλωτός ποταμός |
navigable waters | διαπλεύσιμα (πλωτά) νερά |
navigation canal | διώρυγα ναυσιπλοΐας |
navigation lock | δεξαμενή ανύψωσης ή κλεισιάδα ή υδατοφράκτης (δεξαμενή ναυσιπλοΐας) |
navigation | ναυσιπλοΐα |
near completion | υπό αποπεράτωση |
nearside lane, Right lane | δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας |
needle valve | βελονοφόρος βαλβίδα |
negotiated contract | σύμβαση με απευθείας ανάθεση (διαπραγμάτευση) |
net head | καθαρό φορτίο ή καθαρό ύψος πτώσης |
net output (GWh) | καθαρή παραγωγή (Gwh) |
network | δίκτυο |
new plant | καινούργια εγκατάσταση |
new plant; new equipment | καινούργιος εξοπλισμός |
niches | φωλέες |
night shift premium | επίδομα νυκτερινής εργασίας |
no English eqiuvalent | εντοιχισμένα τεμάχια (πλαίσια και οδηγοί) |
no English equivalent (all construction equipment) | εξοπλισμός κατασκευής |
no English equivalent (area in which hunting and shooting are forbidden) | περιοχή απαγόρευσης κυνηγιού |
no English equivalent (attendants’ housing estate or village) | οικισμός προσωπικού εκμετάλλευσης |
no English equivalent (covered area for aggregate stock piles) | χώρος (σιλό) αποθήκευσης αδρανών |
no English equivalent (drawing for concrete work) | σχέδιο ξυλότυπου (σκυροδετήσεων) |
no English equivalent (drawing showing excavation work) | σχέδιο εκσκαφών |
no English equivalent (first and controlled filling) | πλήρωση ταμιευτήρα (πρώτη, ελεγχόμενη πλήρωση) |
no English equivalent (fixed installations e.g. concrete batching plant) | εργοταξιακές εγκαταστάσεις |
no English equivalent (full face excavation) | εκσκαφή διατομής σε μία φάση |
no English equivalent (nappe with insufficient aeration) | υδάτινη φλέβα μη επαρκώς αεριζόμενη |
no English equivalent (project design and construction supervision) | διεύθυνση του Έργου (Μελέτη του Έργου και Επίβλεψη της κατασκευής) |
no English equivalent (river channel with steep banks) | κοίτη ποταμού με βραχώδεις όχθες |
no English equivalent (subglacial deep narrow channel) | υποπαγετωνικό φαράγγι |
no English equivalent (supervision of tender procedure) | παροχή υπηρεσιών συμβούλου κατά την διαδικασία δημοπράτησης |
no English equivalent (that part of the storage capacity filled with sediment) | όγκος ταμιευτήρα κατειλημμένος από φερτά υλικά |
no English equivalent (the economics of water usage) | υδατική οικονομία |
no English equivalent (the local narrowing of a valley) | στενωπός |
no English equivalent (to survey existing conditions of land) | σύνταξη κτηματολογίου |
no English equivalent (vehicles, rolling stock) | οχήματα έλξης |
no English equivalent | ανιχνευτής στάθμης αποθέσεως χαλίκων (ανάντη μηχανισμού αυτόματης έκπλυσης) |
no English equivalent | απόλυτη γεωδαιτική μέτρηση |
no English equivalent | βασικό τοπογραφικό διάγραμμα |
no English equivalent | δοκοί έμφραξης (μεμονωμένες) |
no English equivalent | εργοταξιακά μηχανήματα |
no English equivalent | λοξή ράβδος προερχόμενη από τον διαμήκη οπλισμό |
no English equivalent | πρόγραμμα πλήρωσης ταμιευτήρα |
no English equivalent | πυκνότητα |
no English equivalent | σχετική γεωδαιτική μέτρηση |
no English equivalent | τμηματική παραλαβή |
no English equivalent | φράγμα ανύψωσης στάθμης |
no English equivalent | φράγμα με διάκενα (που επιτρέπουν ροή) συγκράτησης φερτών υλών |
nodal point; node (arches and corbels) | κομβικό σημείο, κόμβος (τόξων και προβολών) |
nominal flow (turbine or pump) | ονομαστική παροχή (στροβίλου ή αντλία) |
nominal net head (for a machine) | ονομαστικό καθαρό φορτίο (ύψος πτώσης) |
nominal reinforcement | ονομαστικός οπλισμός |
non destructive test | μη καταστροφική δοκιμή |
non slip protection | αντιολισθηρή προστασία |
non uniform flow; varied flow | ανομοιόμορφη ροή, μεταβαλλόμενη ροή |
non-overflow dam; non-spill dam | μη υπερχειλιζόμενο φράγμα |
non-reinforced | άοπλο |
normal cross - section | κανονική διατομή |
normal cross slope, gradient | εγκάρσια κλίση οδοστρώματος |
normal force | ορθή δύναμη |
normal load | κάθετο (ορθό) φορτίο |
normal stress | ορθή τάση |
number of sets; number of units | αριθμός μονάδων |
nutrient enrichment | θρεπτικός εμπλουτισμός |
objection | αντίρρηση |
observed flow | παρατηρημένη παροχή |
offer | προσφορά |
official | επίσημη |
off-peak hours | ώρες εκτός αιχμής |
ogee dam | φράγμα υπερχείλισης με διατομή μορφής S |
old Waste Disposal Area | π.χ.δ.α - Παλαιός Χώρος Διάθεσης Απορριμάτων |
one billion | δισεκατομμύριο |
onerous | δυσβάστακτος |
on-site vehicles | εργοταξιακά οχήματα |
open face blasting | ανατίναξη ελευθέρου μετώπου |
open- graded bituminous concrete | ασφαλτικό σκυρόδεμα ανοικτής διαβάθμισης (ανοικτού τύπου) |
open shannel; free flow channel | αγωγός ελεύθερης ροής |
opening (for a barrage gate) | άνοιγμα ( θυροφράγματος κινητού φράγματος) |
opening of tenders; bid opening | άνοιγμα προσφορών |
opening | άνοιγμα |
operating instructions | οδηγίες λειτουργίας |
operating rope; winding cable | συρματόσχοινο έλξης |
operating rules | κανόνες λειτουργίας |
operation at full load | λειτουργία με πλήρες φορτίο |
operation at part load | λειτουργία με μερικό φορτίο |
operation Period Commencement Date | ημερομηνία Έναρξης Περιόδου Λειτουργίας |
operation Period | περίοδος Λειτουργίας |
operational check | έλεγχος λειτoυργίας |
operational site staff | προσωπικό λειτουργίας |
ophiolites | οφιόλιθοι |
optical plumb; vertical collimator | οπτική κατακορύφωση (κέντρωση) οργάνου |
optimisation, improvement, perfection | βελτιστοποίηση (οικονομική) |
optimise, improve, perfect | βελτιστοποιώ (οικονομικά) |
optimum size of power station | βέλτιστη διαστασιολόγηση σταθμού παραγωγής |
optimum sizing of supply works | βέλτιστη διαστασιολόγηση των έργων προσαγωγής (τροφοδοσία) |
ordnance bench mark | ρέπερ Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (κρατικό δίκτυο) |
organic clay | οργανική άργιλος |
orifice spillway | εκχειλιστής με στόμιο υπό πίεση |
orifice | στόμιο |
orifice | στόμιο εκροής |
original ground; ground surface | αρχική επιφάνεια εδάφους |
ortho-aerial mapping | ορθοφωτοχάρτες |
oscillograph | παλμογράφος |
out of order | εκτός λειτουργίας, εκτός υπηρεσίας |
out of use | εκτός λειτουργίας λόγω βλάβης |
outage | θέση μηχανής(μονάδα) εκτός λειτουργίας |
outcrop | επιφανειακή εμφάνιση βράχου |
outdoor power station (no roof over units) | υπαίθριος σταθμός παραγωγής (χώρος γεννητριών υπαίθριος) |
outer Separator | λωρίδα διαχωριστική εξωτερική |
outflow | εκροή |
outlet (from a lake) | εκροή ( από λίμνη) |
outlet gate; outlet valve | θυρόφραγμα εκκένωσης, βαλβίδα εκκένωσης |
outlet gate; outlet valve | θυρόφραγμα ή βαλβίδα υδροληψίας (απόληψης) |
outlet works | έργα απόληψης |
outlet works | έργα εκκένωσης |
outlet | εκκένωση |
outlet | έργα απόληψης |
outline drawings | γενικά σχέδια, σχέδια διάταξης κατασκευής |
output (GWh) | παραγωγή ενέργειας (Gwh) |
overbreak | υπερεκσκαφή |
overburden | επικάλυψη, επιφανειακές γαίες |
overdeepening | εκβάθυνση κοίτης |
overfall spillway | εκχειλιστής ελεύθερης πτώσης |
overflow dam; overtoppable dam; spill dam | υπερχειλιζόμενο φράγμα |
overflow section | υπερχειλιζόμενο τμήμα |
overflow spillway | ανοικτός ή επιφανειακός εκχειλιστής |
overflowing | υπερχείλιση (ενέργεια) |
overhead travelling crane | κινητός υπερκείμενος γερανός |
overheads | γενικά έξοδα |
over-Height Vehicle Detectors (OHVD) | ανιχνευτές Υπέρυψων Οχημάτων |
overlap | επικάλυψη (αεροφωτογραφιών) |
overpass | άνω διάβαση |
overriding | έχω προτεραιότητα, προέχω |
overturning momemt | ροπή ανατροπής |
owner | ιδιοκτήτης του Έργου |
oxbow | εγκαταλειφθείς μαίανδρος |
p.s.v | δοκιμές προσδιορισμού δείκτη αντίστασης σε στίλβωση |
packer grouting | ενέσεις (τσιμεντενέσεις) με διογκούμενο παρέμβυσμα |
packer | παρέμβυσμα |
packing (formation of continuous ice cover) | σχηματισμός συνεχούς στρώματος πάγου |
pallet | ανυψωτική βάση περονοφόρου φορτωτή |
pan evaporation loss | απώλεια εξατμισιμετρικής λεκάνης |
pan factor | συντελεστής διόρθωσης εξατμισιμετρικής λεκάνης |
pan mixer | αναμικτήρας με τύμπανο |
parabolic arch dam | τοξωτό φράγμα με παραβολικά τόξα |
parafin method | μέθοδος παραφίνης |
parapet wall; parapet | προστατευτικό στηθαίο (από σκυρόδεμα) |
parapet, balustrade | στηθαίο ολόσωμο |
parcels plan | σχέδιο διανομής γης |
parent slurry | πρωτογενές αιώρημα |
parking lanes | λωρίδες Parking |
partial cut off | μερικό διάφραγμα |
particle size analysis; size analysis | κοκκομετρική ανάλυση |
particle size | μέγεθος κόκκων |
pass | διέλευση |
passing place | θέση παραμερισμού |
passing place | θέσις παραμερισμού |
passive earth pressure | παθητική ώθηση γαιών |
patching | μπαλώματα/ επισκευές αστοχιών |
patras Bypass | ευρεία Παράκαμψη Πατρών |
paved flush | επίπεδος οδοστρωμένη |
paved surface, Pavement | επιφάνεια οδοστρώματος |
paved surface, Pavement | επιφάνεια οδοςτρώματος |
pavement widening | διαπλάτυνσις εις καμπύλας |
paving machine; slope paving machine; facing machine | μηχάνημα διάστρωσης σκυροδέματος ή επένδυσης με σκυρόδεμα |
payment line | γραμμή πληρωμής |
peak energy | ενέργεια αιχμής |
peak hours | ώρες αιχμής |
peak hours | ώρες ακραίας αιχμής |
peak load (MW) | φορτίο αιχμής (MW) |
peak load power station; peak plant | σταθμός αιχμής |
peat | τύρφη |
pecuniary | χρηματικός, οικονομικός |
pedestrian crossing | διάβαση πεζών |
pedestrian crossing | διάβασις πεζών |
pedestrian Guardrail | θωράκειο ασφαλείας πεζών |
pedestrian Guardrail | θωράκειον ασφαλείας πεζών |
peeling -off | αποκόλληση |
peg | πάσσαλος |
penalty | ποινική ρήτρα |
pendulum. joint measurament; crack opening measurement | εκκρεμές. μέτρηση ανοίγματος διακλάσεων. μέτρηση ανοίγματος ρωγμών |
penetration resistance | αντίσταση διείσδυσης |
penetrometer | πενετρόμετρο |
penstock | αγωγός πτώσης |
percentage of storage | ποσοστό αποθήκευσης |
percolation water | διηθούμενο νερό |
perennial stream | ρεύμα με συνεχή (μόνιμη) ροή |
perforated tube | διάτρητος σωλήνας |
performance bond | εγγύηση καλής εκτέλεσης |
performance | απόδοση |
perimetrical joint | περιμετρικός αρμός |
permanent Constructions | μόνιμες Κατασκευές |
permanent works | μόνιμα έργα |
permeability coefficient; hydraulic conductivity | συντελεστής διαπερατότητας |
permeability test | δοκιμή διαπερατότητας |
permeability to water | διαπερατότητα σε νερό |
permeameter | διαπερατόμετρο |
permit | άδεια |
personnel Organization Chart | οργανόγραμμα |
perspective drawing; artist’s impression | προοπτικό σχέδιο |
pertography | πετρογραφία |
pervious zone | διαπερατή ζώνη |
photoelastic | φωτοελαστικός |
photoelestic coating | φωτοελαστική επίστρωση |
photogrammetry | φωτογραμμετρία |
photosynthesis | φωτοσύνθεση |
phreatic surface; water table | φρεάτια στάθμη |
phyllite | φυλλίτης |
physiography (geomorphology, climatology etc.) | φυσική Γεωγραφία (γεωμορφολογία κλιματολογία κλπ) |
pier nose | μέτωπο μεσοβάθρου |
pier | επαφή στήριξης κατά τα άκρα, συμβολή στήριξης |
pier | μεσόβαθρο, το |
piezoelectric | πιεζομετρικός |
piezometer tube | πιεζομετρικός σωλήνας |
piezometer | πιεζόμετρο |
piezometric elevation | πιεζομετρική στάθμη |
piezometric hed | πιεζομετρικό φορτίο |
piezometric height | πιεζομετρικό ύψος |
piezometric line; hydraulic grade line (H.g.l); pressure grade line (P.g.l) | πιεζομετρική γραμμή |
pile cap | κεφαλόδεσμος |
pile load test | δοκιμή φόρτισης πασσάλων |
pile | πάσσαλος |
piledriver | πασσαλοπήκτης |
pillar | βάθρο, Πίλαστρο |
pipe forepoling | δοκοί προπορείας |
pipe laying machine; pipe layer | μηχάνημα τοποθέτησης σωλήνων |
pipework | σωληνώσεις |
piping | διασωλήνωση |
pitching | διευθετημένη υπόβαση χειροθέτησης λιθορριπής |
placing concrete against natural ground | διάστρωση σκυροδέματος χωρίς ξυλότυπο |
placing nozzle | σωλήνας (στόμιο σωλήνα) σκυροδέτησης |
placing of concrete; pouring concrete | διάστρωση σκυροδέματος |
placing of the facing | διάστρωση της επίστρωσης (επένδυσης) |
plain reinforcing bars; hot rolled steel bars (plain) | λείοι ράβδοι οπλισμού |
plain | πεδιάδα |
plan of alert; contingency plan | σχέδιο επιφυλακής |
plan reference system | σύστημα αναφοράς χάρτη (οριζοντιογραφίας) |
plan; topographical plan | κάτοψη, τοπογραφικό διάταγμα |
planetable | μετροτράπεζα, Τοπογραφική πινακίδα |
planimetry | εμβαδομετρία |
plant consumption (GWh) | εσωτερική κατανάλωση (Gwh) |
plant equipment | κύριος Η/Μ εξοπλισμός σταθμού παραγωγής |
plant factor | συντελεστής χρησιμοποίησης (εγκατεστημένης ισχύος σταθμού) |
plant load factor | συντελεστής φορτίου σταθμού |
plant operator | χειριστής εξοπλισμού |
plant | παρασκευαστήρια |
plant | σταθμός παραγωγής ή ΥΗ εργοστάσιο |
plantation, Tree of road site planting | δεντροφυτεία |
planting soil | καλλιεργήσιμο έδαφος |
planting | φύτευση |
plant-mixed concrete | εργοταξιακό σκυρόδεμα, σκυρόδεμα παραγόμενο σε κεντρικό συγκρότημα παραγωγής |
plastering | επίχρισμα, σοβάτισμα |
plastic concrete | πλαστικό σκυρόδεμα |
plastic deformation; permanent set | πλαστική παραμόρφωση, μόνιμη παραμόρφωση |
plastic limit (Wp) | όριο πλαστικότητας (WP) |
plastic yield | πλαστική παραμόρφωση |
plasticiser | ρευστοποιητικό |
plasticity index (Ip) | δείκτης πλαστικότητας (IP ) |
plasticity index | δείκτης πλαστικότητας |
plate bearing test | δομική φόρτισης πλάκας |
plate tectonics | τεκτονική των πλακών |
pleasure boating | κρουαζιέρα, ναυσιπλοΐα αναψυχής |
plotting | απόδοση τοπογραφικού διαγράμματος (με φωτογραμμετρία) |
plumb line | νήμα της στάθμης |
plunge basin; plunge pool | λεκάνη αποτόνωσης (λεκάνη αποτόνωσης ενέργειας μέσω διάχυσης υδάτινης φλέβας |
plywood | κόντρα πλακέ |
pneumatic roller | ελαστιχοφόρος οδοστρωτήρας |
pneumatic-tyred roller | ελαστικοφόρος κυλινδοσυμπιεστής (οδοστρωτήρας) |
point load | σημειακό βάρος |
points of conflict | σημεία εμπλοκής |
points to be monitored | σημεία ελέγχου |
poisson’s ratio | συντελεστής Poisson |
pole | ακόντιο ή πάσσαλος |
pollution | ρύπανση, μόλυνση |
polygon | πολύγωνο |
poor interlock | χαμηλή συνεκτικότητα |
pore pressure | πίεση πόρων |
pore water | νερό πόρων |
porosity | πορώδες |
porous tip piezometer. earthquake measurament | πιεζόμετρο πορώδους κεφαλής. σεισμική μέτρηση |
portland cement | τσιμέντο τύπου ΠΟΡΤΛΑΝΤ |
portland pozzolana cement | ποζολανικό τσιμέντο |
post ( e.g. fence post) | πάσσαλος |
pot hole (in the rock bed of a river) | καταβόθρα ( στο βραχώδη πυθμένα ποταμού) |
pot hole; swallow hole | καταβόθρα |
potamology | ποταμολογία |
potential energy | δυνητική ενέργεια ή δυναμική ενέργεια ή ενέργεια θέσης |
potential head | φορτίο δυναμικού ή φορτίο θέσης |
potential site | δυνατή θέση |
potentiometer | ποτενσιόμετρο |
potholes | λακκούβες |
power boating | ναυτικό ταξίδι με μηχανοκίνητο σκάφος |
power cut | διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος |
power economy (The econimics of energy usage) | ενεργειακή οικονομία |
power facilities | έργα παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας |
power of attorney | πληρεξουσιότητα |
power station in cascade | σταθμοί παραγωγής εν σειρά |
power station incorporated in or adjacent to a dam | σταθμός παραγωγής ενσωματωμένος ή παρακείμενος σε φράγμα |
power station supply canal | διώρυγα τροφοδοσίας σταθμού παραγωγής |
power station with annual storage | σταθμός παραγωγής με ταμιευτήρα υπερετήσιας ρύθμισης |
power station with daily or weekly storage | σταθμός παραγωγής με ταμιευτήρα ημερήσιας ή εβδομαδιαίας ρύθμισης |
power station; station; powerhouse; powerplant; plant | σταθμός παραγωγής, υδροηλεκτρικός σταθμός, σταθμός |
power tunnel | σήραγγα προσαγωγής (υπό πίεση) |
powerhouse building | κτήριο σταθμού παραγωγής, ΥΗ εργοστάσιο |
pozzolana | ποζολάνη |
PPC | ΔΕΗ |
PPP | ΔΠΑ |
precast beans | προκατασκευασμένα δοκάρια |
precast concrete | προκατασκευασμένο σκυρόδεμα |
precast dam (concrete) | φράγμα με προκατασκευασμένα στοιχεία ( από σκυρόδεμα) |
pre-cast | προκατασκευαμένα |
prefecture | νομαρχία |
preferentail path | προτιμητέα διαδρομή |
preferred bidder | προσωρινός ανάδοχος |
preliminary cost | προυπολογιστικό κόστος |
preliminary design | προμελέτη (Βασικός σχεδιασμός του Έργου) |
preliminary report | τεύχη Προμελέτης |
preliminary studies; draft design (for a structure) | προκαταρκτικές μελέτες, Αναγνωριστική Έκθεση, Μελέτη σε στάδιο Γενικού Σχεδίου Ανάπτυξης |
preliminary works | αρχικές εργασίες |
preliminary Works | πρόδρομες Εργασίες |
preliminary works | προκαταρκτικές εργασίες |
pre-milling/ pre-pulverisation | προάλεση |
premium | (καταβαλλόμενο ή εισπραττόμενο) δώρο, επιμίσθιο, πρόσθετη ή έκτακτη αμοιβή, πριμ |
preparation of construction joint surface | προετοιμασία επιφάνειας αρμού κατασκευής |
preparation of plan | τοπογράφηση, ετοιμασία τοπογραφικού χάρτη |
prepayment | προπληρωμή |
prequalification notice | προκήρυξη προεπιλογής |
prequalification | προεπιλογή |
prerequisite | προϋπόθεση |
present worth | παρούσα αξία |
preservation (eg of wood) | διατήρηση (ξυλείας) |
presplitting | προρηγμάτωση |
press | στριμώχνω, στύβω |
pressure cell | κύτταρο μέτρησης πίεσης |
pressure flow | ροή υπό πίεση |
pressure gauge | μετρητής πίεσης |
pressure grouting (foe watertightness) | ενέσεις (τσιμεντενέσεις) πίεσης |
pressure meter | πιεσόμετρο |
pressure reducing valve | βαλβίδα μείωσης πίεσης |
pressure relief pipes | στραγγιστήρια εκτόνωσης πιέσεων |
pressure relief valve | βαλβίδα ανακούφισης πίεσης |
pressure shaft | φρέαρ προσαγωγής |
pressure tunnel | σήραγγα υπό πίεση |
prestressed beams | προεντεταμένοι δοκοί |
prestressed concrete | προεντεταμένο σκυρόδεμα |
prestressed | προένταση |
prestressing reinforcement | οπλισμός προέντασης |
presttessed dam | προεντεταμένο φράγμα |
previous soil | διαπερατό εδάφους |
price level | επίπεδο τιμών |
priced Bill of Quantities | προμέτρηση - Προϋπολογισμός (Μελέτης ή Προσφοράς) |
prices effective at (a given time) | τιμές ισχύουσες σε καθορισμένη ημερομηνία |
primary crusher | παγοθραυστήρας |
priming depth | φορτίο εκκίνησης |
priming level | στάθμη εκκίνησης |
priming syphon | σίφωνας εκκίνησης |
priming | εκκίνηση |
principal stress | κύρια τάση |
pro forma | προφόρμα |
probable maximum flood; maximum probable flood (MPF)(US); maximum possible flood | μέγιστη πιθανή πλημμύρα |
procedure | διαδικασία |
profit | κέρδος |
profit | κέρδος, όφελος |
profitability | απόδοση |
progress report | έκθεση προόδου |
progressive failture | προοδευτική αστοχία |
prohibited area | απαγορευμένη περιοχή |
project appraisal | αξιολόγηση Έργου |
project approval | έγκριση Έργου για κατασκευή |
project designed foe staged development | έργο σχεδιασμένο για ανάπτυξη σε στάδια |
project Director | διευθυντής Έργου |
project Engineer | μηχανικός Έργου (Υπεύθυνος Μηχ/κος Έργου) |
project Implementation Permit | άδεια Εκτέλεσης Έργου |
project manager; Engineer’s Repressentative | διευθυντής Έργου, Εντεταλμένος Μηχανικός |
project organization | οργάνωση του Έργου (εργοταξίου) |
project Site | χώρος Εκτέλεσης του Έργου |
project | έργο |
project | σχέδιο, πλάνο, μελέτη |
projecting structural element | προβολή |
prop (vertical) | υποστύλωση |
proportional | αναλογικός |
propping (of a horizontal surface) (action) | υποστύλωση οριζόντιας επιφάνειας (ενέργεια) |
protection (against deterioration) | προστασία |
protective measures | μέτρα προστασίας |
provision, delivery and erection of | κατασκευή, μεταφορά και εγκατάσταση |
provisional acceptance | προσωρινή παραλαβή |
provisional report; interim report | προσωρινή (ενδιάμεση) έκθεση |
provisional sum. | προσωρινό (μερικό ) άθροισμα |
prudent | συνετός |
public fiscal authority (DOY) | ΔΟΥ |
public safety | δημόσια ασφάλεια |
public utility organisation (PUO) | οργανισμός κοινής ωφελείας (ΟΚΩ) |
pulverisation | άλεση |
pulvino (an element between an arch and it’s support) | πουλβίνο, (βάρθρο θεμελίωσης) |
pumped storage reservoir | ταμιευτήρας (δεξαμενή) άντλησης-ταμίευσης |
pumped storage scheme | έργο άντλησης - ταμίευσης |
purlin | τεγίδα |
pursuant to, in accordance | σύμφωνα |
quantity surveyor | επιμετρητής |
quarry material | υλικό λατομείου |
quarry | λατομείο |
quarrying | λατόμευση |
quatrzite | χαλαζίτης |
quick rock bearing | άμεση ανάληψη φορτίων βραχομάζας |
quicksand | ρευστοποιημένη άμμος |
quorum | απαρτία |
quotation | τρέχουσα επίσημη τιμή |
quotation, budget | προυπολογισμός |
radial adjustment | ακτινική διόρθωση |
radial displacement | ακτινική μετακίνηση |
radial gate; tainter gate | τοξωτό θυρόφραγμα |
radial stress | ακτινική τάση |
raft | σχεδία |
rafter | καδρόνι |
railway | σιδηροδρομική γραμμή |
rain days | βροχερές μέρες |
rain gauger station; rain gauger | βροχομετρικός σταθμός |
rain gauger | βροχόμετρο |
rain | βροχή |
rainfall data | στοιχεία βροχοπτώσεων |
rainfall recorder chart | βροχογράφημα |
rainfall records | μετρήσεις (καταγραφή) βροχοπτώσεων |
rainfall | βροχόπτωση |
rainfall-evaporation balance | ισοζύγιο βροχόπτωσης - εξάτμισης |
raised beach | ανυψωμένη παραλία |
raised separator | λωρίδα υπερυψωμένη διαχωριστική |
raised separator | λωρίς υπερυψωμένη διαχωριστική |
raised, elevated | ύψωση |
ramp | ράμπα που σε οδηγεί στα διόδια |
random fill | επίχωση με τυχαία υλικά |
random rockfill; quarry run rock; pit-run | τυχαίο υλικό λιθορριπής (προϊόν λατομείου χωρίς διαλογή) |
random vibration | τυχαία ταλάντωση |
range of head | εύρος διακύμανσης φορτίου |
range | εμβέλεια (εύρος) |
ranging rod | πάσσαλος ευθυγραμμίας (η καμπύλης) |
rapid hardening cement | τσιμέντο ταχείας σκλήρυνσης |
raske (for cleaning a screen) | κτένι (καθαρισμού εσχάρας) |
rate of internal return | επιτόκιο οριακής ωφελιμότητας |
rate | τιμή, δείκτης (αναλογία, ποσοστό) |
rated capacity (machine) | ονομαστική παροχή (μιας μονάδας) |
reach forming a boundary (between two countries) | συνοριακός ρους |
reach | ρους |
reading of piezometers | αναγνώσεις των πιεζόμετρων |
ready-mixed concrete | έτοιμο σκυρόδεμα |
real cost | πραγματικό κόστος |
reamer | διευρυντήρας |
recall, withdraw | ανακαλώ |
receiving station | σταθμός λήψης |
reconnaissance of a site | αναγνώριση μιας θέσης |
record drawings | σχέδιο «όπως κατασκευάστηκε» και επιμετρικό σχέδιο |
record | ρεκόρ |
recording rain gauge; rainfall recorder | βροχογράφος, αυτογραφικό βροχόμετρο |
recovery ratio | λόγος ανάκτησης |
recreation area; leisure area | περιοχή αναψυχής (ψυχαγωγίας) |
recreation centre | κέντρο αναψυχής (ψυχαγωγίας) |
recreation; leisure | αναψυχή, ψυχαγωγία |
rectify, correct | διορθώνω, επανορθώνω |
recurrence interval | περίοδος επανάληψης |
re-drilling | επαναδιάτρηση |
reel | τύμπανο περιέλιξης |
reference grid | κάνναβος αναφοράς |
reference Interest Rate | επιτόκιο Αναφοράς |
reference system (monitoring) | σύστημα αναφοράς |
references | συστάσεις |
refinery bypass | πράκαμψη διυλιστηρίου |
reflected wave | ανακλώμενο κύμα |
reflux valve; not return valve | βαλβίδα αντεπιστροφής |
refuge pedestrians island | προστατευτική, καταφύγιο προστασίας πεζών |
refuge pedestrians island | προστατευτική, καταφύγιον προστασίας πεζών |
refusal density point | σημειο μη επιδεχόμενο περαιτέρω συμπύκνωσης |
refusal pressure | πίεση άρνησης |
refusal | άρνηση, μη αποδοχή, απόρριψη |
regime | καθεστώς ροής |
regional railway | προαστιακός |
regional | περιφερειακός |
registration | καταγραφή, καταχώρηση |
regulated flow | ρυθμισμένη παροχή |
regulating dam | ρυθμιστικό φράγμα |
regulating gate; regulating valve | θυρόφραγμα ρύθμισης, βαλβίδα ρύθμισης |
regulating reservoir | αναρρυθμιστικός ταμιευτήρας |
regulation | ρύθμιση |
regulations | κανονισμοί |
reinforced concrete | οπλισμένο σκυρόδεμα |
reinforced concrete | σκυρόδεμα ενισχυμένο με σίδηρο |
reinforced earth dam | φράγμα από «οπλισμένο» χώμα |
reinforced rockfill | οπλισμένη λιθορριπή |
reinforcement bars | σιδηροί οπλισμοί |
reinforcement drawing | σχέδιο οπλισμού |
reinforcement | οπλισμός |
reinforcing bar spacer | εξάρτημα εξασφάλισης αποστάσεως ράβδων |
reinforcing bar spacing (centre to centre) | απόσταση ράβδων οπλισμού (από κέντρο σε κέντρο) |
reinforcing bars | ράβδοι οπλισμού |
reinforcing gussets | αντηρίδες ενίσχυσης |
reinsure | αντασφαλίζω |
reinsurer | αντασφαλιστής |
rejection surge (induced by rapid closure of a power canal) | κύμα από απόρριψη φορτίου |
reliable | αξιόπιστος |
relief wells | ανακουφιστικά φρέατα (Φρέατα εκτόνωσης πιέσεων) |
relief/anaglyph/landscape | ανάγλυφο |
remotely controlled power station | τηλεχειριζόμενος σταθμός με στοιχειώδη φύλαξη |
remuneration | ανταμοιβή, αντάλλαγμα |
repair | επισκευή |
require | ζητώ |
require | χρειάζομαι |
resection | οπισθοτομία |
reservoir area | έκταση (εμβαδόν) επιφάνειας ταμιευτήρα |
reservoir capacity; gross capacity of reservoir; gross storage; storage capacity | συνολικός όγκος (χωρητικότητα) ταμιευτήρα |
reservoir flood routing | ανάσχεση πλημμύρας σε ταμιευτήρα |
reservoir for low flow augmentation | ταμιευτήρας για αύξηση μικρών φυσικών παροχών |
reservoir for power generation | ταμιευτήρας για παραγωγή ενέργειας |
reservoir impounded by front and side embankments | ταμιευτήρας δημιουργούμενος από μετωπικά και πλευρικά αναχώματα |
reservoir level | στάθμη ταμιευτήρα |
reservoir operation | λειτουργία ταμιευτήρα |
reservoir shore; area capacity curves; reservoir banks | όχθη ταμιευτήρα |
reservoir surface | επιφάνεια ταμιευτήρα |
reservoir surrounded by embankments (or dikes) | ταμιευτήρας δημιουργούμενος με περιμετρικό ανάχωμα |
reservoir with natural inflow | ταμιευτήρας με φυσικές εισροές |
reservoir; man-made lake | ταμιευτήρας ή τεχνητή λίμνη |
reservoirs in cascade | ταμιευτήρες σε σειρά ή διαδοχικοί ταμιευτήρες |
residual clay | αυτόχθων άργιλος |
residual flow | απομένουσα παροχή |
residual stress | παραμένουσα τάση |
resistors | αντιστάσεις |
resolution of forces | ανάλυση δυνάμεων |
resonance | συντονισμός |
response spectra analysis | ανάλυση σε φάσματα απόκρισης |
rest area, lay-bay | θέσις αναπαύσεως |
rest areas | σταθμός Εξυπηρέτησης Αυτοκινητιστών - ΣΕΑ |
restitution | παλινόρθωση, αποκατάσταση |
restricted tender | κλειστός διαγωνισμός |
resultant load | συνισταμένη των φορτίων |
retaining wall | τοίχος αντιστηρίξεως |
retaining wall | τοίχος αντιστήριξης |
retaining walls | τοίχος αντιστήριξης |
retarder | επιβραδυντικό (πήξης) |
retention of nutrients by reservoires; entrapment of nutrients by reservoirs | κατακράτηση θρεπτικών ουσιών από τους ταμιευτήρες |
retention water level elevation; normal water level elevation | ανώτατη στάθμη λειτουργίας |
retention water level; top water level; normal top water level; full supply level; normal water level | ανώτατη στάθμη λειτουργίας |
return pipe | σωλήνας επιστροφής |
re-use of excavated material | επαναχρησιμοποίηση προϊόντων εκσκαφής |
revenue | έσοδο |
reversed load | αντίστροφο φορτίο |
reversible deformation | ανατρέψιμη παραμόρφωση |
rhyolite | ρυόλιθος |
rich concrete | σκυρόδεμα με μεγάλη περιεκτικότητα τσιμέντου |
richter scale | κλίμακα Richter |
riding quality | ποιότητα κύλισης οδοστρώματος |
rift | τεκτονικό βύθισμα |
right bank tributary | παραπόταμος που συμβάλλει στην δεξιά όχθη του ποταμού, δεξιός παραπόταμος |
right of Way or Rights of Way | δικαίωμα Πρόσβασης ή Δικαιώματα Πρόσβασης |
right of way, width | ζώνη απαλλοτριώσεως |
rights of preemption | δικαίωμα τελευταίας ένστασης-άρνησης |
ring follower gate; ring seal gate; paradox gate | δακτυλιωτό θυρόφραγμα |
ring | περιφερειακός |
ringer crane | περιστρεφόμενος γερανός |
ripper | αναμοχλευτήρας |
riprap | λιθορριπή προστασίας, Rip- rap |
risk allowance | προσαύξηση για κάλυψη απροβλέπτων (ρίσκου) |
river basin | λεκάνη απορροής ποταμού |
river course | ρεύμα ποταμού |
river flood routing | διάδοση πλημμύρας κατά μήκος του ποταμού |
river gravel | χαλίκια ποταμού |
river intake | ποτάμια υδροληψία |
river mouth | εκβολές ποταμού |
river network; stream drainage pattern | υδρογραφικό δίκτυο |
river stage; river level | στάθμη ποταμού |
river training | διευθέτηση κοίτης ποταμού |
river | ποταμός |
road cross-section in a cutting | διατομή εν εκχώματι |
road cross-section in a cutting | διατομή σε έκχωμα |
road cross-section on an embankment | διατομή επιχώματι |
road cross-section on an embankment | διατομή επιχώματος |
road limit | εύρος καταλήψεως, Όριο |
road limit | εύρος καταλήψεως, Όριον |
road or railway siversion; road oe railroad relocation | μετατόπιση συγκοινωνιακών γραμμών (δρόμου ή σιδηροδρομικής γραμμής) |
road yard | παράπλευρη οδός |
roadbed | σώμα της οδού |
road-site | έρεισμα ακραίο |
roadway of dam | δρόμος στη στέψη του φράγματος |
roadway | κατάστρωμα οδού, λεωφόρος |
roadway, carriageway | οδόστρωμα οδού |
roadway, road surface | οδόστρωμα |
rock abutment | βραχώδης αντέρεισμα |
rock bolt | αγκύριο βράχου |
rock cut area | περιοχή εκβραχισμού |
rock mechanics | βραχομηχανική |
rock quality designation (RQD) (total percentage of pieces of drill core within a drill run which exceed 10 cm in length) | δείκτης ποιότητας βράχου (R.q.d.) (συνολικό ποσοστό τεμαχίων από τον πυρήνα μιας γεώτρησης, που έχουν μήκος μεγαλύτερο των 10 εκ.) |
rockfall | καταπτώσεις βράχου |
rockfill dam with asphaltic concrete cone wall | λιθόρριπτο φράγμα με πυρήνα από ασφαλτικό σκυρόδεμα |
rockfill dam with concrete facing, membrane or diaphragm | λιθόρριπτο φράγμα με ανάντη πλάκα από σκυρόδεμα |
rockfill dam with vertical (or inclined) clay core | λιθόρριπτο φράγμα με κατακόρυφο (ή κεκλιμένο) αργιλικό πυρήνα" |
rockfill dam | λιθόρριπτο φράγμα |
rod | ράβδος (πάσσαλος) |
rolation firing | ανατίναξη με ανακυκλούμενες πυροδοτήσεις |
roll wave | κυλιόμενο κύμα ή στροβιλιζόμενο κύμα |
rolled curb | κράσπεδο στρογγυλεμένο |
roller bits | περιστρεφόμενα βίδια |
roller drum gate; rolling gate | κυλινδρικό θυρόφραγμα |
roller gate; stoney gate | θυρόφραγμα Stoney |
roller | κυλινδροσυμπιεστής, οδοστρωτήρας |
roller | οδοστρωτήρας/ συμπυκνωτής |
roof gate; roof weir; bear trap gate | κεκλιμένο επίπεδο κατακλινόμενο θυρόφραγμα |
roof weir; bear trap dam | φράγμα με κεκλιμένο επίπεδο κατακλινόμενο θυρόφραγμα |
rooter | εκριζωτήρας, εκσκαφέας |
rotary crusher; cone crusher | κυλινδρικός θραυστήρας |
rotary island, roundabouts | νησίδα κυκλικής κυκλοφορίας |
rotary island, roundabouts | νησίς κυκλικής κυκλοφορίας |
rotary servomotor | περιστροφικός σερβομηχανισμός |
rotary valve; sphere valve | σφαιρική βαλβίδα |
rotating hammer drill | περιστροφικό κρουστικό |
rotating shovel | περιστροφικό μηχανικό πτύο |
rotation | περιστροφή |
rough terrain crane | γερανός με ικανότητα κίνησης σε ανώμαλο έδαφος |
rough terrain model | δυσχερές τοπογραφικό ανάγλυφο |
rough | τραχύς |
roughness tests | δοκιμές ομαλότητας |
round head buttress dam | αντηριδωτό φράγμα με στρογγυλές κεφαλές |
route | χάραξη |
routine maintenance | περιοδική κανονική συντήρηση, συντήρηση ρουτίνας |
routine overhaul; preventive maintenance | προληπτική συντήρηση, περιοδική συστηματική συντήρηση |
routing | στρογγύλευμα πρανούς |
row shooting | ανατίναξη εν σειρά |
royghness | τραχύτητα |
rubble dam | φράγμα από ξηρολιθοδομή |
running costs; operating costs | κόστος λειτουργίας |
running sand; quick sand | ρέουσα άμμος |
runoff coefficient | συντελεστής απορροής |
runoff | απορροή |
run-of-river power station | σταθμός παραγωγής χωρίς αναρίθμηση (ταμιευτήρα) |
rutting | τροχοαυλάκωση |
saddle dam | αυχενικό φράγμα |
saddle spillway | αυχενικός εκχειλιστής |
saddle | αυχένας |
safety factor against shear failure | συντελεστής ασφαλείας σε διατμητική αστοχία |
safety factor against sliding | συντελεστής ασφαλείας σε ολίσθηση |
safety fence, guard | μεταλλικό στηθαίο ασφαλείας |
safety limit | όριο ασφαλείας |
safety regulations | κανονισμοί ασφαλείας |
safety space | διάκενο ασφαλείας οχήματος |
safety space | διάκενον ασφαλείας οχήματος |
safety zone | ζώνη ασφαλείας πεζών |
sailing | ιστιοπλοία |
sand blasting | αμμοβολή |
sand drain | στραγγιστήριο άμμου |
sand replacement method | μέθοδος ισοδύναμου άμμου |
sand trap scour gate | θυρόφραγμα έκπλυσης αμμοσυλλέκτη |
sand trap | εξαμμωτής, αμμοσυλλέκτης |
sand | άμμος |
sandstone | ψαμμίτης |
sapping | υποσκάπτω |
saturation curve | καμπύλη κορεσμού |
saw blade cutter | διαμαντοκόφτης |
scaffolding; falsework | ικρίωμα, σκαλωσιά |
scale effect | επιρροή της κλίμακας |
scale model study | μελέτη σε ομοίωμα (μοντέλο) υπό κλίμακα |
scale of aerial photograph | κλίμακα αεροφωτογραφίας |
scaling | αποφλοίωση |
scarified | αποξεσμένα/ φρεζαρισμένα |
scenic route | μονοπάτια σε αξιοσημείωτο φυσικό περιβάλλον |
schedule of prices | τιμολόγιο |
scheme; project | έργο |
schist | σχιστόλιθος |
schistosity | σχιστότητα |
sclerometer | σκληρόμετρο |
scope of the works | αντικείμενο των εργασιών |
scour culvert | αγωγός έκπλυσης προσχώσεων ή αγωγός καθαρισμού (δια μέσου του σώματος του φράγματος) |
scour hole | κοίλωμα από διάβρωση |
scour outlet; scour sluice | διώρυγα (άνοιγμα) έκπλυσης προσχώσεων ή καθαρισμού |
scour pipe | αγωγός έκπλυσης ή αγωγός καθαρισμού |
scour tunnel | σήραγγα έκπλυσης προσχώσεων ή σήραγγα καθαρισμού |
scouring of sediment at low water level | έκπλυση προσχώσεων σε χαμηλές στάθμες νερού |
scouring | υποσκαφή |
scouring; undermining | υποσκαφή |
scrape | απόξεση |
scraper | αποξεστήρας, χωματοσυλλέκτης |
screeded finish | μόρφωση με τράβηγμα |
screen cleaning machine; trashtrack rake gantry | μηχάνημα (σύστημα) καθαρισμού εσχάρας |
screen | κόσκινο |
screen; trashrack | εσχάρα |
screening plant | συγκρότημα, εγκατάσταση κοσκινίσματος |
screenings | προϊόντα καθαρισμού σχάρας |
screw, bolt | κοχλίας |
sealing coat | στεγανωτική επάλειψη |
sealing strip | μεταλλική στεγανωτική ταινία |
sealing with fines; silation | σφράγισμα με λεπτόκοκκο υλικό |
sealing works | εργασίες στεγάνωσης |
searching for sites | έρευνα για θέσεις |
seasonal storage | εποχιακή αποθήκευση |
secant pile cut off | διάφραγμα αλληλοτεμνόμενων πασσαλων |
secant piles | αλληλοτεμνόμενοι πάσσαλοι |
second stage concrete | σκυρόδεμα 2ου σταδίου |
secondary energy; non firm energy; secondary power (Gwh) | δευτερεύουσα ενέργεια (Gwh) |
secondary reinforcement (prestressed concrete) | χαλαρός (δευτερεύων) οπλισμός (προεντεταμένου σκυροδέματος) |
secondary reservoir and connecting aqueduct | δευτερεύων ταμιευτήρας και συνδετήριος υδαταγωγός (με τον κύριο ταμιευτήρα) |
secondary stress | δευτερεύουσα τάση |
secondary weirs and intakes | δευτερεύουσες υδροληψίες |
second-hand plant; second-hand equipment | μεταχειρισμένα μηχανήματα, νοικιασμένος εξοπλισμός |
sediment transport; solids transport | στερεομεταφορά |
sediment | προσχωματικά υλικά, ιζήματα |
sediment; sediment deposit | απόθεση φερτών υλικών |
sedimentary rock | ιζηματογενές πέτρωμα |
sedimentation; silting | προσχώρηση |
seepage collar | διάφραγμα ανακοπής της διήθησης |
seepage measurement | μετρήσεις διαρροής |
seepage path | διαδρομή διήθησης |
seepage pattern | δίκτυο διήθησης |
seepage | διήθηση |
seismic fault | σεισμικό ρήγμα |
seismic intensity | σεισμική ένταση |
seismic motion | σεισμική κίνηση |
seismic wave; shock wave | σεισμικό κύμα |
seismograph | σεισμογράφος |
seismometer | σεισμόμετρο |
seismoscope | σεισμοσκόπιο |
select tender list | κατάλογος επιλογής διαγωνιζομένων |
selected fill | επίχωση από επιλεγμένα υλικά |
selected rockfill | επιλεγμένο υλικό λιθορριπής |
selective widthdrawal (from selected depth in reservoir) | επιλεκτική δειγματοληψία |
self drilling rock bolts | ήλοι με αυτοδιατρητική κεφαλή |
self propelled crane | αυτοκινούμενος γερανός |
self weight | ίδιο βάρος |
self-closing valve | θυρόφραγμα ή βαλβίδα αυτόματου κλεισίματος |
semi-base load power station; semi base load plant | σταθμός κυμαινόμενου φορτίου (ημιβάσης) |
semi-outdoor powerplant | υμιυπαίθριος σταθμός παραγωγής (χώρος γεννητριών στεγασμένος) |
sensitivity of the regulation | ευαισθησία ρύθμισης |
sensor | αισθητήριο |
separator | λωρίδα διαχωριστική |
separator | λωρίς διαχωριστική |
septic tank | σηπτικός βόθρος |
series of power station; chain of power plants | σειρά σταθμών παραγωγής |
service road | οδός υπηρεσίας |
service valve | θυρόφραγμα λειτουργίας, βαλβίδα λειτουργίας |
service | υπηρεσία |
serviceability | επιτελεστικότητα |
set of record drawings | σειρά σχεδίων «όπως κατασκευάστηκε» και επιμετρικών Σχεδίων |
set of rollers (for roller gate) | σύστημα τροχών (για κυλιόμενο θυρόφραγμα) |
set | πήξη |
setting out (of the works) | τοπογραφκή χωροθέτηση (των έργων) |
setting out line | γκαμπαρι, μοδίνα, περασιά, γραμμή αναφοράς |
setting out line | γραμμή αναφοράς |
setting time | χρόνος πήξης |
settings (deep, shallow) | βύθιση (στροβίλου ή αντλίας), (ρηχή ή βαθιά) |
settlement device | συσκευή μέτρησης καθιζήσεων (καθιζησίμετρο) |
settlement of disputes | διακανονισμός διαφωνιών (διαφορών) |
settlement | καθίζηση |
settling lagoon; settling basin; desilting | λεκάνη (δεξαμενή) |
severally and jointly | νομ. από κοινού και εις ολόκληρον |
sewer outfall | έξοδος αποχετευτικού αγωγού |
sewer system, sewerage | αποχέτευση |
sewer | αγωγός αποχετεύσεως, υπόνομος |
shaft power station | σταθμός παραγωγής σε φρέαρ |
shaft sinking | εκσκαφή φρέατος (πηγαδιού) |
shaft spillway | φρεατοειδής εκχειλιστής |
shaft | άξονας |
shaft | φρέαρ, πηγάδι |
shaking screen | παλινδρομικό κόσκινο |
shale | αργιλικός σχιστόλιθος (ιζηματογενής) |
shallow earthquake | αβαθής σεισμός (0-70χλμ) |
shape of reservoir basin | σχήμα του ταμιευτήρα |
shaping the foundation | μόρφωση επιφάνειας θεμελίωσης |
share out, distribute | διανέμω, κατανέμω |
sharp crested weir | εκχειλιστής λεπτής στέψης |
sharp edged orifice | στόμιο με αιχμηρά χείλη |
sharp transition | απότομη συναρμογή |
shear force | διατμητική δύναμη |
shear joint | διατμητική διάκλαση |
shear key; keyway | αντιδιατμητική οδόντωση αρμού |
shear strength | αντοχή σε διάτμηση |
shear stress | διατμητική τάση |
shear surface | επιφάνεια διάτμησης |
shear test | δοκιμή σε διάτμηση |
sheep foot vibratory roller | οδοστρωτήρας/ συμπυκνωτής με πόδια αρνιού |
sheepsfoot roller Grid roller | κυλινδροσυμπιεστής τύπου κατσικοπόδαρου |
sheer crack | διατρητική τομή |
sheet pile cut off | διάφραγμα από πασσαλοσανίδες |
sheet pile wall | τοίχος από πασσαλοσανίδες |
sheet pile | πασσαλοσανίδα |
sheet piling | διάφραγμα από πασσαλοσανίδες |
shell curves | χαρακτηριστικές καμπύλες λειτουργίας στροβίλων |
shield | ασπίδα διάνοιξης σήραγγας |
shift (two or three shift working) | βάρδια ( εργασία με δύο ή τρεις βάρδιες) |
shifting of the bed; shifting of the main channel | μετατόπιση κοίτης |
shipping note | δελτίο αποστολής |
shooting | κυνήγι (με όπλο) |
shooting; blasting | ανατίναξη |
shore | ακτή, παραλία |
shoreline; bankline | περίγραμμα ή περίμετρος ταμιευτήρα |
shoring (of a vertical surface) (action) | ξυλότυπος (σανίδωμα) κατακόρυφης επιφάνειας (ενέργεια) |
shortage | έλλειψη, ανεπάρκεια |
shotcrete | εκτοξευμένο σκυρόδεμα |
shoulder | έρεισμα |
shoulder, road site | έρπισμα |
shoulder; shell | σώμα στήριξης |
shovel bucket | κάδος μηχανικού πτύου |
shovel | μηχανικό πτύο |
shrinkage limit (Ws) | όριο συρρίκνωσης(WS ) |
shrinkage | συστολή |
side embankment | πλευρικό ανάχωμα |
side intake | πλευρική υδροληψία |
side psillway | πλευρικός εκχειλιστής |
side strip, margin, verge | έρεισμα μη σταθεροποιημένον |
side walks, Footway | λωρίς κυκλοφορίας πεζών |
side | πλευρά, όχθη |
sieve | κόσκινο |
sighing of the contract | υπογραφή σύμβασης |
signage | σήμανση |
signal ( any object visible from a long distance for surveying e.g. beacon, church spire) | σήμα ( κάθε αντικείμενο ορατό από μεγάλη απόσταση για χρήση τοπογραφική λ.χ φάρος - καμπαναριό) |
significance, scope, extent | ενδιαφέρον, σημασία |
sill (crest of spillway) | στέψη εκχειλιστή |
sill (of gate, stoplog) | κατώφλι, έδραση (θυροφράγματος, δοκού έμφραξης) |
sill | κατώφλι |
silt sampler | δειγματολήπτης ιλύος |
silt trap scour gate | θυρόφραγμα έκπλυσης ιλυοσυλλέκτη |
silt | ιλύς |
siltation; filling with mud | απόθεση ιλύος |
silting (of a river or reservoir) | προσχώρηση |
similitude criteria | κριτήρια ομοιότητας (προσομοίωσης) |
similitude | ομοιότητα (προσομοίωση) |
single bar | μεμονωμένη ράβδος |
single curvature arch dam | τοξωτό φράγμα διπλής καμπυλότητας |
single layer lining | επένδυση με μία στρώση |
sink hole | δολίνη |
sink | καταβόθρα |
sinking fund | τοκοχρεολυτικό κεφάλαιο |
site appraisal | εκτίμηση της καταλληλότητας μιας θέσης |
site clearance | αποψίλωση και εκχέρσωση (του χώρου των έργων) |
site huts; site accommodation | εργοταξιακά οικήματα |
site investigation; site exploration | επιτόπια έρευνα (διερεύνηση, εξερεύνηση) |
site office | εργοταξιακό γραφείο |
site railway | εργοταξιακή σιδηροδρομική γραμμή |
site road | εργοταξιακός δρόμος |
site | επιλογή θέσης ή χάραξης (χάραξη διώρυγας, δρόμου, γραμμής ηλεκτρικής μεταφοράς) |
site | θέση |
siting (of a dam) | επιλογή θέσης του άξονα φράγματος |
sketch | σκαρίφημα |
ski run; piste | πίστα σκι |
skijump spillway | εκχειλιστής με κατασκευή εκτόξευσης |
skimming wall; scum board | τοίχος διαχωρισμού του καθαρού νερού |
skip;bucket | κάδος, μπένα |
sky-horse | κινητό αντίβαρο γερανού |
slab | πλάκα |
slab | πλάκα σκυροδέματος, κατάστρωμα, το |
slab | πλάκα σκυροδέματος, πλάκα πρόσβασης, η |
slate | σχιστόλιθος (μεταμορφωμένος) |
slave station. operating principle | αυτόματος σταθμός Αρχή λειτουργίας |
sledge | σφύρα, βαριά |
slices method (slope stability) | μέθοδος κατακόρυφων λωρίδων (ευστάθεια πρανούς) |
sliding floor | ολισθαίνον δάπεδο |
sliding formwork; slip form | ολισθαίνοντες ξυλότυποι |
sliding | ολίσθηση |
slip circle | κύκλος ολίσθησης |
slip joint; dismantling flange; sliding flange | αρμός αποσυναρμολόγησης |
slope (of a hill or mounain) | κλιτύς, πλαγιά (λόφου ή βουνού) |
slope failure (embankment or cutting) | αστοχία τεχνητού πρανούς (αναχώματος ή εκσκαφής) |
slope failure (natural ground) | αστοχία φυσικού πρανούς |
slope of an embankment | πρανές αναχώματος, επιχώματος |
slope of an excavation | πρανές εκσκαφής |
slope of cutting | πρανές εκ’ χώματος |
slope protection; revetment | προστασία πρανούς |
slope stake; slope peg | πασσάλωση πρανούς (φρυδιού εκσκαφής) |
slope talus | κορήματα πλαγιάς |
slope | κλίση ( ως προς την οριζόντια) |
slope | πρανές |
slope, bank | πλαγιά |
sloped curb | κράσπεδο κεκλιμένο (λοξό) |
slopes in cuts | όρυγμα, τo |
sloping upstream face | κεκλιμένο ανάντη μέτωπο |
slotted bucket basin | λεκάνη αποτόνωση με κυκλική σκάφη αναπήδησης με δόντια , βυθισμένη |
sloughing of an embankment; sloughing of a cutting | αστάθεια αναχώματος ή φυσικού πρανούς (από εσωτερική διάβρωση) |
sluice gate; penstock (U.k); slie gate | ολισθαίνον θυρόφραγμα |
sluice section (part of a structure containing sluices) | τμήμα του φράγματος ή εκχειλιστή εξοπλισμένο με θυροφράγματα ή βαλβίδες |
sluice; undersluice | άνοιγμα με θυροφράγματα ή βαλβίδα |
sluiceway | διώρυγα απαγωγής (φυγής) |
slump cone | κώνος δοκιμής κάθισης |
slump test | δοκιμή κάθισης |
slump tests | δοκιμές κάθισης |
slump | κάθιση |
slurry trench | τάφρος σκαμμένη με αιώρημα μπετονίτη |
slurry | αιώρημα |
small valley; dale | μικρή κοιλάδα |
smooth drum vibrating roller | δονητικός οδοστρωτήρας με λείο τύμπανο |
smooth shooting | απαλή μετάτμηση |
smooth | λείος |
smoothing tool | εργαλείο εξομάλυνσης, εργαλείο λείανσης, σβουράκι |
snow cover; snow pack | χιονοκάλυψη, κάλυμμα χιονιού |
snow gauge | χιονόμετρο |
snow records | μετρήσεις (καταγραφή) χιονοπτώσεων |
snow | χιόνι |
snowfall | χιονόπτωση |
snowmelt storage | χιονοαποθήκευση σε νερό |
snowmelt | τήξη (λιώσιμο) του χιονιού |
soffit | κάτω παρειά δοκού |
soft loan; low interest loan | χαμηλότοκο δάνειο |
softening point | σημείο μέλθωσης |
soil anchors | αγκύρια εδάφους |
soil mechanics | εδαφομηχανική |
soil pofile | εδαφική τομή |
soil susceptible frost action | έδαφος υποκείμενο σε δράση παγετού |
soil work | χωματουργικές εργασίες |
soil-cement | μίγμα χώματος-τσιμέντου |
solid bucket basin; roller bucket basin | λεκάνη αποτόνωσης με ολόσωμη κυκλική σκάφη αναπήδησης, βυθισμένη |
solid head buttress dam | αντηριδωτό φράγμα με διευρυμένες κεφαλές |
solitary wave | μονήρες κύμα |
sound barrier | ηχόφραγμα ή ηχομονωτικά πετάσματα |
sounding weight | βάρος (έρμα) βυθομέτρησης, (χελώνη) |
sounding | πειραματική διερεύνηση ποιότητας υποβάθρου |
soundness of aggregates | ανθεκτικότητα αδρανών |
soundness test | δοκιμή υγέιας πετρώματος |
sowing grass seed | σπορά χλοοτάπητα |
spalling | απόθραυση |
spalling | επιφανειακή θραύση και απόσταση |
span | άνοιγμα |
spare parts | ανταλλακτικά |
spare unit; standby unit | εφεδρική μονάδα |
special Conditions of Contract SCC | ειδική Συγγραφή Υποχρεώσεων |
Special Service for managing Road Accesses & Networks (SS/RAN ) | Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης Προσβάσεων και Οδικών Αξόνων (ΕΠ/ΠΟΑ) |
Special Service for managing Road networks, Ports & Urban Development (SS/RNPUD) | Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης Οδικών Αξόνων, Λιμανιών και Αστικής Ανάπτυξης (ΕΠ/ΟΑΛΑΑ) |
specialist | ειδικός, ειδικευμένος |
specific energy | ειδική ενέργεια |
specific heat | ειδική θερμότητα |
specific yield (l/s/km2) | ειδική παροχή (λ/δλ/χλμ2) |
specification | προδιαγραφές |
specification | προδιαγραφή |
specifications | προδιαγραφές |
spectrum | φάσμα |
spillage loss | απώλεια υπερχείλισης |
spillage | υπερχείλιση |
spillway bridge | γέφυρα εκχειλιστή |
spillway capacity | παροχετευτικότητα του εκχειλιστή, μέγιστη προχετευτικότητα εκχειλιστή |
spillway channel | διώρυγα εκχειλιστή |
spillway chute | κεκλιμένη διώρυγα (διώρυγα πτώσης) εκχειλιστή |
spillway culvert | αγωγός εκχειλιστή (στο σώμα φράγματος) |
spillway gate; flood gate | θυρόφραγμα εκχειλιστή |
spillway pier | μεσόβαθρο εκχειλιστή |
spillway tunnel | σήραγγα εκχειλιστή |
spillway | εκχειλιστής, εκχειλιστής πλημμύρων |
splayed footing | αμφίπλευρο πέδιλο |
split ring; extractor | εξολκέας |
splitter | τοιχίο διαχωρισμού |
spoil dumps | χωματερή |
sprayed concrete; shotcrete | εκτοξευμένο σκυρόδεμα |
spreader | αντηρίδα, τεντόξυλο, δοκός αντιστήριξης |
spreader; stretcher | αντηρίδα, τεντόξυλο, δοκός αντιστήριξης |
spring | πηγή |
springing line (of intrados or extrados) | γραμμή γενέσεων τόξων (εσωραχίου ή εξωραχίου) |
springing of extrados | γένεση εξωράχιου |
springing of intrados | γένεση εσωράχιου |
springing | γένεση τόξου |
sprinkler irrigation | άρδευση με καταιονισμό (τεχνητή βροχή) |
sprocket chain | αλυσίδα Galle |
spun concrete | σκυρόδεμα φυγοκεντρωμένο |
squared timber | ορθογωνισμένη ξυλεία |
sreambed;river bed; main channel | κοίτη ρεύματος, κοίτη ποταμού |
stability of regulation | ευστάθεια ρύθμισης |
stability of reservoire slopes | ευστάθεια πρανών ταμιευτήρα |
stabilized shoulder | έρεισμα σταθεροποιημένο |
stable channel; stable bed | σταθερή κοίτη ποταμού |
stable grout | σταθερό ένεμα |
staff gauge; depth gauge | σταθμημετρική κλίμακα |
staff man; rodman | στοχοφόρος |
stage grouting | ενέσεις (τσιμεντενέσεις) κατά στάδια |
staged development of a project | ανάπτυξη σε στάδια ενός Έργου |
stage-discharge curve | καμπύλη στάθμης -παροχής |
staging | πατάρι σκαλωσιάς |
stainless steel | ανοξείδωτος χάλυβας |
stainless steel | χάλυβας, ατσάλι |
stand pipe piezometer; open pipe piezometer | σωληνωτό πιεζόμετρο |
standard penetration test (SPT) | πρότυπη δοκιμή διείσδυσης (SPT) |
standard specification | πρότυπη προδιαγραφή |
standing wave flume | υδαταγωγός μέτρησης στάσιμου κύματος |
stank; partial bulkhead | πρόφραγμα ή διάφραγμα ή πώμα έμφραξης (διώρυγας ή σήραγγας) |
starter bars | αναμονές |
state corporation | δημόσια επιχείρηση |
state New Sections Acceptance Protocol | πρωτόκολλο Παραλαβής Νέων Τμημάτων Δημοσίου |
state New Sections | νέα Τμήματα Δημοσίου |
state | δημόσιο |
statement of original conditions | καταγραφή συνθηκών |
statute (up to date) | καταστατικό (ενήμερο, ενημερωμένο) |
steady flow | μόνιμη (σταθερή) ροή |
steam curing | συντήρηση με ατμό |
steel fibre reinforced concrete | σκυρόδεμα οπλισμένο με χαλύβδινες ίνες |
steel reinforced | ενισχυμένο με σίδηρο (δες παραπάνω στο hormigon armado lleva hierro dentro) |
steel-concrete bond coefficient | συντελεστής συνάφειας χάλυβα - σκυροδέματος |
steep | απότομος |
steep-walled valley | κοιλάδα με απότομα αντερείσματα |
stereo pair | στερεοσκοπικό ζεύγος (αεροφωτογραφιών) |
stiffness matrix | μητρώο ακαμψίας |
stilling basin; stilling pool | λεκάνη ηρεμίας, αποτόνωση (καταστροφής) ενέργειας. (λεκάνη αποτόνωσης ενέργειας μέσω υδραυλικού άλματος) |
stirrup; link | συνδετήρας |
stone pitching with filled joints (squared masonry,precast blocks) | αρμολογημένη λιθοτομή |
stop log storage site | θέση αποθήκευσης δοκών έμφραξης |
stoplogs | δοκοί έμφραξης |
stoppage for yearly overhaul | διακοπή για ετήσια επιθεώρηση και συντήρηση |
storage capacity | χωρητικότητα για αποθήκευση |
storage facilities and collecting works | έργα αποθήκευσης και συλλογής νερού |
storage facilities | έργα αποθήκευσης |
storage rain gauger | αθροιστικό βροχόμετρο |
storage reservoir; conservation reservoir | ταμιευτήρας αποθήκευσης |
storage | αποθήκευση |
storage | χωρητικότητα |
straight (section between meanders) | ευθύγραμμο τμήμα (μεταξύ μαιάνδων) |
strain at failure | ανηγμένη παραμόρφωση κατά τη θραύση |
strain gauge | μετρητής παραμόρφωσης, μηκυνσιόμετρο |
strain | ανηγμένη παραμόρφωση |
strained wire | συρματόσχοινο |
strand | κλώνος συρματόσχοινου |
stratified flow | διαστρωματωμένη ροή (ρεύμα) |
stratigraphy | στρωματολογία |
stratum; layer | στρώμα |
stream | ρεύμα, ρέμα |
streambed intake | υδροληψία πυθμένα |
strength | αντοχή |
strengthening of a dam | ενίσχυση φράγματος |
stress meter | τασόμετρο |
stress | τάση |
stretch (of a river) | τμήμα (ποταμού) |
strike | απεργία |
strike; trend | παράταξη |
stripped surface of concrete (without any finishing treatment) | επιφάνεια σκυροδέματος άγρια (χωρίς επεξεργασία τελειώματος) |
stripping topsoil | αφαίρεση φυτικής γης |
stripping | υδροφιλία |
strong motion seismograph | σεισμογράφος ισχυρής δόνησης |
structural concrete | σκυρόδεμα κατασκευών |
structural model | στατικό ομοίωμα (μοντέλο) |
structural timber | ξυλεία κατασκευών, δομική ξυλεία |
structure | κατασκευή |
structure | τεχνικά στατικά, δομή, σκελετός, πλαίσιο |
structure | τεχνικό |
strut (horizontal) | οριζόντια αντηρίδα, αντιστήριξη |
subbase | υποβάση |
subcontract | σύμβαση υπεργολαβίας |
subcontractor | υπεργολάβος |
sub-contractor | υπεργολάβος |
subcritical flow; tranquil flow | υποκρίσιμη ροή ή ποτάμια ροή |
subglacial stream | υποπαγετωνικό ρέμα |
subject to | υποκείμενος, υπεξούσιος, υποτελής |
submerged area | κατακλυσμένη περιοχή |
submerged intake | βυθισμένη υδροληψία |
submerged | βυθισμένος |
submerged; drowned | βυθισμένος |
subsidiary generating set using compensation water discharge | εξοπλισμός παραγωγής ενέργειας από τις παροχές για ύδρευση, άρδευση κλπ |
substance | ουσία |
substantial completion | ουσιαστική αποπεράτωση |
substitute | αντικαταστάτης |
substitute, deputy | αναπληρωτής, αντικαταστάτης |
substratum | υπόστρωμα |
subtended angle (angle of intersection of lines normal to tangents at the extemities of a non-circular arc) | άνοιγμα (γωνία) με κυκλικό τόξο |
subtract, take away | αφαιρώ |
sudden shower | ξαφνική μπόρα |
sulphate resisting cement | τσιμέντο ανθεκτικό στην προσβολή θειικών αλάτων |
sump | φρεάτιο άντλησης |
supercritical flow; rapid flow | υπερκρίσιμη ροή ή χειμαρρώδης ροή |
superelavation, Cant | υπερήψωσις εν καμπύλη |
superelevation, banking | υπερύψωση σε καμπύλη |
superelevation, Cant | υπερύψωση σε καμπύλη |
supersulphated cement | υπερθειϊκό τσιμέντο |
supervision | επίβλεψη |
supervisory Board | εποπτικό συμβούλιο |
suplantar | αντικαθιστώ |
supplementary Land | συμπληρωματικοί Χώροι |
supplier | προμηθευτής |
supply and installation; supply and erection | προμήθεια και εγκατάσταση |
supply works | έργα προσαγωγής (του σταθμού) |
supply | τροφοδοσία |
supported excavation | εκσκαφή υποστηριγμένη |
supporting layer; sub-base | υπόβαση |
supporting rope; running cable | συρματόσχοινο κύλισης |
surface creep | επιφανειακός ερπυσμός |
surface eddy | επιφανειακός στροβιλισμός |
surface flooding irrigation | άρδευση με επιφανειακή διάχυση |
surface flow | επιφανειακή ροή |
surface intake | επιφανειακή υδροληψία |
surface moisture | επιφανειακή υγρασία |
surface texture | επιφανειακή υφή |
surface water gally | στόμιον εισροής υπονόμου |
surface wave | επιφανειακό κύμα |
surge chamber | θάλαμος εκτόνωσης |
surge chamber; surge tank (above ground) | πύργος ανάπλασης, δεξαμενή ανάπλασης (υπέργεια) |
surge shaft | φρέαρ ανάπλασης |
surplus | πλεόνασμα, περίσσευμα |
surrounding | που περιτυλίγει |
surroundings (of a river) (not in common use) | γειτονική περιοχή ποταμού |
surveillance (of works) | έλεγχος συμπεριφοράς (έργων) |
survey instruments | τοπογραφικά όργανα |
survey marker; survey monument | τοπογραφική σήμανση |
survey plan | τοπογραφικό συνεργείο (ομάδα) |
survey point; survey station | σημείο ή στάση τοπογραφικών παρατηρήσεων |
survey station | στάση παρατηρήσεων |
survey station | στάση παρατηρήσεων |
survey station | στάση τοπογραφικών παρατηρήσεων |
survey | έρευνα |
survey | τοπογραφική μελέτη |
survey | τοπογραφικός έλεγχος - μέτρηση |
surveying | τοπογραφία |
surveyor (using a surveying instrument); (instrument man) | χειριστής τοπογραφικού οργάνου |
surveyor | επιθεωρητής, εκτιμητής |
surveyor | τοπογράφος |
suspended load transport | μεταφορά αιωρούμενων υλικών |
suspended load; suspended sediment | στερεοπαροχή αιωρούμενων υλικών |
suspended solids | αιωρούμενα στερεά |
swell (long period) | κύμα (μεγάλης περιόδου) |
swelling clay; expanding clay | διογκούμενη άργιλος |
swelling | διόγκωση |
swivel; injection nozzle | στόμιο ενέσεως |
syphon mouth | στόμιο εισόδου σίφωνα |
syphon spillway | σιφωνοειδής εκχειλιστής |
system load factor (for a certain period of time) | συντελεστής φορτίου συστήματος (για μια ορισμένη περίοδο) |
system peak load | φορτίο αιχμής του συστήματος |
t1 Period Constructions | κατασκευές Περιόδου Τ1 "T1 Period Work Completion Certificate or WCCΤ1" |
tacheometer | ταχύμετρο |
tacit, unspoken, implied | σιωπηρός, εξυπακουόμενος, υπονοούμενος |
tack coat | συγκολλητική στρώση |
tail mast rail track | σιδηροτροχιές κύλισης κινητού πυλώνα |
tail mast; tailower | κινητός πυλώνας |
tailbay | στάθμη κατάντη (ενός Έργου) |
tailbay; afterbay | έξοδος διώρυγας ή σήραγγας φυγής |
tailrace canal | διώρυγα φυγής |
tailrace tunnel | σήραγγα φυγής |
tailrace | έργα φυγής |
tailwater level | στάθμη διώρυγας φυγής ή στάθμη κατάντη |
talus | κορήματα |
tamp | συμπιέζω, συμπυκνώνω με επιφανειακό δονητή ή κόπανο |
tangential adjustment | εφαπτόμενη διόρθωση |
tangential displacement | εφαπτομενική μετακίνηση |
tangential load | εφαπτομενικό φορτίο |
tangential stress | εφαπτόμενη τάση |
taper | χοάνη |
tapping point | σημείο ελέγχου ροής |
tCC | τεχνική Συγγραφή Υποχρεώσεων |
tee head buttress dam | αντηριδωτό φράγμα με αμφιπροέχουσες κεφαλές |
telemetering rain gauge | τηλεμετρικό βροχόμετρο (βροχογράφος) |
telemetering water level indicator | τηλεμετρικό σταθμήμετρο (σταθμηγράφος) |
tellurometer (for precise measurament of distance by radio microwaves) | τελλουρόμετρο (E.d.m.) (για υψηλής ακρίβειας μέτρηση αποστάσεων με χρήση ραδιοκυμάτων) |
templet | περίγγραμμα ελεύθερου χώρου |
temporary bench mark | προσωρινό ρέπερ, προσωρινή χωροσταθμική αφετηρία |
temporary Constructions | προσωρινές Κατασκευές |
temporary workers; casual workers | προσωρινό (έκτακτο) προσωπικό |
temporary works | προσωρινά έργα |
tender design | μελέτη δημοπράτησης |
tender documents | τεύχη δημοπράτησης |
tender | πλειοδοσία, διαγωνισμός |
tender; bid | προσφορά |
tenderer; bidder | μειοδότης, διαγωνιζόμενος |
tendons | τένοντες |
tensile strain | παραμόρφωση εφελκυσμού |
tensile strength | αντοχή σε εφελκυσμό, αντοχή τάνυσης |
tensile stress | εφελκυστική τάση |
tensile stress | τάση εφελκυσμού |
tensile test | δοκιμή σε εφελκυσμό |
tension, voltage | χαμηλή τάση |
tensor | τανυστής |
terminal board | τερματικός πίνακας |
terminal moraine | μετωπική μοραίνη, μετωπικός λιθώνας |
termination (of contract) | διακοπή, Τερματισμός |
termination Notice | γνωστοποίηση Καταγγελίας |
terms of reference | προδιαγραφή υπηρεσιών (του Συμβούλου Μηχανικού) |
test core | πυρήνας (καρότο) για δοκιμές |
test hole | ερευνητική γεώτρηση |
test pit | ερευνητικό σκάμμα |
test sample | δοκίμιο |
test | δοκιμή, η |
thalweg | μισγάγγεια, Thalweg |
thaw | τήξη, λιώσιμο |
the first design | αρχική πρόταση |
theodolite | θεοδόλιχος |
thermal conductivity | θερμοαγωγικότητα |
thermal expansion coefficient | συντελεστής θερμικής διαστολής |
thermal expansion | θερμική διαστολή |
thermal pollution | θερμική μόλυνση |
thermal shrinkage | θερμική συστολή |
thermal stratification | θερμική διαστρωμάτωση |
thermocline | μεταλίμνιο |
thermo-couple | θερμοστοιχείο |
thich arch dam | παχύ τοξωτό φράγμα |
thick plank | μαδέρι |
thickness of beam | πάχος δοκού |
thickness of buttress | πάχος αντηρίδας |
thickness of dam | πάχος φράγματος |
thickness | πάχος |
thin arch dam | λεπτό τοξωτό φράγμα |
third party claims | απαιτήσεις τρίτων |
third party insurance | ασφάλιση για ζημιές σε τρίτους |
third party risks | κίνδυνοι προς τρίτους |
thread | σπείρωμα |
three phase | τριφασικό ρεύμα |
three-dimensional analysis | τρισδιάστατη ανάλυση |
thrust | επώθηση |
tiltdozer | προωθητήρας με κεκλιμένη λεπίδα, μπουλντόζα με κεκλιμένη λεπίδα |
tilting drum mixer | αναμικτήρας με ανατρεπόμενο τύμπανο |
tilting gate; oscillating flashboars | κατακλινόμενο θυρόφραγμα |
tilting skip | περιστρεφόμενος (ανακλινώμενος) κάδος (μπένα) |
tilting | ανατροπή |
timber | ξυλεία |
time cup | καψύλλιο με επιβράδυνση |
time for completon (civil works) | συμβατικός χρόνος εκτέλεσης των εργασιών (έργων Πολιτικού Μηχανικού) |
timetable | χρονοδιάγραμμα |
to abstract water | εκτροπή (απόληψη) νερού |
to assess, to rate | εκτιμώ, βαθμολογώ |
to be infested with | ασθενώ από, προσβάλλομαι από ασθένεια |
to call for tenders | πρόσκληση (Διακήρυξη) για υποβολή προσφορών |
to certify a copy of a document | επικυρώνω φωτοαντίγραφο |
to choke water intakes; to obstruct water intakes | φράζω υδροληψίες |
to clean a screen | καθαρίζω εσχάρα |
to clear a slope | καθαρισμός πρανούς |
to concrete | σκυροδετώ |
to draw down | υποβιβάζω τη στάθμη |
to draw off; to withdraw | απόληψη νερού από τον ταμιευτήρα |
to empty | εκκενώνω (πλήρως) |
to excavate a tunnel | διανοίγω μια σήραγγα |
to excavate | εκσκάπτω, σκάβω |
to fence land | περίφραξη γης (χώρου) |
to fill | γεμίζω |
to give an incentive to | δίνω κίνητρο |
to indemnify | απαλλάσσω (νομικά) από ευθύνη |
to indemnify | αποζημιώνω |
to install stoplogs; to lower stoplogs into place | τοποθέτηση δοκών έμφραξης |
to make a closed traverse survey | αποτύπωση (τοπογραφική) με κλειστή όδευση |
to make a snow survey | καταγράφω, αποτυπώνω την χιονοκάλυψη |
to mature | εκπνέω, λήγω |
to measure the dimensions | μέτρηση διαστάσεων |
to order | παραγγέλλω |
to place an order with X | αναθέτω παραγγελία σε κάποιον |
to pour (an arch, beam, floor, wall, column, etc) | διαστρώνω (τόξο, δοκό, πλάκα, τοίχο, υποστύλωμα κλπ) |
to prime | οπλίζω, ετοιμάζω για ανατίναξη (συνδεσμολογίες κλπ) |
to pump against a head of | άντληση υπό φορτίο... |
to pump | αντλώ |
to ram a charge home | συμπυκνώνω το εκρηκτικό μέσα στο διάτρημα |
to scarify | αναμοχλεύω |
to strip formwork | αφαίρεση ξυλοτύπων |
to take charge of sth, attend to sth | αναλαμβάνω |
to timber a tunnel | υποστηρίζω μια σήραγγα με ξυλεία |
to trench | διανοίγω τάφρο, σκάβω όρυγμα |
to trim a slope | ξεσκάρωμα πρανούς εκσκαφής |
to turbine under a head of | λειτουργία στροβίλου υπό φορτίο... |
toe drain | στραγγιστήριο κατάντη ποδός φράγματος |
toe of dam (concrete dams); downstream toe of dam others | κατάντη πόδι του φράγματος |
toe wall; foot wall | τοίχος ποδός φράγματος |
toe weight | αντίβαρο ποδός φράγματος |
tolerance | ανοχή |
tool | εργαλείο |
tools; cutters | εργαλεία, κοπίδια, μακάπια |
top heading base | στέψη |
top of dam | στέψη φράγματος |
top soil | φυτικές γαίες |
top thickness | πάχος στέψης (στατικό, για φράγματα από σκυρόδεμα) |
top width | πλάτος στέψης |
topographical change | μεταβολή της τοπογραφίας |
topsoil | φυτοκάλυψη (υλικό) |
torrent | χείμαρρος |
torsional adjustment | στρεπτική διόρθωση |
tort | αδικοπραξία |
total cut off | ολικό διάφραγμα |
total head | ολικό φορτίο |
total present worth | ολική παρούσα αξία |
total sediment load; total solids load | συνολική στερεοπαροχή (συρόμενα & αιωρούμενα) |
tower crane | δομικός γερανός, γερανός με πυλώνα |
tracer | ανιχνευτής |
tracked crane; crawler crane | ερπυστριοφόρος γερανός |
tracked vehicles; crawler vehicles | ερπυστριοφόρα οχήματα |
tractor | ελκυστήρας, τρακτέρ |
trading company | εμπορική εταιρία |
traffic island | νησίδα κυκλοφορίας |
traffic label | πινακίδες κυκλοφορίας (γενικώς) |
trailer | ρυμουλκούμενο όχημα |
train | τρένο, σιδηροδρομικός σταθμός, αμαξοστοιχία |
training wall | καθοδηγητικός τοίχος |
transformer compound | χώρος μετασχηματιστών |
transformer hall; transformer gallery | αίθουσα ή θάλαμος ή στοά μετασχηματιστών |
transient calculation; time-history analysis | δυναμικός υπολογισμός, ανάλυση σε χρονοσειρές |
transit mixer; truck mixer | αναμικτήρας σε φορτηγό , αυτοκινούμενος αναμικτήρας |
transition link | μεταβατικό επίχωμα |
transition slab | πλάκες μετάβασης |
transition zone; semi-pervious zone | μεταβατική ζώνη (ημιδιαπερατή ζώνη) |
transition | συναρμογή |
transit-mixed concrete; truck-mixed concrete | μεταφερόμενο και αναμειγνυόμενο σε αυτοκίνητο σκυρόδεμα |
transmitting station | σταθμός εκπομπής |
transportation plant | εξοπλισμός (μηχανήματα) μεταφορών |
transported sediment | μεταφερόμενα, φερτά υλικά |
transversal | εγκάρσιος |
transverse drainage | εγκάρσια αποστράγγιση |
transverse reinforcement | εγκάρσιος οπλισμός |
trap efficiency (of a reservoir); rate of silting (in a reservoir) | ρυθμός απόθεσης φερτών σε ταμιευτήρα |
trash boom | πλωτό ζεύγμα συγκράτησης επιπλέοντων φερτών υλικών |
trash skip | κάδος συγκέντρωσης φερτών υλικών |
travelled way, Road surface | οδόστρωμα οδού |
travelling crane | κινητός γερανός |
travelling formwork | κινητός ξυλότυπος |
travelling gantry | κινητή γερανογέφυρα ή κυλιόμενη γερανογέφυρα |
traverse | όδευση |
trench excavation | εκσκαφή τάφρου |
trench | τάφρος |
trench, feather edged | σκάφη οδού |
trial blasting | δοκιμαστική ανατίναξη |
trial embankment | δοκιμαστικό επίχωμα |
trial load method | μέθοδος δοκιμαστικού φορτίου, προσεγγιστική μέθοδος |
triangulation survey station | σημείο τριγωνισμού ή τριγωνομετρικό σημείο |
tributary | παραπόταμος |
trip mechanism (for self closing valve) | σύστημα αυτόματου κλεισίματος βαλβίδας |
trolley | μεταφορικό φορείο, βαγονέτο |
trowelled finish | μόρφωση με μύστρισμα |
trowelling machine | μηχανή μυστρίματος |
truck; lorry | φορτηγό αυτοκίνητο, καμιόνι |
tsunami; seismically generated sea wave | τσουνάμι (θαλάσσιος κυματισμός λόγω σεισμού) |
tufa ( from a calcareous spring) | τραβερτίνης ( από ασβεστολιθική πηγή) |
tuff | τόφφος (ηφαιστειακός) |
tunnel Emergency Niche (TEN) | ερμάριο ανάγκης σήραγγας (ΕΑΣ) |
tunnel entrance | στόμιο σήραγγας |
tunnel Exit | σήραγγες διαφυγής |
tunnel face | μέτωπο σήραγγας |
tunnel invert | δάπεδο σήραγγας |
tunnel lining | επένδυση σήραγγας |
tunnel lining | τελική επένδυση |
tunnel Risk Analysis Study | μελέτη Ανάλυσης Κινδύνων των Σηράγγων |
tunnel spoil | προϊόντα εκσκαφής σήραγγας |
tunnel support | υποστήριξη σήραγγας |
tunnel | οδική σήραγγα |
tunnel | σήραγγα |
tunnel | υπόγεια στοά |
tunneling machine | μηχάνημα διάνοιξης σηράγγων |
tunnelling plant | εξοπλισμός διάνοιξης σηράγγων |
tunnels control center | κέντρο ελέγχου σηράγγων (ΚΕΣ) |
turbidity current | ρεύμα στροβιλισμού στερεών |
turbine bypass | παράκαμψη στροβίλου, σύστημα (παροχής αέρα) περιορισμού υποπιέσεων στο στρόβιλο |
turbulent flow | τυρβώδης ροή |
turfing | κατασκευή χλοοτάπητα |
turnbuckle | συσφιγκτήρας |
turnkey contract | σύμβαση με πληρωμή απολογιστικά |
turnover | τζίρος |
turnover | τζίρος, κύκλος εργασιών |
two-dimensional analysis | δισδιάστατη ανάλυση |
typical Cross Section | τυπική διατομή |
unaltered rock | υγιές πέτρωμα |
unattended remotely controlled power station | τηλεχειριζόμενος σταθμός χωρίς φύλαξη |
unblock, secure progress in | βγαίνω από το αδιέξοδο |
uncompacted rockfill; loose rockfill | ασυμπύκνωτη λιθορριπή |
unconfined compression test | δοκιμή σε ανεμπόδιστη θλίψη |
unconfined Compressive Strength (UCS) | θλιπτική αντοχή |
uncontrolled spillway | εκχειλιστής χωρίς θυροφράγματα |
under construction | υπό κατασκευή |
under pass | κάτω διάβαση |
underflow | ρεύμα πυθμένα |
underground flow | υπόγεια ροή |
underground power station | υπόγειος σταθμός παραγωγής |
underground reservoir | υπόγειος ταμιευτήρας(υπόγεια δεξαμενή) |
underground water; subsurface water | υπόγειο νερό |
underpass | κάτω διάβαση |
underseepage | διήθηση μέσω θεμελίωσης |
undertake | αναλαμβάνω, αποδέχομαι την ευθύνη |
undertakings | αναληφθέν έργο |
underwater blasting | υποβρύχια ανατίναξη |
underwater excavation | εκσκαφή κάτω από το νερό |
undisturbed sample | αδιατάρακτο δείγμα |
uneconomic site | αντιοικονομική θέση |
uniform flow | ομοιόμορφη ροή |
uniform slope | μονοκλινής |
unit (or set or machine) operated as an orifice | μονάδα ή μονάδες λειτουργούσες για εκκένωση χωρίς σύνδεση με το σύστημα |
unit bay; set bay | χώρος μονάδας, ονόλιθος μονάδας |
unit prices | τιμές μονάδας |
unit undergoing maintenance | μονάδα σε συντήρηση |
unit undergoing repair | μονάδα σε επισκευή |
unit weight (of soil) (γ) | φαινόμενο βάρος (εδάφους) (γ) |
unit weight (of solid particles)(γs) | φαινόμενο βάρος (στερεών κόκκων) (γς) |
unit weight of dry soil (γd)(formerly dry unit weight) | φαινόμενο βάρους ξηρού εδάφους (γd) (πρώην ξηρό φαινόμενο βάρος) |
unit weight of saturated soil (γsat) (formerly saturated unit weight) | φαινόμενο βάρος κορεσμένου εδάφους (γsat) (πρώην κορεσμένο φαινόμενο βάρος) |
unit weight of submerged soil (γ’) (formerly buoyant unit weight) | φαινόμενο βάρος εδάφους υπό άνωση (γ΄) (πρώην φαινόμενο βάρος) |
unlined canal | ανεπένδυτη διώρυγα |
unofficial strike; wildcut strike | ανεπίσημη απεργία |
unreinforced concrete | άοπλο σκυρόδεμα |
unsteady flow | μη μόνιμη (ασταθής) ροή |
upgrading | επεμβάσεις |
uplilft | άνωση |
upper or lower reservoir (pumped strorage scheme) | άνω ή κάτω ταμιευτήρας (δεξαμενή )(σχήμα άντλησης-ταμίευσης) |
upper reach | άνω ρους |
uppermost reservoir | ο πλέον ανάντη ταμιευτήρας |
upstream blanket | ανάντη αδιαπέρατος τάπητας |
upstream membrane; upstream diaphragm | ανάντη εύκαμπτη μεμβράνη |
upstream membrane; upstream diaphragm | ανάντη εύκαμπτη στεγανή μεμβράνη |
upstream | ανάντη |
urban sewage | αστικά λύματα |
use | χρήση, χρησιμοποίηση |
usefulness of a project | Ωφελιμότητα ενός Έργου |
utility (public) | επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας (ΔΕΚΟ) |
utilization factor of runoff | βαθμός ή συντελεστής χρησιμοποίησης της απορροής |
u-turn | επιτόπου ανάκαμψη |
vacant Possession | ελεύθερη Χρήση |
vacuum concrete | σκυρόδεμα χωρίς κενά (εν κενώ) |
valid, in force, in effect | ισχύουσα, ισχύων |
valley | κοιλάδα |
value engineering | τεχνική μελέτη |
valve (or gate) at inlet to penstock | θυρόφραγμα ή βαλβίδα στην αρχή του αγωγού πτώσης |
valve at pump inlet or pump outlet | βαλβίδα στην είσοδο ή έξοδο της αντλίας |
valve at turbine inlet | βαλβίδα στην είσοδο στροβίλου |
valve gallery | θάλαμος βαλβίδων |
valve | βαλβίδα |
van | ημιφορτηγό |
vane apparatus | συσκευή μέτρησης διατμητικής αντοχής με πτερύγια |
vane shear test | δοκιμή διάτμησης με πτερύγιο |
variable curvature arch | τόξο μεταβλητής καμπυλότητας |
variable radius arch dam | τοξωτό φράγμα απλής καμπυλότητας |
variable thickness arch dam | τοξωτό φράγμα μεταβλητού πάχους |
variant | παραλλαγή |
variation of rainfall (monthly, yearly) | μεταβολή της βροχόπτωσης (μηνιαία, ετήσια) |
varve (fine cyclic lake deposit | βάρβα (λεπτοστρωματώδης περιοδική λιμναία απόθεση) |
varved clay (lacustrine) | άργιλος με λεπτές κυκλοθεματικές ενστρώσεις ιλύος |
vector | διάνυσμα, άνυσμα |
vegetation growth, Soil (humus), covering Planting | φυτική γωνία επένδυσης, φυτοκάλυψη |
velocity head; kinetic head | φορτίο ταχύτητας ή κινηματικό φορτίο |
velocity profile | καμπύλη ( διάγραμμα) ταχύτητας (διάγραμμα κατανομής ταχύτητας σε μία διατομή) |
velocity seismograph | σεισμογράφος μέτρησης ταχύτητας |
vena contracta | συνεσταλμένη φλέβα, vera contrata |
veneer | καπλαμάς |
vent pipe; air duct; air vent | αγωγός εξαερισμού |
vent; orifice;opening | άνοιγμα ή στόμιο ή εξαερισμός |
versant | κλιτύς, πλαγιά |
vertical adjustment | κατακόρυφη διόρθωση |
vertical clearance, Height clearance | ελεύθερο ύψος κυκλοφορίας |
vertical clearance, Height clearance | ελεύθερον ύψος κυκλοφορίας |
vertical control network | υψομετρικό δίκτυο ελέγχου |
vertical curb | κράσπεδο κατακόρυφο |
vertical gate | κατακόρυφα ανυψωμένο θυρόφραγμα |
vFLS | πΟΤ |
via duct | κοιλαδογέφυρα |
viable site | οικονομική θέση |
viaduct | οδογέφυρα, κοιλαδογέφυρα |
vibrated concrete | δονούμενο σκυρόδεμα |
vibrating compactor | δονητικό συμπυκνωτικό μηχάνημα |
vibrating padfoot roller | δονητικός οδοστρωτήρας με κατσικοπόδαρα |
vibrating roller | δονητικός κυλινδροσυμπιεστής (οδοστρωτήρας) |
vibrating screen | δονητικό κόσκινο |
vibrating wire (instrument) | δονούμενη χορδή |
vibrating wire pendulum | εκκρεμές δονούμενης χορδής |
vibrator | δονητής |
viga | δοκάρι |
vinyl resin concrete | σκυρόδεμα με βυνιλική ρητίνη |
void ratio | δείκτης πόρων |
volcanic sedimented rock formations | ηφαιστειοϊζηματογενής πέτρωμα |
volume of dam | όγκος φράγματος |
volume of runoff | όγκος απορροής |
volume of voids | όγκος των πόρων |
volumeter | ογκόμετρο |
vortex; whirlpool | δίνη |
wadi | κοίτη ξεροπόταμου |
wagon | βαγόνι, σιδηροδρομικό όχημα |
walks; footpaths | ατραποί, μονοπάτια |
wandering (of a river) | μαιανδρισμός (ποταμού) |
wash drilling; water flush drilling | διάτρηση με έκπλυση |
wash out coefficient | συντελεστής απόπλυσης |
wash water | νερό έκπλυσης |
washed rockfill | διαβρεγμένη λιθορριπή |
washing | απόπλυση |
wash-out gate; scour gate | θυρόφραγμα έκπλυσης προσχώσεων |
waste deposit pits | αποθεσιοθάλαμοι |
waste water | υδατικά απόβλητα |
water cement ratio (W/C) | λόγος νερού / τσιμέντου |
water conduit | αγωγός νερού |
water content (concrete composition) | περιεκτικότητα σε νερό (Σύνθεση σκυροδέματος) |
water content (soil) | περιεκτικότητα σε νερό (εδάφους) |
water equivalent (of snow) | υδατοϊσοδύναμο του χιονιού |
water hammer | υδραυλικό πλήγμα |
water level indicator | σταθμήμετρο |
water level recorder | σταθμηγράφος |
water quality | ποιότητα νερού |
water reducing agent | ελαττωτικό ύδατος |
water regulator | δοσομετρητής νερού, ρυθμιστής νερού |
water repellent cement | υδαταπωθητικό τσιμέντο |
water resource managment | διαχείριση υδάτινων πόρων |
water skiing | θαλάσσιο σκι |
water spraying of concrete | ψεκασμός σκυροδέματος με νερό |
water surface area | έκταση επιφάνειας νερού |
water surface slope | κλίση ελεύθερης επιφάνειας νερού ή υδραυλική κλίση |
water surface | επιφάνεια νερού (λίμνης) |
water test | δοκιμή εισπίεσης |
water vapour | υδρατμός |
water velocity | ταχύτητα νερού |
watercourse | υδατικό ρεύμα |
watering; springing (for earthworks) | διαβροχή, ψεκασμός |
watermilfoil | υδρόβιο Μυριόφυλλο |
watershed; divide | υδροκρίτης |
waterstop; water bar | στεγανωτική ταινία (αρμού) |
waterway | πλωτή διώρυγα |
waterway | πλωτή διώρυγα, διώρυγα ναυσιπλοΐας |
waterway | υδαταγωγός |
waterway | υδαταγωγός, πλωτή διώρυγα, διώρυγα ναυσιπλοΐας |
wave action | δράση των κυμάτων |
wave velocity. arrangement | ταχύτητα κύματος. διάταξη |
wave wall | τοίχος προστασίας από κυματισμό |
wave | κύμα (γενικά) |
wave | κύμα (μικρής περιόδου) |
wax method of determining density | προσδιορισμός συμπύκνωσης με τη μέθοδο παραφίνης |
weaken, debilitate | αποδυναμώνω |
wearing course, base course | οδοστρωσία |
weathered rock | αποσαθρωμένος βράχος |
weathering | αποσάθρωση |
wedge analysis | ανάλυση με τη μέθοδο των σφηνών (διέδρων) |
wedge gate valve; sluice valve | δικλείδα |
wedge shaped | σφηνοειδής |
weigh-batcher | δοσομετρητής με ζύγιση |
weighbridge | ζυγιστήριο |
weighted net head | σταθμικό καθαρό φορτίο ή κεντροβαρικό καθαρό φορτίο |
weighting of a slope | επίχωμα αντιστήριξης πρανούς |
weir | εκχειλιστή, φράγμα εκτροπής, αναβαθμός εκτροπής |
welded joint | ένωση με συγκόλληση |
welded steel fabric | συγκολλητό δομικό πλέγμα |
well | φρέαρ, πηγάδι |
wet spell; rainy period | βροχερή περίοδος |
wet year | υγρό έτος |
wetted area | υγρή διατομή |
wetted perimeter | βρεχόμενη περίμετρος |
wetting and drying test | δοκιμή σε διαβροχή - ξήρανση |
wheeled crane | τροχοφόρος γερανός |
wheeled dozer; turnadozer | τροχοφόρος προωθητήρας |
width of carriageway | πλάτος οδοστρώματος |
width of crown | πλάτος καταστρώματος |
width of dam | πλάτος φράγματος |
width of vehicle | πλάτος οχήματος |
wildfowl | αγριοπούλια, νεροπούλια |
wildfowling area | περιοχή κυνηγίου νεροπουλιών |
wildfowling | κυνήγι αγριοπουλιών, νεροπουλιών |
wildlife; fauna | πανίδα |
winding drum; winch | βαρούλκο |
wing cut off | πλευρικό διάφραγμα |
wing wall | πτερυγότοιχος |
withdrawal from reservoir | απόληψη νερού από τον ταμιευτήρα |
woodland; forest | δάσος, δρυμός |
workability | εργασιμότητα |
working drawing; construction drawing | σχέδιο εφαρμογής |
working life | διάρκεια ζωής |
working platform | εξέδρα (πλατφόρμα) εργασίας |
works price list | τιμολόγιο εργασιών |
works | έργα |
works | εργασίες |
worksite | εργοτάξιο |
yachting | ερασιτεχνική ναυσιπλοΐα |
year of average rainfall | έτος μέσης βροχόπτωσης |
year of completion | έτος αποπεράτωσης |
year to year reservoir | ταμιευτήρας υπερετήσιας ρύθμισης |
yearly flow; daily flow | ετήσια παροχή, ημερήσια παροχή |
zoned earthfill dam | χωμάτινο φράγμα με ζώνες |