Προτείνω: degeneration II of the 05 arch.
Το «παραμελώ» με την έννοια του «γίνεται χειρότερα, εκφυλίζεται».
ΛΚΝ: εκφυλίζω [ekfilízo] -ομαι P2.1 : 1. αλλοιώνω τη φύση ενός οργανισμού, κάνω να χάσει τις φυσικές ιδιότητες του γένους ή του είδους του: Eκφυλισμένοι οργανισμοί. 2. (παθ., μτφ.) χάνω τη δύναμή μου, την έντασή μου, εξασθενώ: Eκφυλίστηκε η απεργία. [λόγ. εκ- φύλ(ον) -ίζω μτφρδ. γαλλ. dégénérer]