resource → πλούτος, πλουτοπαραγωγική πηγή, χρήμα, οποιαδήποτε αξία ευχερώς μετατρεπόμενη σε χρήμα, πόρος, πηγή προμήθειας αγαθών για εμπορία, προμηθευτής, πρόσοδος, παράγων στον οποίο είναι δυνατή η προσφυγή, καταφύγιο, μέσο επίτευξης σκοπού, επινοητικότητα, βοήθημα, διέξοδος
Vasilis ·
1 · 217