sympathy → οίκτος, συμπόνια, κατανόηση, ευσπλαχνία, σύμπνοια, σύμπτωση απόψεων, έλεος, συμμερισμός, επιδοκιμασία, ομοφροσύνη, ταύτιση, πίστη, αφοσίωση, συμπάθεια

spiros · 1 · 3646

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854567
    • Gender:Male
  • point d’amour
sympathy → οίκτος, συμπόνια, κατανόηση, σύμπνοια, σύμπτωση απόψεων, συμμερισμός, επιδοκιμασία, ομοφροσύνη, ταύτιση, πίστη, αφοσίωση, (πληθ.) συλληπητήρια, (ιατρ.) συμπάθεια

Τυπική ψευδόφιλη. Η απόδοση ως «συμπάθεια» μάλλον προς αποφυγή στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Π.χ. στον παρακάτω κείμενο, μιλάει σαφέστατα για «οίκτο, έλεος»:

«Μην περιμένετε καμία συμπάθεια, ήρθε η ώρα να πληρώσετε τους φόρους σας» λέει -μέσω του βρετανικού Guardian- σε όσους το αποφεύγουν, στέλνοντας και ένα ξεκάθαρο μήνυμα στην Αθήνα ότι το Ταμείο δεν πρόκειται να χαλαρώσει τους όρους της σύμβασης
ΕΛΛΑΔΑ | ΕΙΔΗΣΕΙΣ | in.gr

It's payback time: don't expect sympathy – Lagarde to Greeks
It's payback time: don't expect sympathy – Lagarde to Greeks | Eurozone crisis | The Guardian

Το σκληρό ύφος που χρησιμοποίησε η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ στέλνοντας μήνυμα προς τους Έλληνες να μην περιμένουν καμία συμπόνια και να σταματήσουν να φοροδιαφεύγουν επικρίνει η γαλλική κυβέρνηση διά της εκπροσώπου Νατζάτ Βαλό-Μπελκασέμ...
Γαλλικά «πυρά» δέχεται η Λαγκάρντ για τις δηλώσεις για τους Έλληνες | in.gr

sympathy (plural sympathies)
A feeling of pity or sorrow for the suffering or distress of another; compassion.
The ability to share the feelings of another;
A mutual relationship between people or things such that they are correspondingly affected by any condition.
sympathy - Wiktionary

συμπάθεια η [simbáθia] Ο27 : 1α.η συναισθηματικά θετική στάση απέναντι σε ένα πρόσωπο, το θετικό συναίσθημα που δεν έχει όμως την ένταση της αγάπης. ANT αντιπάθεια: Tρέφω μεγάλη συμπάθεια για κπ. Kερδίζω τη συμπάθεια κάποιου. Εκδηλώνω / δείχνω τη συμπάθειά μου. (έκφρ.) (δεν) έχει πολλές συμπάθειες, (δεν) τον συμπαθούν πολλοί. || ενδιαφέρον ή προτίμηση για κτ.: Δεν έχει ιδιαίτερη συμπάθεια στο ποδόσφαιρο. β. ερωτικό ενδιαφέρον που στηρίζεται κυρίως στη συναισθηματική έλξη: Είχαν μια συμπάθεια που κατέληξε σε γάμο. Ήταν μια απλή συμπάθεια , όχι φλογερός έρωτας. γ. όποιος ή ό,τι είναι το αντικείμενο της συμπάθειας κάποιου: H Mαρία είναι η συμπάθειά μου. Tο κόκκινο είναι η συμπάθειά του. 2. το συναίσθημα που δημιουργείται από τη συμμετοχή στον πόνο ή στην ανάγκη κάποιου και που συνήθ. εκδηλώνεται με ανάλογο τρόπο: Ευχαριστώ όλους όσοι εκδήλωσαν τη συμπάθειά τους στη δοκιμασία μου. H κυβέρνηση εκφράζει τη συμπάθειά της στους σεισμοπλήκτους. Λόγια συμπάθειας. || θετική αντιμετώπιση: Ο υπουργός άκουσε με συμπάθεια τα αιτήματα των εργαζομένων. Οι κριτικοί είδαν με συμπάθεια το έργο του νέου σκηνοθέτη.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη

συμπάθεια συ-μπά-θει-α ουσ. (θηλ.) 1. θετικό συναίσθημα αποδοχής και αρέσκειας απέναντι σε κάποιον ή κάτι· ειδικότ. η ερωτική ή φιλική διάθεση προς κάποιον και συνεκδ. όποιος ή ό,τι αποτελεί τον αποδέκτη αυτών των συναισθημάτων: ~ προς τον πλησίον. Τρέφει μεγάλη ~ για τον ελληνικό πολιτισμό/προς τη χώρα μας. Έχει πολλές ~ες στα λαϊκά στρώματα (: είναι δημοφιλής). Βλέπει με ~ τα εργατικά αιτήματα (πβ. ευμένεια, εύνοια). Κέρδισε τη ~ του κόσμου (πβ. υποστήριξη). Είχα πάντα ~ στην παραδοσιακή μουσική (ΣΥΝ. προτίμηση). Πέρα από προσωπικές ~ες υπάρχει και η αντικειμενική αλήθεια.|| Απλή ~ (πβ. φιλία), τίποτα παραπάνω. Δεν κρύβει τη ~ά της για σένα (πβ. αδυναμία). Μεταξύ τους υπάρχει αμοιβαία ~ και εκτίμηση. Πβ. αγάπη, εγκαρδιότητα, έλξη, ενδιαφέρον. ΑΝΤ. απέχθεια, αποστροφή, απώθηση.|| Είναι η ~ά μου (: τον συμπαθώ πολύ). Το χωριό του πατέρα ήταν ανέκαθεν η ~ά της. ΑΝΤ. αντιπάθεια 2. συμμετοχή στον ψυχικό πόνο του άλλου: αισθήματα/εκδήλωση/λόγια ~ας. Η αιματηρή έκρηξη προκάλεσε κύμα ~ας σ' όλο τον πλανήτη. Δείχνει ~ για όσους βρίσκονται σε ανάγκη. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξέφρασε τα συλλυπητήρια και τη ~ά του στους συγγενείς των θυμάτων. Βλ. ενσυναίσθηση, α-, εμ-πάθεια. ΣΥΝ. οίκτος, συμπόνια [< αρχ. συμπάθεια ‘συναισθηματική συμμετοχή’, γαλλ. sympathie, αγγλ. sympathy]
Χρηστικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας


Βλέπε και:
tea and sympathy → στοργή και προδέρμ, παρηγοριά στον άρρωστο, καφές και κουβεντούλα, (εσφ.) τσάι και συμπάθεια
false friends → ψευδόφιλες λέξεις, ψευδοφίλιες λέξεις
συμπάθεια - Ancient Greek (LSJ)
« Last Edit: 24 May, 2023, 14:51:42 by spiros »


 

Search Tools