Στα αρχαία ελληνικά, σύνθετα ονόματα που το α΄ συνθετικό τους έληγε σε φωνήεν και το β΄ συνθετικό τους άρχιζε από φωνήεν εμφάνιζαν το φαινόμενο της «εκτάσεως εν συνθέσει» (π.χ. επί + όνυμα, που είναι αιολικός τύπος του «όνομα» → επώνυμος). Για την ακρίβεια, είχαμε σίγηση του ληκτικού φωνήεντος του α΄ συνθετικού και έκταση του αρκτικού φωνήεντος του β΄ συνθετικού, δηλαδή το βραχύ σύμφωνο γινόταν μακρό. Έτσι, από το «άγω» έχουμε τους διάφορους «αρχηγούς» και «στρατηγούς». Αργότερα η έκταση αυτή επεκτάθηκε αναλογικά και σε άλλα σύνθετα των οποίων το α΄ συνθετικό δεν έληγε σε φωνήεν, π.χ. συνώνυμο.
Ας μην ξεχνάμε ότι το φαινόμενο είναι των αρχαίων προγόνων μας δεν έχουμε σήμερα έκταση στη σύνθεση, αλλά, αν φτιάξουμε τώρα ένα σύνθετο σε ωνύμιο, δεν θα το γράψουμε ονύμιο. (Άλλωστε, δεν υπάρχει «όνυμα» στα νέα ελληνικά.)
Εδώ, σε συνέχεια κάποιας απορίας για την «ωφέλεια», θα μαζέψω τις πιο γνωστές λέξεις με αρχικό «ο» που παρουσιάζουν «έκταση», δηλαδή τροπή του «ο» σε «ω». Με τις πιο πολλές δεν υπάρχει συνήθως ορθογραφικό πρόβλημα. Αλλά συχνά ξεχνιέται η σωστή γραφή λέξεων όπως διώροφος και συνωμοσία.
όνυμα (αιολικός τύπος του «όνομα») → ακρώνυμο, αντώνυμο, ανώνυμος, διώνυμο, δυσώνυμος, επώνυμος, ετερώνυμο, ευώνυμος, ιδιώνυμο, Ιερώνυμος, κρυπτώνυμο, ομώνυμο, παρώνυμο, πατρώνυμο, περιώνυμος, ποικιλώνυμος, πολυώνυμο, συνώνυμο, υπερώνυμο, υπώνυμο, φερώνυμος, χριστεπώνυμος, ψευδώνυμο κ.ά.
αντωνυμία, ανωνυμία, επωνυμία, μετωνυμία, προσωνυμία, συνωνυμία, τοπωνυμία κ.ά.
(Αλλά από το «όνομα» και την «ονομασία»: συνονόματος, παρονομαστής κ.λπ.)
όροφος → διώροφος, ημιώροφος, μεσώροφος, μονώροφος, πενταώροφος, πολυώροφος, τετραώροφος, τριώροφος.
οδ- → Τα όζω και οσμή έχουν μια ρίζα «οδ», η οποία έγινε με την έκταση «ωδ» και έδωσε την κατάληξη «-ώδης» στα επίθετα ευώδης και δυσώδης (από τα οποία οι λέξεις ευωδιά, ευωδιάζω, δυσωδία) και στη συνέχεια και σε πολλά άλλα επίθετα, από λαβυρινθώδης μέχρι (με γενίκευση της σημασίας της) ... δημώδης.
όλλυμι → απώλεια, πανώλη(ς), εξώλης και προώλης
όλεθρος → πανωλεθρία (αλλά: εξολοθρεύω)
οδύνη → ανώδυνος, επώδυνος (αλλά καμία σχέση με τις ωδίνες του τοκετού)
ομαλός → ανώμαλος, ανωμαλία (αλλά: εξομαλύνω)
ομόνω (ομνύω) → συνωμοσία, ορκωμοσία, εξωμότης, ενωμοτάρχης
όνυξ → παρωνυχίδα (αλλά: αετονύχης, εξονυχιστικός)
όρος → ακρώρεια, υπώρειες
ορύσσω → ανθρακωρύχος, μεταλλωρύχος, τυμβωρύχος, χρυσωρυχείο, διώρυγα (αλλά: εξόρυξη).
όφελος, οφείλω, οφειλή, οφειλέτης
ανωφελής, ανώφελος, εθνωφελής, επωφελής, επωφελούμαι, ιδιωφελής, ιδιωφέλεια, κοινωφελής, κοινωφέλεια, ψυχωφελής, χρεωφειλέτης (και, νεότερο, χρεοφειλέτης)
Κάπου εκεί μπερδεύτηκαν τα πράγματα και μας προέκυψαν τα:
ωφελώ, ωφέλεια, ωφέλημα, ωφέλιμος, ωφελιμότητα, ωφελιμισμός, ωφελιμιστής
Ο πρακτικός τρόπος είναι να θυμάστε ποια γράφονται με «ο»: όφελος, οφέλη, οφείλω, οφείλεται, οφειλή, οφειλέτης και
άφες ημίν τα οφειλήματα ημών.