Νίκος Δόικος: Του 21ου αιώνα 2
Μπήκα χαράματα μες στα χαλάσματα
μιας τράπεζας από καιρό παρατημένης.
Μύριζε μούχλα κι απορρίμματα αιώνων
κι απ’ τις θυρίδες των παλιών ταμείων
οσμή αναδίνονταν χαρτιού καμένου.
Βάδιζα μέσα σε βαριές σκιές αραχνιασμένες
όταν εκεί απ’ τη σκοτεινιά ξεμύτισε στο βάθος
γριά αναμαλλιασμένη ζαλωμένη
περίεργα σύνεργα και σκούπα με φαράσι.
Τι θες εδώ, σαν μ’ είδε βροντοφώναξε, ποιος είσαι;
Δεν έμεινε πια τίποτα για σένα. Για κανέναν.
Ακόμα και τους υπολογιστές κατέστρεψαν με όλους
τους κωδικούς των ανατοκισμών, με όλα
τ’ αρχεία της τελευταίας δυναστείας των τόκων.
Μην απορείς, τα ’ξερα όλα τους τα κόλπα,
ήμουνα στέλεχος για χρόνια, ξέρω τι σου λέω.
Εσύ μαύρα χαράματα τι θες εδώ, τι ψάχνεις;
Δεν έμαθες; Κανείς δεν σου είπε;
Τον νέον αιώνα απαγορεύονται οι τράπεζες.
Κι όταν σταμάτησε σε λίγο να φωνάζει
κι άρχισε τραγουδώντας δυνατά ν’ αγιάζει
την γκρίζα αιωρούμενη αχλή τριγύρω
με μυστηριακές εξαγνισμού κινήσεις,
ξάφνου ξεπρόβαλε ξανθή γαλανομάτα κόρη,
άγγελος ίδιος, ανοίγοντας βαριά, με δυσκολία,
θωρακισμένη θύρα θησαυροφυλακίου.
Δεν είναι δω, μου λέει. Μην ψάχνετε άδικα.
Δεν έμεινε κανείς απ’ τον παλιό τον κόσμο.
Αποδήμησαν.
Εκείνη έφυγε τελευταία.
Σας περίμενε ως τη στερνή πνοή της.
Από τη συλλογή Επιστροφή στον 21ο αιώνα (2019)