Υπάρχει η ενδιαφέρουσα μαρτυρία του δικηγόρου Γιώργου Αποστολίδη, που ήταν συγκατηγορούμενος του Μανόλη Αναγνωστάκη στη δίκη του 1949, καταδικάστηκε κι αυτός σε θάνατο και ήταν συγκρατούμενός του στο Επταπύργιο. Υπήρξε ως το τέλος στενός φίλος του Αναγνωστάκη, όπως άλλωστε βεβαιώνει το γεγονός ότι είναι το πρόσωπο που αναφέρεται πιο συχνά στα ποιήματά του. Παραθέτω μερικά αποσπάσματα από τη συνομιλία του με τον Μιλτιάδη Πολυβίου που δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα του Εντευκτηρίου.
«Η φιλία μας αρχίζει από τη δίκη και μετά, όταν, μετά την καταδίκη μας, τον Ιανουάριο του '49, ξεχώρισαν εμάς τους θανατοποινίτες από τους άλλους και μας μετέφεραν με ένα φορτηγό στο Επταπύργιο, όπου μας έβαλαν για μια νύχτα στα κελιά των μελλοθανάτων και από την επόμενη στους θαλάμους, σε λίγες μέρες μάλιστα στο ίδιο θάλαμο. Από τότε μπορώ να πω πως γίναμε στενοί φίλοι και παραμείναμε έτσι ως το τέλος. Μέναμε σε μεγάλους θαλάμους που ήσαν κανονικά για 50-60 άτομα και στοιβαζόμασταν 100-150.
Η θανατική μας καταδίκη είχε το θετικό αποτέλεσμα να μη μετακινηθούμε καθόλου από το Επταπύργιο, γιατί δεν εκτίαμε ποινή φυλάκισης αλλά ήμασταν υπό εκτέλεση, η οποία καθυστερούσε λόγω των προσφυγών στο Συμβούλιο Χαρίτων και παραμέναμε έως ότου ξεκαθαρίσει η εκκρεμότητα. Όταν η ποινή μας μετατράπηκε σε ισόβια είχε λήξει ο Εμφύλιος και τα πράγματα είχαν κάπως χαλαρώσει. Οι συγκατηγορούμενοί μας που είχαν καταδικαστεί σε ποινές φυλάκισης μεταφέρθηκαν αλλού, οι πιο πολλοί στη Γυάρο, και δεν καλοπέρασαν καθόλου, ενώ εμείς οι θανατοποινίτες - τηρουμένων των αναλογιών και για τα δεδομένα της εποχής - δεν μπορώ να πω πως περάσαμε άσχημα. Εννοώ βέβαια ως διαβίωση, εξαιρώ φυσικά την ψυχική δοκιμασία.
Η καθημερινότητα της φυλακής ήταν κουβέντα, τσιγάρο, διάβασμα, βόλλεϋ, τέτοια. Στον Μανόλη έφερναν συχνά βιβλία η αδελφή του η Λούλα και η μητέρα του. Επισκεπτήριο επιτρεπόταν, απ' ό,τι θυμάμαι, μια φορά την εβδομάδα. Μπορούσε να έρχεται ο καθένας, αλλά, μέσα στο φοβερό κλίμα της εποχής, ελάχιστοι τολμούσαν, φοβούμενοι τον χαρακτηρισμό.
Ο Μανόλης δεν έπαιζε βόλλεϋ. Μια φορά τον βάλαμε να παίξει και τα έκανε θάλασσα. Αν και ήταν πάντοτε ένθερμος φίλαθλος, ήταν τελείως άτσαλος και αγύμναστος. Δεν τον είδα ποτέ να γράφει ποιήματα. Συνήθως περνούσε την ώρα του στο κρεβάτι και καπνίζοντας ... Παίζαμε και τάβλι ή σκάκι. Επίσης, κάναμε και χειροτεχνήματα με κόντρα πλακέ. Το σχέδιο το έκανε ο Μανόλης, ήταν επιδέξιος σ' αυτά.
Στη φυλακή ο Μανόλης ήταν ο γιατρός που μοίραζε τσιγάρα από κουτιά νούμερο 8 Παπαστράτος που κάπνιζε ο ίδιος. Ερχόταν διάφοροι σ' αυτόν, γιατρέ το ένα, γιατρέ το άλλο, αυτός ήταν εκεί ο Μανόλης. Στη δίκη είχε αναφερθεί ότι γράφει ποιήματα. Μετά την καταδίκη μας, έμαθα ότι ο Μανόλης είχε γράψει δυο μικρές συλλογές, τις οποίες είδα στη φυλακή. Θυμάμαι μάλιστα μια φορά στη φυλακή που με είχε φωνάξει για να με πληροφορήσει ότι ένας λογοτεχνικός κριτικός στην Αθήνα έγραψε για τα ποιήματά του, ο Αλέκος ο Αργυρίου.
Εμένα τουλάχιστον τα ποιήματα του Μανόλη εκείνης της περιόδου δεν με απασχόλησαν. Μετά τη φυλακή με συγκλόνισε η Συνέχεια, 3, που αναφερόταν στην ιστορία της φυλακής. Η συλλογή αυτή είναι συγκλονιστική, τουλάχιστον για μας που περάσαμε αυτή τη δοκιμασία.
Θα έλεγα ότι μας χαρακτήριζε πάντα μια κριτική στάση απέναντι στην πολιτική γραμμή της επίσημης Αριστεράς, ήμασταν από τότε αναθεωρητές... Ο Μανόλης δεν υπήρξε ποτέ σταλινικός. Θέλαμε όμως κι εμείς να βγούμε στο βουνό. Με τις διώξεις της Δεξιάς μετά τη Βάρκιζα δεν κάναμε κριτική για την ακολουθούμενη πολιτική της Αριστεράς, ήμασταν υποχρεωμένοι εκ των πραγμάτων να προσπαθήσουμε να αμυνθούμε όσο μπορούσαμε απέναντι στο κύμα των διώξεων. Στη Θεσσαλονίκη, ας πούμε, σκοτώθηκαν και εκτελέστηκαν πολλοί σύντροφοί μας, ήταν επόμενο να μας ενδιαφέρει το πώς θα αντιμετωπίζαμε αυτή την κατάσταση, δεν μας απασχολούσαν ιδεολογικά θέματα. ... Βέβαια, εάν εν τέλει είχαμε καταφέρει να βγούμε ο Μανόλης κι εγώ στο βουνό, φοβούμαι ότι πιθανότατα θα είχαμε κι εμείς την τύχη του Καραγιώργη και τόσων άλλων επώνυμων και ανώνυμων.»