διά ή δια; → διά

banned8 · 28 · 16449

Zazula

  • Λεξιλάγνος λογοπαίκτης
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 1337
    • Gender:Male
  • Αθεράπευτος πομφολυγτόπιξ
Το «διά» της διαίρεσης είναι κι αυτό απολίθωμα (για μένα, μην το κάνουμε θέμα).
Να συμφωνήσουμε ότι είναι απολίθωμα και η χρήση τού "διά" στην πράξη της διαίρεσης - τι συνεπάγεται αυτό; Έχεις κάποια αντιπρόταση; Εννοώ, αντιπρόταση με προοπτική να υιοθετηθεί από την πλειονότητα όλων ημών των ανθρώπων που μιλάμε (ή κακοποιούμε) τα ελληνικά. Αμέσως το μυαλό μου πηγαίνει στο "επί" και τη χρήση του στον πολλαπλασιασμό. Εδώ τα πράγματα είναι απλούστερα - μπορείς να πεις "έξι φορές το δύο" κι έχεις το ισοδύναμο του "έξι επί δύο", κι όλοι το κατάλαβαν και πάρα πολλοί το λένε καθημερινά. Μήπως όμως σημαίνει τούτο πως υποχώρησε το "επί" στη συγκεκριμένη χρήση; Εκτιμώ πως όχι ιδιαίτερα. (Άσε που, άντε να τραγουδά μετά ο Πουλόπουλος "καμαρούλα μια σταλιά, δυο φορές το τρία"...) :-ΡΡΡΡΡ


Σου κόβω τα ριγανάτα διά βίου. Όλο κόντρα μού πας. :ΡΡΡΡΡΡΡΡ
Ουκ αν κόψεις παρά του μηδέποτε γευθέντος. (Touché για το "διά βίου", πάντως.)
Zazula: γλυφός και τσαγανός σαν κουτσουκέλα

WRITING STYLE GUIDELINES
1. Be more or less specific.
2. It's not O.K. to use ampersands & abbreviations.
3. Exaggeration is a million times worse than understatement.
4. Parenthetical remarks (however relevant) are to be avoided.


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
(Άσε που, άντε να τραγουδά μετά ο Πουλόπουλος "καμαρούλα μια σταλιά, δυο φορές το τρία"...) :-ΡΡΡΡΡ

Αηδίααααααααααα! Να κρατήσουμε το «επί» και το «διά». Υπήρξες καταλυτικός. :-)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



mavrodon

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 6582
    • Gender:Male
Αηδίααααααααααα! Να κρατήσουμε το «επί» και το «διά». Υπήρξες καταλυτικός. :-)
Συυυυυυμφωνώ και διορθώνω: το τραγούδι του Πουλόπουλου λέει δύο επί τρία και όχι δυο φορές το τρία. Στη δεύτερη περίπτωση, το δύο είναι μονοσύλαβο, όπως και το τραγούδι του Βαγγέλη Γερμανού, που παρατιθεται παρακάτω:
 Η μπανιέρα

Η λεκάνη μου πετρέλαιο δεν έχει
η Μεσόγειος δεν έχει νερό
Η μπανιέρα μου θα είναι ό,τι πρέπει
θα ’μαι πλούσιος μ’ ελάχιστα, θαρρώ

Δυο-δυο, στη μπανιέρα δυο-δυο
Δυο-δυο, στη μπανιέρα δυο-δυο
Δυο-δυο, στη μπανιέρα δυο-δυο

Μες στην αντάρα και το σεισμό
αντί για την πόρτα, ανοίγω τη βρύση
Βάζω μπρος στην σκάφη να κατρακυλήσει
σαν του Νώε την αρχαία κιβωτό

Δυο-δυο...

Πόσο σ’ έχω πικράνει, μητέρα
που δεν έγινα φίρμα λαϊκή
Μα σχεδόν από μωράκι στη μπανιέρα
τραγουδούσα με παράξενη φωνή

Δυο-δυο...


banned8

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 131
    • Gender:Male
Δεν ξέρω τι θεωρείτε εσείς απολίθωμα, για μένα η ΔΕΗ είναι απολίθωμα. Κάθε φορά πια που βρέχει, πρέπει, μου φαίνεται, να κλείνω μόνος μου τον υπολογιστή, για να μη μου τον κλείνει αυθαίρετα η ΔΕΗ.

Απολίθωμα δεν είναι αυτό που πετάξαμε γιατί δεν το χρειαζόμαστε. Απολίθωμα είναι αυτό που κρατήσαμε από τα παλιά γιατί μας είναι κάπου χρήσιμο και απαραίτητο και δεν το έχουμε αντικαταστήσει με κάτι καλύτερο. Το «διά/δια» δεν το χρησιμοποιούμε στην παραγωγή νέων διατυπώσεων. Έχουμε το «για» για τα καινούργια. Στη χρήση του μέσα στη διαίρεση είναι απολίθωμα.



user4

  • Sr. Member
  • ****
    • Posts: 609
  • think again!

Εγώ (που είμαι με τους δισύλλαβους) λέω επίσης δι-άλυμα (το της χημείας), δι-αφανής, δι-αμπερής, δι-αρρύθμιση, δι-ακατέχομαι, δι-αγώνισμα, δι-αφορά, δι-αλογή, δι-άλογος, δι-αμέρισμα κ.α.
Αλλά: διάλειμμα (σχολικό), διάφορο, διαλέγω, διάφανος, διαμάντι, Διακοφτό, διάολος, διάτανος.
Όσο ψάχνω, πιο πολλά δι-α παρά δια βρίσκω...


psifio

  • Sr. Member
  • ****
    • Posts: 657
Ο Τριανταφυλλίδης, πάντως, που δίνει το δια τονισμένο, για το πρόθημα δίνει και τις δύο προφορές και άλλα τα έχει έτσι, άλλα αλλιώς:

διά [δiá]
δια- [δia] ή [δja]
διάβα το [δjáva]
διαβάζω [δjavázo]
διαβαλκανικός -ή -ό [δiavalkanikós]
διαβάτης ο [δjavátis]
διάβημα [δiávima]
διαβατήριο το [δiavatírio]
διαβάτης ο [δjavátis]
διαβεβαιώνω [δiaveveóno]
διαβιβάζω [δiavivázo]
διαβιώνω [δiavióno]
διαβολεμένος -η -ο [δjavoleménos]
διαγώνιος -α / -ος -ο [δiaγónios]
διαδικασία η [δiaδikasía]
κοκ


lpap

  • Full Member
  • ***
    • Posts: 365
    • Gender:Male
Είναι απαραίτητο να διακρίνουμε τον "γραπτό" από τον "προφορικό" λόγο. Ο πρώτος είναι πειθαρχημένος και ο δεύτερος απείθαρχος.

Για παράδειγμα, ο Παπαδιαμάντης στα κείμενα του αποδίδει κάθε λεπτομέρεια του προφορικού λόγου των ηρώων του και δεν τολμάει να τους διορθώσει ποτέ, ακόμη και όταν εκείνοι προβαίνουν σε απίθανες ακροβασίες του λόγου. Από την άλλη, ο ίδιος στο δικό του γραπτό λόγο ακολουθεί μία απόλυτα πειθαρχημένη γλώσσα.

Έχοντας σαν οδηγό τα παραπάνω, έχω τη γνώμη πως  όταν ο γραπτός λόγος αποδίδει τον ζωντανό προφορικό λόγο οφείλει να τον καταγράφει με πιστότητα ακόμη και όταν εκείνος είναι λανθασμένος. Αλλά, όταν ο πρωτογενής λόγος είναι γραπτός οφείλει να υπακούει στην πειθαρχία της γραμματικής.

Επομένως, όταν ο γραπτός λόγος εκφράζει τον στίχο "στην μπανιέρα δυό-δυό", ή το παράγγελμα του διμοιρίτη "έν-δυό" δεν πιστοποιεί την γραμματική, αλλά πιστοποιεί τον αντίστοιχο -απείθαρχο- προφορικό λόγο.

Σε ότι αφορά στο 'δια' του γραπτού λόγου, έχω τη γνώμη ότι επειδή εκφράζει εννοιολογικά την σύζευξη-αποσύζευξη πολλών (αριθμητικά ή σε διάρκεια) δεν είναι δόκιμο να το "μειώνουμε" σε μονοσύλλαβο, εφόσον εμπεριέχει την έννοια του πλήθους.
ΖΩΗ είναι να ζείς τη ζωή των άλλων.


Zazula

  • Λεξιλάγνος λογοπαίκτης
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 1337
    • Gender:Male
  • Αθεράπευτος πομφολυγτόπιξ
Συυυυυυμφωνώ και διορθώνω: το τραγούδι του Πουλόπουλου λέει δύο επί τρία και όχι δυο φορές το τρία.
Θωμά, εγώ δεν αναφερόμουν στο δύο/δυο, αλλά στην πλήρη αντικατάσταση απολιθωμάτων όπως το "επί" από κάτι 'ισοδύναμο' όπως το "φορές το" [ρε σεις, αυτό διαβάζεται όπως και το "φόρεσ' το"]. :-))) Ουσιαστικά, είπα αυτό που 'πες κι εσύ. το "δύο επί τρία" γίνεται "δυο φορές το τρία" (του 'κανα όμως τα δύο δυο για το μέτρο).


Απολίθωμα δεν είναι αυτό που πετάξαμε γιατί δεν το χρειαζόμαστε. Απολίθωμα είναι αυτό που κρατήσαμε από τα παλιά γιατί μας είναι κάπου χρήσιμο και απαραίτητο και δεν το έχουμε αντικαταστήσει με κάτι καλύτερο. Το «διά/δια» δεν το χρησιμοποιούμε στην παραγωγή νέων διατυπώσεων. Έχουμε το «για» για τα καινούργια. Στη χρήση του μέσα στη διαίρεση είναι απολίθωμα.
Η χρήση στην αριθμητική και τις πράξεις της συγκεκριμένων μικρών λέξεων πυκνότατων σε χάρη, όπως τα "συν", "μειον", "πλην", "επί" και "διά", δεν συνιστούν ούτε εξαναγκαστική καταφυγή σε απολιθώματα, ούτε εγγενή αδυναμία της γλώσσας μας. Έχουν κι αυτές οι λέξεις την ομορφιά τους. Το να ψάχνουμε σώνει και καλά να βρούμε "κάτι καλύτερο" για να αντικαταστήσουμε αυτές τις λεξούλες, είναι το ίδιο με το να πετάμε τον παππού έξω απ' το παράθυρο επειδή έχει μείνει στα παλιά και δεν εξελίσσεται. Είναι σαν άλλοι φανατικοί νεοπροσήλυτοι στην τελευταία μόδα του μάνατζμεντ, να επιστρέφουμε από το σεμινάριο-επιφοίτηση στην εταιρεία μας και να ξηλώνουμε τα πάντα παρόλο που λειτουργούσαν μια χαρά, ώστε να μεταβούμε στη "νέα εποχή". Είναι σα να μην μπορούμε να αποδεχθούμε με τίποτα ότι και οι γριές κότες είναι ενίοτε ζουμερότατες (more often than not, actually).

Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι δεν έχει επιφυλαχθεί η ίδια ακριβώς μοίρα για όλες αυτές τις λεξούλες. Δεν μπορώ να γνωρίζω το γιατί, αλλά έκανα μια απονενοημένη υπόθεση. Ίσως ο λαός απεχθάνεται την αφαίρεση (να του παίρνουν κάτι) και τη διαίρεση (να μοιράζεται αυτό που έχει), και γι' αυτό δεν εξέλιξε τα σχετικά σύβολα (μείον, πλην και διά). ίσως τα θέλει σκοπίμως έτσι απολιθωμένα, να παραπέμπουν στην εξουσία και την άκαμπτη, απόμακρη γλώσσα της. Στην πρόσθεση όμως (δώσε και σε μένα, μπάρμπα) του ήταν πανεύκολο να εξισώσει το "συν" με το πασπαρτού "και". Στον δε πολλαπλασιασμό, το "φορές το" (αν και δεν κατάφερε να αποκτήσει καθεστώς αποκλειστικής υιοθέτησης) τουλάχιστον βοηθά να καταστεί σαφέστερη η λειτουργία της εν λόγω πράξης, πράγμα που ήταν ίσως αναγκαίο για το λαϊκό αισθητήριο δεδομένης της πολυσημαντικότητας του "επί" (που σημαίνει και "από πάνω" και διάρκεια και σκοπό - και τόσα άλλα που του ήταν γνωστά από ατέλειωτες εκφράσεις και σύνθετα).

Τέλος πάντων, η υπόθεσή μου πιθανότατα δεν στέκει. παραμένει όμως η διαπίστωση ότι η κατάσταση ΔΕΝ είναι ίδια σε όλες τις αριθμητικές πράξεις.
  • Το "και" μπορούμε να πούμε ότι αντικατέστησε πλήρως το "συν" στην πρόσθεση. Και όσον αφορά τις απαρχαιωμένες εκφράσεις που το περιέχουν, δε χάθηκε δα κι ο κόσμος (με τόσα διαζύγια, ποιος θα κυκλοφορεί σε δέκα χρόνια "συν γυναιξί και τέκνοις";). Για τη χρήση του ως ουσιαστικό, υπάρχει το "πλεονέκτημα". Για τις θερμοκρασίες, είναι πλεονασμός ("δύο βαθμοί" και "συν δύο βαθμοί" ταυτίζονται). Και, για να μην παρεξηγούμαστε, αγαπώ και το "και" εξίσου - διότι ως η κατεξοχήν συχνότερη και πιο πολυχρησιμοποιημένη λέξη, κατορθώνει να διατηρεί τη δική της μοναδικότητα και χρηστικότητα. Ναι, αλλά τι γίνεται με τη σύνθεση; Κόψτε την ικανότητα μιας γλώσσας να παράγει σύνθετα, και καταφέρατε να τηνέ σκοτώσετε. Εκεί όμως το "συν" χτυπάει τζάκποτ. ο πληθωρικός του σύντροφος, το "και", είναι ευνούχος... Ας αφήσουμε, λοιπόν, να μαθαίνουν όλοι το "συν" μέσα από τη σεμνή και διακριτική του παρουσία στην αριθμητική, ώστε αργότερα να κατανοήσουν την καταλυτική σπερματοδότρια δύναμη που εμπεριέχει για την παραγωγή σύνθετων λέξεων - ας μην περιμένουμε πια όλα να τα εισαγάγουμε αφότου τα έχουν κατασκευάσει με υλικά ελληνικής προέλευσης οι αγγλόφωνοι κι οι γαλλόφωνοι!
  • Η αφαίρεση είναι όλα τα λεφτά - ΔΥΟ λέξεις απολιθώματα! Τι να πεις; Αφαιρούμε το πέντε "από" το δέκα; Μα αυτό (καθώς προαπατεί μια λέξη να διευκρινίσει πως μιλάμε για αφαίρεση) μοιάζει με ουρά στα διόδια σε μέρα εξόδου, σε σύγκριση με το "δέκα μείον πέντε"! Και πώς θα πεις τις αρνητικές θερμοκρασίες (εκτός κι αν τα πράγματα αλλάξουν εντελώς με το φαινόμενο του θερμοκηπίου); Το "πλην" και το "μείον" είναι δύο μικρά πετράδια που παραμένουν σε χρήση απ' όλους, χωρίς να τους υποχρεώνουν σε σφάλματα ή άλλα γλωσσικά ολισθήματα (όπως συμβαίνει με άλλες 'λόγιες' λέξεις).
  • Για τον πολλαπλασιασμό τα είπαμε. δύσκολο έως δυσκοίλιο να πεις εκτάσεις κι εμβαδά χωρίς "επί" και, το σημαντικότερο, διαθέτει ανεξάντλητο δυναμικό παραγωγής συνθέτων!
  • Και καταλήγουμε εκεί απ' όπου ξεκινήσαμε. το "διά", την ταπεινή λέξη-σύμβολο του μερισμού. Εδώ όχι μόνο δεν μπορέσαμε τόσες μέρες να σκεφτούμε κάποιο συνώνυμο, αλλά φανταστείτε τι έχει να γίνει αν πρέπει να είναι και ισοδύναμο (μιλώντας για τη δυνατότητα παραγωγής συνθέτων)!

Νίκο μου, οι λέξεις αυτές πιο πολύ σε απολι-θάματα μου φέρνουν εμένα, και όχι σε απολιθώματα... Α, και πάρε και κάνα UPS να σου βρίσκεται τώρα που χειμωνιάζει... :-)
Zazula: γλυφός και τσαγανός σαν κουτσουκέλα

WRITING STYLE GUIDELINES
1. Be more or less specific.
2. It's not O.K. to use ampersands & abbreviations.
3. Exaggeration is a million times worse than understatement.
4. Parenthetical remarks (however relevant) are to be avoided.


Zazula

  • Λεξιλάγνος λογοπαίκτης
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 1337
    • Gender:Male
  • Αθεράπευτος πομφολυγτόπιξ
Το «διά/δια» δεν το χρησιμοποιούμε στην παραγωγή νέων διατυπώσεων. Έχουμε το «για» για τα καινούργια.
Η ταπεινή μου άποψη είναι ότι το "για" κάνει μόνο στις χρήσεις διά+αιτ.=συμπέρασμα και διά+γεν.=χρόνος.

Στο διά+αιτ.=αιτία μάλλον θα πούμε "εξαιτίας" ή "λόγω" (ουπς, να πάρει - δοτική!).

Στο διά+γεν.=τρόπος μπορούμε κάλλιστα να χρησιμοποιήσουμε το "με".

Στο διά+γεν.=διέλευση θα λέγαμε "μέσω" (α, στο καλό - πάλι δοτική!) ή "διαμέσου".
Zazula: γλυφός και τσαγανός σαν κουτσουκέλα

WRITING STYLE GUIDELINES
1. Be more or less specific.
2. It's not O.K. to use ampersands & abbreviations.
3. Exaggeration is a million times worse than understatement.
4. Parenthetical remarks (however relevant) are to be avoided.


banned8

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 131
    • Gender:Male
Τι να το κάνεις το UPS, Ζ., όταν σου κάνει η ΔΕΗ 9ωρη διακοπή για να φτιάξει τις γραμμές της; Γεννήτρια πρέπει να πάρω.

Λοιπόν, πολύ έχω παρεξηγηθεί, δεν εξηγείται αλλιώς: ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟ ΠΡΑΜΑ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΑΠΟΛΙΘΩΜΑ (ναι, σε shout mode). Όρος της γλωσσολογίας είναι και ακριβώς περιγράφει ανθεκτικούς τύπους, τόσο ωραίους που δεν έχουμε κάνει τον κόπο, καν τη σκέψη, να τους αντικαταστήσουμε. Ναι, θα διεκδικήσω κι εγώ το ρόλο του απολιθώματος εδώ μέσα. Τελεία [απολίθωμα, ποιος θα τολμήσει να την κάνει «τέλεια»;] και παύλα.

@lpap: Καλά το έχεις πιάσει. Έλεγα προχτές σε μια παρέα ότι προτιμώ να γράφω στους διαλόγους διαφορετικά από ό,τι στο υπόλοιπο κείμενο, και δεν αναφέρομαι σε επίπεδο γλώσσας, διατυπώσεις και επιλογή λεξιλογίου, αλλά για τις λεπτομέρειες του λόγου: Π.χ. να γράφω «σα» και «δε» και να αφαιρώ τα βοηθητικά «ν» γενικότερα. Να αφήνω το κείμενο να απεικονίζει όσο γίνεται περισσότερο τον τρόπο που μιλάμε.

Μια καίρια παρατήρηση: Στο τραγούδι λέει «Δυο-δυο, στη(ν) μπανιέρα δυο-δυο». Το αόριστο «δυο» (σε σύγκριση με το αριθμητικό «δύο») δεν παίρνει τόνο. Αυτό άλλωστε λέω και για το «δια» όταν προφέρεται σαν μία συλλαβή.


Zazula

  • Λεξιλάγνος λογοπαίκτης
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 1337
    • Gender:Male
  • Αθεράπευτος πομφολυγτόπιξ
Χεχε, σε εξώθησα σε shout mode... Οπότε συμφωνούμε, ένα απολιθωματάκι είναι το "διά", είναι και δισύλλαβο, βάλ' του τον ρημάδη τον τόνο κι είμαστε μια χαρά... :-ΡΡΡ
Zazula: γλυφός και τσαγανός σαν κουτσουκέλα

WRITING STYLE GUIDELINES
1. Be more or less specific.
2. It's not O.K. to use ampersands & abbreviations.
3. Exaggeration is a million times worse than understatement.
4. Parenthetical remarks (however relevant) are to be avoided.


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854558
    • Gender:Male
  • point d’amour
διά ή δια; → διά




διά πρόθ. για / ογιά / οδιά / ως διά.
Α´ 1) Αναγκαστικό αίτιο:
διά ποίαν αφορμήν και διά τίνα τρόπον (Χρον. Τόκκων 3496)
διά κακόν καιρόν εχωρίστησαν (Μαχ. 36033)
κλαίσινε για λόγου σου (Πανώρ. Β´ 385)
α) με το σύνδ. να
α1) διά να:
πως εσείς διά να φοβάσθε την κατάρα της μητρός σας (Διγ. Άνδρ. 33230)
α2) για να:
η πόρτα τούτη με κρουφό τρόπον ογιά ν’ ανοίγει, πίστεψε και για να ’ν’ στενή την ξεύρουσιν ολίγοι (Φαλιέρ., Ιστ. 190)
β) (με το σύνδ. ως) ως για:
κοράσιον πάντερπνον ενίκησεν φουσσάτον … ως για τα ωραιά της κάλλη (Διγ. Esc. 215).
2) Σκοπός, προορισμός:
(Πανώρ. Ε´ 292)
θέλει την κερά Μηλιά να πάρει ογιά γυναίκα! (Φορτουν. Β´ 437)
α) με το σύνδ. να
α1) διά να:
το κορμίν του έπεσεν εις την ελεημοσύνην του Θεού και του αυθέντη της χώρας διά να τον ξηλοθρέψουν (Ασσίζ. 22123)•
α2) για να:
Είντα σημάδι πλειότερο θα δεις εις το κορμί μου για να γνωρίσεις πως καλλιά σ’ έχω απού την ψυχή μου; (Πανώρ. Β´ 278)
β) με το σύνδ. ως
β1) ως διά:
την νύκτα οπού περπατεί ως διά κακόν γυρίζει (Σαχλ. A´ PM 58)
β2) ως για:
Με τετρακόσιους εκλεκτούς στρατιώτας ως για χρειάν του (Κορων., Μπούας 93)
γ) με τους συνδ. ως και να
γ1) ως διά να:
εδιάβηκε στο μάντειο (ενν. ο Φίλιππος) ως διά να μαντέψει (Αλεξ. 292)•
γ2) ως για να:
αρματώνει κάτεργα … ως για να ταξιδεύσει (Αλεξ. 320)
δ) (με τους συνδ. όπως και να) όπως διά να:
δότε με μήναν τέρμενο όπως διά να μείνω (Χρον. Μορ. P 72)•
ε) (με τους συνδ. όμως και να - ως να, εσφαλμ. μετάφρ. από την εβραϊκή, βλ. Hesseling, Πεντ., σ. 429) για όμως να,για όμως ως να:
(Πεντ. Γέν. XXVII 4, 10).
3) Μέσο ή όργανο:
έδωσεν αυτονών ο Ιοσέφ αμάξια διά στόμα του Φαρώ (Πεντ. Γέν. XLV 21)
εχάμνισεν ο Ιοσουά τον Αμαλέκ και τον λαό του διά στόμα σπαθιού (Πεντ. Έξ. XVII 13).
4) Αναφορά:
να μάθω πώς εγένετον οδιά την Μαργαρώνα (Ιμπ. 822)
με το σύνδ. ως
(1) ως διά:
εκείνος τον ερώτησεν: «τι λέγουν ως διά τούτον;» (Λίβ. Esc. 405)
(2) ως για:
να πα να ιδώ τι λέγουσι ως για το λαβωμένο (Βεντράμ., Φιλ. 292).
5) Χρονικός προσδιορισμός ή διάρκεια:
πορευόμενος διά δύο ημέρας προφθάνεις τον αιγιαλόν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1961)
του ήρθε μία αρρωστία … και διά ολίγες ημέρες απόθανε (Χρον. σουλτ. 12116).
6) Αντικατάσταση:
ημπορεί ν’ αλλαχθεί διά έτερον άνθρωπον γερόν οπού να πολεμήσει αντ’ αυτού (Ασσίζ. 10626).
7) Σε ευχές και επικλήσεις:
Διά τον Θεόν, καλοί αδελφοί, μη αποθάνει αδίκως (Διγ. Z 814).
Β´ (Σε δήλωση ιδιότητας ή προορισμού) ως:
(Μαχ. 54813)
επήρε με ογιά ταίρι του κι ογιά βασίλισσά του (Ροδολ. Α´ 609)
(με το σύνδ. ως) ως για:
’ς τούτο σας δίδω θύμησιν, ως για παραγγελία (Βεντράμ., Φιλ. 9).
[αρχ. πρόθ. διά. Ο τ. ογιάκαι σήμ. κρητ. Η λ. και ο τ. για και σήμ.]
[Λεξικό Κριαρά]

διά (I)
και για (AM διά Α και διαί)· κύρια πρόθεση, συνήθως δισύλλαβη, μονοσύλλαβη όμως στον Αριστοφάνη με ασυνήθιστη συνίζηση, η οποία προτάσσεται και στη σύνταξη (λ.χ. «διὰ τῆς πόλεως») και σε σύνθεση (λ.χ. διάδοχος, διαμοιράζω). Δεν συμβαίνει σ' αυτήν αναστροφή* ούτε μετατύπωση*, γιατί σ' αυτές τις περιπτώσεις ο τύπος δία θα συνέπιπτε με την αιτιατική τού Δία (δία). Στον Όμηρο χρησιμοποιείται μερικές φορές και επιρρηματικά. Στον Όμηρο επίσης, όταν η πρόθεση απαντά στην αρχή στίχου, είναι διαπιστωμένο ότι ο πρώτος πόδας του είναι τρίβραχυς και ότι δεν έλαβε χώρα μετρική έκταση. Συντάξεις: Η διά συντάσσεται: Ι. με γενική και δηλώνει: 1. διά τόπου κίνηση· («ήλθε διά ξηράς»)· 2. χρονική διάρκεια (α. «δι' όλης τής ημέρας»· β. «διά παντός [ενν. τού χρόνου]»· γ. «διά βίου»· καθ' όλη τη ζωή)· 3. όργανο ή μέσο με το οποίο συντελείται, γίνεται κάτι («τόν εκτύπησε διά τής ράβδου του»)· 4. (φρ.) α) «διά πυρός και σιδήρου»· καίοντας και καταστρέφοντας τα πάντα· β) «έζησε διά πυρός και σιδήρου»· σε όλη του τη ζωή υπήρξε εξώλης και προώλης· γ) «διά μακρών»· εκτενώς· δ) «διά βραχέων» ή «δι' ολίγων»· με λίγα λόγια, με συντομία (η διά στην έννοια τού μέσου ή τού οργάνου αντικαθίσταται στη Νεοελληνική με την πρόθεση με + αιτιατική: «τού έστειλε τα χρήματα με τραπεζική επιταγή»· «τόν χτύπησε με τον λοστό»· || (αρχ.) 1. τοπική έκταση («διὰ δέκα ἐπάλξεων πύργοι ἦσαν», Θουκ.)· 2. διανομή («διὰ πέμπτων ἐτῶν»· κάθε πέμπτο έτος)· 3. τρόπο («διὰ τείχους ἡ νίκη ἐγίγνετο»)· 4. την ύλη («κατασκευάζειν εἴδωλα δι' ἐλέφαντος καὶ χρυσοῡ»)· II. με αιτιατική και δηλώνει (στην αρχαία και τη λόγια γλώσσα) 1. το αναγκαστικό αίτιο, την αιτία («ἐτετίμητο ὑπὸ Κύρου δι' εὔνοιαν»· «κατεδικάσθη διὰ κλοπήν»)· 2. το τελικό αίτιο, τον σκοπό, τον προορισμό («oἱ Λακεδαιμόνιοι ἡγοῡνται τῶν συμμάχων διὰ τὴν σφετέραν δόξαν»· «φάρμακον διὰ τὴν θεραπείαν τῆς... ἀσθενείας»)· 3. χρονικό προσδιορισμό ή χρονική διάρκεια («ἐν χρήσει διά τε τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον»· «ἡ συνεδρία ὡρίσθη δι' αὔριον»)· 4. αναφορά («ὡμίλησε εἰς τὴν Βουλὴν διὰ τὸ σταφιδικόν»)· 5. διεύθυνση προς τόπο («αναχωρεί αύριο διά Θεσσαλονίκην»)· 6. εξορκισμό («μη διά τον Θεόν, δι' αγάπην τού Χριστού») (σε όλες αυτές τις χρήσεις της με αιτιατική η διά στη Νεοελληνική αντικαθίσταται με τη για)· 7. (φρ.) «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (ΚΔ)· από πρόνοια για κάθε ενδεχόμενο. Περιφράσεις τής διά στην αρχαία Ελληνική: 1. «δι' αἰτίας ἔχω τινά»· αιτιώμαι, κατηγορώ κάποιον· 2. «Ἔχω τινὰ δι' ὀργῆς»· οργίζομαι εναντίον κάποιου· 3. «δι' ἡσυχίας εἶναι»· ησυχάζειν· 4. «διὰ σπουδῆς»· βιαστικά· 5. «διὰ τάχους»· ταχέως, γρήγορα· 6. «διὰ φόβον εἴναι φοβεῑσθαι»· 7. «διὰ φιλίας ἰέναι»· φιλικά· 8. «διὰ μάχης ἰέναι»· συνάπτειν μάχην· 9. «διὰ δίκης ἰέναι τινι»· ἀναλαμβάνειν πρός τινα δικαστικόν αγώνα κ.λπ. Η διά σε σύνθεση. Η πρόθεση σε σύνθεση (στην αρχαία, λόγια και νεοελληνική γλώσσα) σημαίνει: 1. διανομή (διαδίδωμι, διαμοιράζω, διανέμω)· 2. χωρισμό (διαχωρίζω, διακρίνω, διίστημι)· 3. διασκορπισμό (διαχέω, διασπαθίζω, διασπείρω)· 4. διαφορά, διάκριση, ασυμφωνία (διαφωνώ, διαγιγνώσκω, διαχαίρω)· 5. άμιλλα, εναντιότητα ή αμοιβαιότητα (διαγωνίζομαι, διαλέγομαι)· 6. υπεροχή (διακρίνομαι, διαπρέπω)· 7. επίταση· (α. διαφθείρω· φθείρω καθ' ολοκληρίαν· β. διαστρέφω· γ. διαστρεβλώνω)· 8. μείωση τής έννοιας τού β' συνθετικού (α. διαφαίνομαι· μόλις φαίνομαι· β. διάχρυσος· μόνον εν μέρει χρυσός· γ. διάλευκος)· 9. την διά τόπου κίνηση (διέρχομαι, διαβαίνω, διασχίζω)· 10. χρονική διάρκεια (α. διαμένω· μένω μέχρι τέλους· β. διατελώ· γ. διαγίγνομαι)· 11. διακοπή (διαλείπω).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διά < *δις-α (πρβλ. δις*) ίσως αναλογικά προς τα παρά, μετά προφανώς συνδέεται με το *dis-, παράλληλο τ. τού *dwis- (πρβλ. λατ. dis-, αγγλοσαξ. te, αρχ. άνω γερμαν. zi-, ze- και zir-, zer-, αλβαν. tsh-). Παράλληλοι τύποι τού διά είναι: το θεσσαλικό διέ που παραμένει ανερμήνευτο, το λεσβ. ja- < δια με συμφωνική προφορά του ι μπροστά από φωνήεν, που εμφανίζεται κυρίως ως προρρηματικό και, τέλος, το διαί, που μαρτυρείται στον Αισχύλο και στους λυρικούς, ως υστερογενής σχηματισμός κατά το πρότυπο τών ομηρικών καταί, παραί, υπαί. Αρχικά το διά ως πρόθεση και ως προρρηματικό στοιχείο σήμαινε «διαιρώντας» και κατόπιν «διά μέσου». Ως πρόθεση συντάσσεται με γενική με τη σημασία «διά μέσου, σε» όταν δηλώνει τον τόπο, ενώ χρονικά η διά + γενική εκφράζει τη διάρκεια, το (χρονικό) διάστημα, την αλληλουχία και αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το ενεργούν πρόσωπο (πρβλ. «δι' αγγέλων»), το όργανο, την ύλη, την επιχείρηση που αναλαμβάνει κάποιος ή την κατάσταση στην οποία βρίσκεται (πρβλ. «διά μάχης ιέναι», «δι' ησυχίης είναι»). Η σύνταξη τής προθέσεως διά με αιτιατική, σε δήλωση τού τόπου και τού χρόνου, είναι αρχαϊκή και ποιητική. Στον Όμηρο ειδικά, όπου εμφανίζεται και ως σύνθετη με άλλες προθέσεις (πρβλ. διαπρό, διέκ) δηλώνει την αιτία, που μπορεί να είναι ένα πρόσωπο, πιο συχνά ένα πράγμα ή μια περίσταση (πρβλ. «διά ταύτα, διά τι κ.λπ.). Ως α' συνθετικό εμφανίζει μεγάλη παραγωγική δύναμη και συντίθεται με ρήματα και ονόματα, με κύρια τη σημασία τής διαίρεσης, τού «διά μέσου» (πρβλ. διαμπερές, διάνδιχα, διαβαίνω, διέχω). Ως προρρηματικό εκφράζει τη διάκριση, τη διαφορά (πρβλ. διαφωνώ, διαφέρω, διαιρώ, διαλύω), την άμιλλα (πρβλ. διαγωνίζομαι), τη διασπορά (πρβλ. διαπέμπω). Χρησιμοποιείται επίσης με τη σημασία «μέχρι το τέλος, τελείως» (πρβλ. διαγιγνώσκω, διαμάχομαι). Εμφανίζεται επίσης ως α' συνθετικό ονομάτων και κυρίως επιθέτων με επιτατική συνήθως σημασία (πρβλ. διάχρυσος, διαπόρφυρος, διατρύγιος, διαλγής, δίαιμος). Αξιοσημείωτη είναι η χρήση τού διά σε σύνθετα τής σύγχρονης Ελληνικής τού τύπου δια-σχέσεις, δια-κυβερνητικός, δια-κλαδικός κ.τ.ό., όπου δηλώνεται η μεταξύ προσώπων, πραγμάτων, καταστάσεων κ.λπ. σχέση. Πρόκειται συνήθως για ξενισμό που αποδίδει το ξεν. inter- (πρβλ. inter-relations, inter-government κ.λπ.). Τέλος, σημειώνεται ότι το νεοελλ. για* προήλθε από φωνολογική εξέλιξη τού δια].
διά (II)
σύμβολο τής διαίρεσης (:) ή η γραμμή κλάσματος (—).
Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας

διά, poet. διαί (Aeol. ζά, q.v.), Prep. governing gen. and acc.— Rad. sense,
   A through; never anastroph. [Prop. δῐᾰ: but Hom. uses ῑ at the beginning of a line, Il.3.357, 4.135, al.: also ᾱ, metri gr., freq. in Hom., for which A.uses διαί in lyr., Ag.448, al.]   A WITH GEN.   I of Place or Space:   1 of motion in a line, from one end to the other, right through, in Hom. freq. of the effect of weapons, διὰ μὲν ἀσπίδος ἦλθε . . ἔγχος καὶ διὰ θώρηκος . . Il. 3.357; δουρὶ βάλεν Δάμασον κυνέης διά 12.183; δι' ὤμου . . ἔγχος ἦλθεν 4.481; in Prose, τιτρώσκειν διὰ τοῦ θώρακος X.An.1.8.26;διὰ τοῦ ὀρόφου ἐφαίνετο πῦρ ib.7.4.16: also of persons, διὰ Σκαιῶν πεδίονδ' ἔχον ὠκέας ἵππους out through the Scaean gate, Il.3.263; δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν quite through the lower air even to the ether, Il.14.288, cf. 2.458; διὰ Τρώων πέτετο straight through them, 13.755; δι' ὄμματος . . λείβων δάκρυον S.OC1250, etc.: also in Compos. with πρό and ἐκ, v. διαπρό, διέκ: in adverbial phrases, διὰ πασῶν (sc. χορδῶν), v. διαπασῶν:διὰ πάσης throughout, Th.1.14; διὰ κενῆς idly, Id.4.126, etc. (cf.111.1.c).   2 of motion through a space, but not in a line, throughout, ouer, ἑπόμεσθα διὰ πεδίοιο Il.11.754; δι' ὄρεσφι 10.185, al.; ὀδύνη διὰ χροὸς ἦλθεthrough all his frame, 11.398; τεῦχε βοὴν διὰ ἄστεος Od.10.118; δι' ὁμίλου Il.6.226, etc.; θορύβου διὰ τῶν τάξεων ἰόντος X.An.1.8.16, cf. 2.4.26, etc.; later, in quoting an authority, ἱστορεῖ δ. τῆς δευτέρας in the course of . ., Ath.10.438b.   3 in the midst of, Il.9.468; κεῖτο τανυσσάμενος δ. μήλων Od.9.298; between, δ. τῶν πλευρέων ταμόντα Hp.Morb.2.61: hence, of pre-eminence,ἔπρεπε καὶ δ. πάντων Il.12.104; τετίμακε δι' ἀνθρώπων Pi.I.4(3).37; εὐδοκιμέοντι δ. πάντων Hdt.6.63, cf. 1.25, etc.   4 in Prose, sts. of extension, along, παρήκει δ. τῆσδε τῆς θαλάσσης ἡ ἀκτή Id.4.39 (but πέταται δ. θαλάσσας across the sea, Pi.N.6.48); λόφος, δι' οὗ τὸ σταύρωμα περιεβέβληντο X.HG7.4.22.   5 in Prose, of Intervals of Space, δ. τριήκοντα δόμων at intervals of thirty layers, i. e. after every thirtieth layer, Hdt.1.179; δ. δέκα ἐπάλξεων at every tenth battlement, Th.3.21; cf. infr. 11.3: of a single interval, δ. πέντε σταδίων at a distance of five stades, Hdt.7.30, cf. 198; δ. τοσούτου μᾶλλον ἢ δ. πολλῶν ἡμερῶν ὁδοῦ at so short a distance, etc., Th.2.29; δ. πολλοῦ at a great distance apart, Id.3.94; δ. πλείστου Id.2.97; δι' ἐλάσσονος Id.3.51; ὕδατα δ. μακροῦ ἀλόμενα Hp.Aër.9, etc.   II of Time,   1 of duration from one end of a period to the other, throughout, δ. παντὸς [τοῦ χρόνου] Hdt.9.13; δι' ὅλου τοῦ αἰῶνος Th.1.70; δι' αἰῶνοςS.El.1024; δι' ἡμέρας ὅλης Ar.Pax 27; δι' ὅλης τῆς νυκτός X.An.4.2.4, etc.: without an Adj., δι' ἡμέρης all day long, Hdt.1.97; δ. νυκτός Th.2.4,X.An.4.6.22 (but δ. νυκτός in the course of the night, by night, Act.Ap.5.19, PRyl.138.15 (i A. D.), etc.); δ. νυκτὸς καὶ ἡμέρας Pl.R.343b; δι' ἐνιαυτοῦ, δι' ἔτους, Ar.Fr.569.8, V.1058; δ. βίου Pl.Smp.183e, etc.; δ. τέλους from beginning to end, A.Pr.275, Pl.R.519c, etc.: with Adjs. alone, δ. παντός continually, A.Ch.862 (lyr.), etc.; δι' ὀλίγου for a short time, Th.1.77; δ. μακροῦ E.Hec.320; ὁ δ. μέσου χρόνος Hdt. 8.27.   2 of the interval which has passed between two points of Time, δ. χρόνου πολλοῦ or δ. πολλοῦ χρ. after a long time, Id.3.27, Ar.Pl.1045; δ. μακρῶν χρόνων Pl.Ti.22d: without an Adj., δ. χρόνου after a time, S.Ph.758, X.Cyr.1.4.28, etc.; δι' ἡμερῶν after several days, Ev.Marc.2.1; and with Adjs. alone, δι' ὀλίγου Th.5.14; οὐ δ. μακροῦ Id.6.15,91; δ. πολλοῦ Luc.Nigr.2, etc.: with Numerals, δι' ἐτέων εἴκοσι Hdt.6.118, cf. OGI56.38 (iii B. C.), etc.: but δ. τῆς ἑβδόμης till the seventh day, Luc.Hist.Conscr.21: also distributively, χρόνος δ. χρόνου προὔβαινε time after time, S.Ph.285;ἄλλος δι' ἄλλου E.Andr.1248.   3 of successive Intervals, δ. τρίτης ἡμέρης every other day, Hdt.2.37; δ. τρίτου ἔτεος ib.4, etc.; δ. πεντετηρίδος every four years (with inclusive reckoning), Id.3.97; δι' ἔτους πέμπτου, of the Olympic games, Ar.Pl.584 (but δι' ἑνδεκάτου ἔτεος in the course of the eleventh year, Hdt.1.62).   III causal, through, by,   a of the Agent, δι' ἀλλέλων or -ου ἐπικηρυκεύεσθαι, ποιεῖσθαι, by the mouth of . ., Id.1.69,6.4, cf. 1.113; δι' ἑρμηνέως λέγειν X.An.2.3.17, etc.; τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου δ. τοῦ προφήτου Ev.Matt.1.22; δι' ἑκόντων ἀλλ' οὐ δ. βίας ποιεῖσθαι Pl.Phlb.58b; πεσόντ' ἀλλοτρίας διαὶ γυναικός by her doing,A.Ag.448 (lyr.); ἐκ θεῶν γεγονὼς δ. βασιλέων πεφυκώς X.Cyr.7.2.24; δι' ἑαυτοῦ ποιεῖν τι of oneself, not by another's agency, ib.1.1.4, etc.; but also, by oneself alone, unassisted, D.15.14, cf. 22.38.   b of the Instrument or Means, δ. χειρῶν by hand (prop. by holding between the hands), δι' ὁσίων χ. θιγών S. OC470; also δ. χερῶν λαβεῖν, δ. χειρὸς ἔχειν in the hand, Id.Ant. 916, 1258 (but τὰ τῶν ξυμμάχων δ. χειρὸς ἔχειν to keep a firm hand on, Th.2.13); δ. στέρνων ἔχειν S.Ant.639; ἡ ἀκούουσα πηγὴ δι' ὤτων Id.OT1387; δ. στόματος ἔχειν X.Cyr.1.4.25; δ. μνήμης ἔχειν Luc.Cat.9; αἱ δ. τοῦ σώματος ἡδοναί X.Mem.1.5.6; δ. λόγων συγγίγνεσθαι to hold intercourse by word, Pl.Plt.272b; δ. λόγου ἀπαγγέλλειν Act.Ap.15.27; δι' ἐπιστολῶν 2 Ep.Cor.10.9, POxy. 1070.15 (iii A. D.).   c of Manner (where διά with its Noun freq. serves as an Adv.), δ. μέθης ποιήσασθαι τὴν συνουσίαν Pl.Smp.176e; παίω δι' ὀργῆς throughpassion, in passion, S.OT807; δ. τάχους, = ταχέως, Id.Aj.822, Th.1.63 (but δ. ταχέων ib.80, al.); δ. σπουδῆς in haste, hastily, E.Ba.212; δι' αἰδοῦςwith reverence, respectfully, ib.441; δ. ψευδῶν ἔπη lying words, Id.Hel.309; αἱ δ. καρτερίας ἐπιμέλειαι long-continued exertions, X.Mem.2.1.20; δι' ἀκριβείας, δ. πάσης ἀκρ., Pl.Ti.23d, Lg.876c; δ. σιγῆς Id.Grg.450c; δ. ξυμφορῶν ἡ ξύμβασις ἐγένετο Th.6.10; οὐ δι' αἰνιγμάτων, ἀλλ' ἐναργῶς γέγραπται Aeschin.3.121; δι' αἵματος, οὐ δ. μέλανος τοὺς νόμους ὁ Δράκων ἔγραψεν Plu.Sol.17: also with Adjs., δ. βραχέων, δ. μακρῶν τοὺς λόγους ποιεῖσθαι, Isoc.14.3, Pl.Grg.449b; ἀποκρίνεσθαι δ. βραχυτάτων ibid. d; cf. infr. IV.   2 in later Prose, of Material out of which a thing is made, κατασκευάζειν εἴδωλα δι' ἐλέφαντος καὶ χρυσοῦ D.S.17.115; θυσίαι δι' ἀλφίτου καὶ σπονδῆς πεποιημέναι Plu.Num.8; βρώματα δ. μέλιτος καὶ γάλακτος γιγνόμενα Ath.14.646e; οἶνος δ. βουνίου Dsc. 5.46.   IV διά τινος ἔχειν, εἶναι, γίγνεσθαι, to express conditions or states, ἀγὼν διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχων extending through every kind of contest,Hdt.2.91; δι' ἡσυχίης εἶναι Id.1.206; δι' ὄχλου εἶναι to be troublesome, Ar.Ec.888; δ. φόβου εἶναι Th.6.59; δι' ἀπεχθείας γίγνεσθαι X.Hier.9.2; ἡ ἐπιμέλεια δ. χάριτος γίγνεται ibid.; δ. μιᾶς γνώμης γίγνεσθαι Isoc.4.138.   b with Verbs of motion, δ. μάχης ἐλεύσονται will engage in battle, Hdt.6.9; ἐλθεῖν Th.4.92; δ. παντὸς πολέμου, δ. φιλίας ἰέναι τινί, X.An.3.2.8; δ. δίκης ἰέναι τινί go to law with . ., S.Ant.742, cf. Th.6.60; δ. τύχης ἰέναι S.OT773; δι' ὀργῆς ἥκειν Id.OC905; ἐμαυτῷ δ. λόγων ἀφικόμην I held converse with myself, E.Med.872; δ. λόγων, δ. γλώσσης ἰέναι come to open speech, Id.Tr.916, Supp.112; δ. φιλημάτων ἰέναι come to kissing,Id.Andr. 416; δ. δικαιοσύνης ἰέναι καὶ σωφροσύνης Pl.Prt.323a, etc.; δ. πυρὸς ἰέναι (v. πῦρ): in pass. sense, δι' ἀπεχθείας ἐλθεῖν τινι to be hated by . ., A.Pr.121 (anap.).   c with trans. Verbs, δι' αἰτίας ἔχειν or ἄγειν τινά hold in fault, Th.2.60, Ael.VH9.32; δι' ὀργῆς ἔχειν τινά Th.2.37, etc.; δ. φυλακῆς ἔχειν τι Id.7.8; δι' οἴκτου ἔχειν τινά, δι' αἰσχύνης ἔχειν τι, E.Hec.851, IT683; δ. πένθους τὸ γῆρας διάγειν X.Cyr.4.6.6; δι' οὐδενὸς ποιεῖσθαί τι S.OC584.   B WITH Acc.   I of Place, only Poet., in same sense as διά c. gen.:   1 through, ἓξ δὲ δ. πτύχας ἦλθε . . χαλκός Il.7.247; ἤϊξε δ. δρυμὰ . . καὶ ὕλην 11.118, cf. 23.122, etc.; δ. τάφρον ἐλαύνειν across it, 12.62; δ. δώματα ποιπνύοντα 1.600; ἐπὶ χθόνα καὶ δ. πόντον βέβακεν Pi.I.4(3).41; φεύγειν δ. κῦμ' ἅλιον A.Supp.14 (anap.).   2 through, among, in, οἴκεον δι' ἄκριας Od.9.400; ἄραβος δὲ δ. στόμα γίγνετ' ὀδόντων Il.10.375 (but μῦθον, ὃν . . δ. στόμα . . ἄγοιτο through his mouth, 14.91; so δ. στόμα ὄσσαν ἱεῖσαι Hes.Th.65; ἀεὶ γὰρ ἡ γυνή σ' ἔχει δ. στόμα Ar.Lys.855); δ. κρατερὰς ὑσμίνας Hes.Th.631; νόμοι δι' αἰθέρα τεκνωθέντες S.OT867 (lyr.).   II of Time, also Poet., δ. νύκτα Il.2.57, etc.; δ. γλυκὺν ὕπνον during sweet sleep, Mosch.4.91.   III causal:   1 of persons, thanks to, by aid of, νικῆσαι δ . . . Ἀθήνην Od.8.520, cf. 13.121; δ. δμῳὰς . . εἷλον 19.154; δ. σε by thy fault or service, S.OC1129,Ar.Pl.145, cf. 160,170: in Prose, by reason of, on account of, δ' ἡμᾶς Th.1.41, cf. X.An.7.6.33, D.18.249; οὐ δι' ἐμαυτόν And.1.144; so εἰ μὴ διά τινα if it had not been for . ., εἰ μὴ δι' ἄνδρας ἀγαθούς Lys.12.60; Μιλτιάδην εἰς τὸ βάραθρον ἐμβαλεῖν ἐψηφίσαντο, καὶ εἰ μὴ δ. τὸν πρύτανιν ἐνέπεσεν ἄν Pl.Grg.516e, cf. D.19.74; εἰ μὴ δ. τὴν ἐκείνου μέλλησιν Th.2.18, cf. Ar.V.558; πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν γενέσθαι δι' Ὅμηρον Pi.N.7.21.   2 of things, to express the Cause, Occasion, or Purpose, δι' ἐμὴν ἰότητα because of my will, Il.15.41; Διὸς μεγάλου δ. βουλάς Od.8.82; δι' ἀφραδίας for, through want of thought, 19.523; δι' ἀτασθαλίας 23.67; δι' ἔνδειαν by reason of poverty, X. An.7.8.6; δ. καῦμα, δ. χειμῶνα, ib.1.7.6;δι' ἄγνοιαν καὶ ἀμαθίαν Pl. Prt.360b, etc.: freq. also with neut. Adjs., δ. τί; wherefore?; δ. τοῦτο, δ. ταῦτα on this account; δι' ὅ, δι' ἅ on whichaccount; δ. πολλά for many reasons, etc.   3 = ἕνεκα, to express Purpose, δἰ ἀχθηδόνα for the sake of vexing, Th.4.40, cf. 5.53; δ. τὴν τούτου σαφήνειαν with a view to clearing this up,Pl.R.524c, cf. Arist.EN 1172b21; αὐτή δι' αὑτήν for its own sake, Pl.R.367b, etc.   C WITHOUT CASE as Adv. throughout, δ. πρό (v. supr. A.I.I); δ. δ' ἀμπερές Il.11.377.   D IN COMPOS.:   I through, right through, of Space, διαβαίνω, διέχω, διιππεύω.   II in different directions, as in διαπέμπω, διαφορέω; of separation, asunder, διαιρέω, διαλύω; of difference or disagreement, at variance,διαφωνέω, διαφέρω; or simply mutual relation, one with another, διαγωνίζομαι, διάδω, διαθέω, διαπίνω, διαφιλοτιμέομαι.   III pre-eminence, διαπρέπω, διαφέρω.   IV completion, to the end, utterly, διεργάζομαι, διαμάχομαι, διαπράττω, διαφθείρω: of Time, διαβιόω.   V to add strength, thoroughly, out and out, διαγαληνίζω, etc.; cf. ζά.   VI of mixture, between, partly, esp. in Adj., as διάλευκος, διάχρυσος, διάχλωρος, etc.   VII of leaving an interval or breach, διαλείπω, διαναπαύω. (Cogn. with δύο, δίς.)
Liddell, Scott, Jones Ancient Greek Lexicon (LSJ)
« Last Edit: 14 May, 2015, 20:45:40 by spiros »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854558
    • Gender:Male
  • point d’amour
διά ή δια; → διά



διά [δiá] πρόθ.· παθαίνει έκθλιψη πριν από φωνήεν· (βλ. και δια-) : (λόγ.) I. χρησιμοποιείται μόνο σε εκφράσεις ή φράσεις· δηλώνει συνήθως: 1. (με γεν.) α. τρόπο· με. (έκφρ.) διά της βίας. διά χειραψίας. διά βοής. δι΄ ανατάσεως της χειρός. διά μακρών. ΦΡ διά γυμνού οφθαλμού. διά της τεθλασμένης (οδού). διά πυρός και σιδήρου. || διέλευση. (έκφρ.) διά μέσου. διά θαλάσσης. β. χρόνο· για. (έκφρ.) διά βίου. διά παντός. άπαξ διά παντός.ΦΡ στο δι΄ ευχών. το δι΄ ευχών. 2. (με αιτ.) α. αιτία. ΦΡ διά τον φόβο(ν) των Iουδαίων. β. συμπέρασμα. (έκφρ.) διά ταύτα. διά τούτο. διά παν ενδεχόμενο. II. (μαθημ.) ονομασία του συμβόλου ή σημείου της διαίρεσης (:)· προςAI6: Εκατό διά δέκα ίσον δέκα. Hμίτονο α διά συνημίτονο β.
[λόγ.: I: αρχ. διά· II: αρχ. διά στη σημ.: `μέσα από΄ σημδ. γαλλ. par]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη

διά (δι-ά) κ. δι' (πριν από φωνήεν) πρόθ. (λόγ.) δηλώνει: 1. διέλευση από τόπο (διά μέσου) (+γεν.): ταξίδι - θαλάσσης || διά ξηράς προέλαση των στρατευμάτων 2. χρονική διάρκεια (+γεν.(: στο δηλώνω άπαξ διά παντός (μια για πάντα) || διά βίου (εφ' όρου ζωής, για όλη τη ζωή) εκπαίδευση || διά νυκτός (στη διάρκεια τής νύχτας) απόδραση || απόφαση που πάρθηκε - μιας (αμέσως, ξαφνικά) 3. όργανο | μέσο | τρόπο με τα οποία γίνεται κάτι (+γεν.): τα υπόλοιπα θέματα θα διευθετηθούν διά τής διπλωματικής οδού || η απόφαση ελήφθη δι ' ανατάσεως τής χειρός (υψώνοντας το χέρι) | διά βοής (με φωνές) || φαινόμενο ορατό διά γυμνού οφθαλμού (με γυμνό μάτι, χωρίς μικροσκόπιο ή τηλεσκόπιο) || διά τής βίας συγκατάθεση || έλαμψε - τής απουσίας του || διά νόμου (με νόμο) || περάσαμε διά πυρός και σιδήρου (μέσα από μεγάλες ταλαιπωρίες) || τα στρατεύματα πέρασαν την κατακτημένη περιοχή διά πυρός και σιδήρου (πολεμώντας και σφάζοντας) || διά ροπάλου (με τη βία) απαγόρευση ενός πράγματος || διορισμοί διά τής τεθλασμένης (με τρόπο αθέμιτο) || επίτευξη στόχων διά τής πλαγίας οδού (με τρόπο ανορθόδοξο) || εικόνα - χειρός Γενναδίου (φτειαγμένη από το χέρι τού Γενναδίου) || διά βραχέων (με λίγα λόγια) || διά μακρών (διεξοδικά) || δι' ευχών των αγίων ημών (με τις ευχές των αγίων μας) 4. για (+αιτ.): έργο ακατάλληλο δι ' ανηλίκους || διά παν ενδεχόμενον, έχε μαζί σου και κάποια χαρτόσημα || φόνος δι' ασήμαντον αφορμήν || διά τούτο | διά ταύτα (>γι' αυτό)・ 5. ΜΑθ. το σύμβολο τής διαίρεσης (+αριθμητ. ή γεν.): έξι διά δύο ίσον τρία. (Βλ. λ. πρόθεση, ΠΙΝ). → ΣΧΟΛΙΟ λ. γυιος, μέσα. [ΕΤΥΜ. αρχ. < *δισ-ά (κατ' αναλογίαν προς τα μετά, παρά) < I.E. *di-, μόρφημα που εξέφραζε διαχωρισμό, πβ. λατ. di-s- (π.χ. difficilis «δύσκολος» < dis + facilis), αρχ. γερμ. zi-, ze- (από όπου, με συμφυρμόπρος το er, προήλθε το γερμ. zer-, π.χ. zer-storen «καταστρέφω») κ.ά. Το διά χρησιμοποιήθηκε εξαρχής με ευρύτητα σημασιών, οι οποίες περιελάμβαναν τον χρόνο, τον τόπο, το μέσον και την αιτία. Οι χρήσεις αυτές αποτυπώνονται στα σύνθετα (βλ. λ. δια-)・ το νεοελληνικό για (βλ.λ.) αποτελεί φωνολογική εξέλιξη τού αρχ. διά].
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη

διά πρόθ. για / ογιά / οδιά / ως διά.
Α´ 1) Αναγκαστικό αίτιο:
διά ποίαν αφορμήν και διά τίνα τρόπον (Χρον. Τόκκων 3496)
διά κακόν καιρόν εχωρίστησαν (Μαχ. 36033)
κλαίσινε για λόγου σου (Πανώρ. Β´ 385)
α) με το σύνδ. να
α1) διά να:
πως εσείς διά να φοβάσθε την κατάρα της μητρός σας (Διγ. Άνδρ. 33230)
α2) για να:
η πόρτα τούτη με κρουφό τρόπον ογιά ν’ ανοίγει, πίστεψε και για να ’ν’ στενή την ξεύρουσιν ολίγοι (Φαλιέρ., Ιστ. 190)
β) (με το σύνδ. ως) ως για:
κοράσιον πάντερπνον ενίκησεν φουσσάτον … ως για τα ωραιά της κάλλη (Διγ. Esc. 215).
2) Σκοπός, προορισμός:
(Πανώρ. Ε´ 292)
θέλει την κερά Μηλιά να πάρει ογιά γυναίκα! (Φορτουν. Β´ 437)
α) με το σύνδ. να
α1) διά να:
το κορμίν του έπεσεν εις την ελεημοσύνην του Θεού και του αυθέντη της χώρας διά να τον ξηλοθρέψουν (Ασσίζ. 22123)•
α2) για να:
Είντα σημάδι πλειότερο θα δεις εις το κορμί μου για να γνωρίσεις πως καλλιά σ’ έχω απού την ψυχή μου; (Πανώρ. Β´ 278)
β) με το σύνδ. ως
β1) ως διά:
την νύκτα οπού περπατεί ως διά κακόν γυρίζει (Σαχλ. A´ PM 58)
β2) ως για:
Με τετρακόσιους εκλεκτούς στρατιώτας ως για χρειάν του (Κορων., Μπούας 93)
γ) με τους συνδ. ως και να
γ1) ως διά να:
εδιάβηκε στο μάντειο (ενν. ο Φίλιππος) ως διά να μαντέψει (Αλεξ. 292)•
γ2) ως για να:
αρματώνει κάτεργα … ως για να ταξιδεύσει (Αλεξ. 320)
δ) (με τους συνδ. όπως και να) όπως διά να:
δότε με μήναν τέρμενο όπως διά να μείνω (Χρον. Μορ. P 72)•
ε) (με τους συνδ. όμως και να - ως να, εσφαλμ. μετάφρ. από την εβραϊκή, βλ. Hesseling, Πεντ., σ. 429) για όμως να,για όμως ως να:
(Πεντ. Γέν. XXVII 4, 10).
3) Μέσο ή όργανο:
έδωσεν αυτονών ο Ιοσέφ αμάξια διά στόμα του Φαρώ (Πεντ. Γέν. XLV 21)
εχάμνισεν ο Ιοσουά τον Αμαλέκ και τον λαό του διά στόμα σπαθιού (Πεντ. Έξ. XVII 13).
4) Αναφορά:
να μάθω πώς εγένετον οδιά την Μαργαρώνα (Ιμπ. 822)
με το σύνδ. ως
(1) ως διά:
εκείνος τον ερώτησεν: «τι λέγουν ως διά τούτον;» (Λίβ. Esc. 405)
(2) ως για:
να πα να ιδώ τι λέγουσι ως για το λαβωμένο (Βεντράμ., Φιλ. 292).
5) Χρονικός προσδιορισμός ή διάρκεια:
πορευόμενος διά δύο ημέρας προφθάνεις τον αιγιαλόν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1961)
του ήρθε μία αρρωστία … και διά ολίγες ημέρες απόθανε (Χρον. σουλτ. 12116).
6) Αντικατάσταση:
ημπορεί ν’ αλλαχθεί διά έτερον άνθρωπον γερόν οπού να πολεμήσει αντ’ αυτού (Ασσίζ. 10626).
7) Σε ευχές και επικλήσεις:
Διά τον Θεόν, καλοί αδελφοί, μη αποθάνει αδίκως (Διγ. Z 814).
Β´ (Σε δήλωση ιδιότητας ή προορισμού) ως:
(Μαχ. 54813)
επήρε με ογιά ταίρι του κι ογιά βασίλισσά του (Ροδολ. Α´ 609)
(με το σύνδ. ως) ως για:
’ς τούτο σας δίδω θύμησιν, ως για παραγγελία (Βεντράμ., Φιλ. 9).
[αρχ. πρόθ. διά. Ο τ. ογιάκαι σήμ. κρητ. Η λ. και ο τ. για και σήμ.]
[Λεξικό Κριαρά]

διά (I)
και για (AM διά Α και διαί)· κύρια πρόθεση, συνήθως δισύλλαβη, μονοσύλλαβη όμως στον Αριστοφάνη με ασυνήθιστη συνίζηση, η οποία προτάσσεται και στη σύνταξη (λ.χ. «διὰ τῆς πόλεως») και σε σύνθεση (λ.χ. διάδοχος, διαμοιράζω). Δεν συμβαίνει σ' αυτήν αναστροφή* ούτε μετατύπωση*, γιατί σ' αυτές τις περιπτώσεις ο τύπος δία θα συνέπιπτε με την αιτιατική τού Δία (δία). Στον Όμηρο χρησιμοποιείται μερικές φορές και επιρρηματικά. Στον Όμηρο επίσης, όταν η πρόθεση απαντά στην αρχή στίχου, είναι διαπιστωμένο ότι ο πρώτος πόδας του είναι τρίβραχυς και ότι δεν έλαβε χώρα μετρική έκταση. Συντάξεις: Η διά συντάσσεται: Ι. με γενική και δηλώνει: 1. διά τόπου κίνηση· («ήλθε διά ξηράς»)· 2. χρονική διάρκεια (α. «δι' όλης τής ημέρας»· β. «διά παντός [ενν. τού χρόνου]»· γ. «διά βίου»· καθ' όλη τη ζωή)· 3. όργανο ή μέσο με το οποίο συντελείται, γίνεται κάτι («τόν εκτύπησε διά τής ράβδου του»)· 4. (φρ.) α) «διά πυρός και σιδήρου»· καίοντας και καταστρέφοντας τα πάντα· β) «έζησε διά πυρός και σιδήρου»· σε όλη του τη ζωή υπήρξε εξώλης και προώλης· γ) «διά μακρών»· εκτενώς· δ) «διά βραχέων» ή «δι' ολίγων»· με λίγα λόγια, με συντομία (η διά στην έννοια τού μέσου ή τού οργάνου αντικαθίσταται στη Νεοελληνική με την πρόθεση με + αιτιατική: «τού έστειλε τα χρήματα με τραπεζική επιταγή»· «τόν χτύπησε με τον λοστό»· || (αρχ.) 1. τοπική έκταση («διὰ δέκα ἐπάλξεων πύργοι ἦσαν», Θουκ.)· 2. διανομή («διὰ πέμπτων ἐτῶν»· κάθε πέμπτο έτος)· 3. τρόπο («διὰ τείχους ἡ νίκη ἐγίγνετο»)· 4. την ύλη («κατασκευάζειν εἴδωλα δι' ἐλέφαντος καὶ χρυσοῡ»)· II. με αιτιατική και δηλώνει (στην αρχαία και τη λόγια γλώσσα) 1. το αναγκαστικό αίτιο, την αιτία («ἐτετίμητο ὑπὸ Κύρου δι' εὔνοιαν»· «κατεδικάσθη διὰ κλοπήν»)· 2. το τελικό αίτιο, τον σκοπό, τον προορισμό («oἱ Λακεδαιμόνιοι ἡγοῡνται τῶν συμμάχων διὰ τὴν σφετέραν δόξαν»· «φάρμακον διὰ τὴν θεραπείαν τῆς... ἀσθενείας»)· 3. χρονικό προσδιορισμό ή χρονική διάρκεια («ἐν χρήσει διά τε τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον»· «ἡ συνεδρία ὡρίσθη δι' αὔριον»)· 4. αναφορά («ὡμίλησε εἰς τὴν Βουλὴν διὰ τὸ σταφιδικόν»)· 5. διεύθυνση προς τόπο («αναχωρεί αύριο διά Θεσσαλονίκην»)· 6. εξορκισμό («μη διά τον Θεόν, δι' αγάπην τού Χριστού») (σε όλες αυτές τις χρήσεις της με αιτιατική η διά στη Νεοελληνική αντικαθίσταται με τη για)· 7. (φρ.) «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (ΚΔ)· από πρόνοια για κάθε ενδεχόμενο. Περιφράσεις τής διά στην αρχαία Ελληνική: 1. «δι' αἰτίας ἔχω τινά»· αιτιώμαι, κατηγορώ κάποιον· 2. «Ἔχω τινὰ δι' ὀργῆς»· οργίζομαι εναντίον κάποιου· 3. «δι' ἡσυχίας εἶναι»· ησυχάζειν· 4. «διὰ σπουδῆς»· βιαστικά· 5. «διὰ τάχους»· ταχέως, γρήγορα· 6. «διὰ φόβον εἴναι φοβεῑσθαι»· 7. «διὰ φιλίας ἰέναι»· φιλικά· 8. «διὰ μάχης ἰέναι»· συνάπτειν μάχην· 9. «διὰ δίκης ἰέναι τινι»· ἀναλαμβάνειν πρός τινα δικαστικόν αγώνα κ.λπ. Η διά σε σύνθεση. Η πρόθεση σε σύνθεση (στην αρχαία, λόγια και νεοελληνική γλώσσα) σημαίνει: 1. διανομή (διαδίδωμι, διαμοιράζω, διανέμω)· 2. χωρισμό (διαχωρίζω, διακρίνω, διίστημι)· 3. διασκορπισμό (διαχέω, διασπαθίζω, διασπείρω)· 4. διαφορά, διάκριση, ασυμφωνία (διαφωνώ, διαγιγνώσκω, διαχαίρω)· 5. άμιλλα, εναντιότητα ή αμοιβαιότητα (διαγωνίζομαι, διαλέγομαι)· 6. υπεροχή (διακρίνομαι, διαπρέπω)· 7. επίταση· (α. διαφθείρω· φθείρω καθ' ολοκληρίαν· β. διαστρέφω· γ. διαστρεβλώνω)· 8. μείωση τής έννοιας τού β' συνθετικού (α. διαφαίνομαι· μόλις φαίνομαι· β. διάχρυσος· μόνον εν μέρει χρυσός· γ. διάλευκος)· 9. την διά τόπου κίνηση (διέρχομαι, διαβαίνω, διασχίζω)· 10. χρονική διάρκεια (α. διαμένω· μένω μέχρι τέλους· β. διατελώ· γ. διαγίγνομαι)· 11. διακοπή (διαλείπω).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διά < *δις-α (πρβλ. δις*) ίσως αναλογικά προς τα παρά, μετά προφανώς συνδέεται με το *dis-, παράλληλο τ. τού *dwis- (πρβλ. λατ. dis-, αγγλοσαξ. te, αρχ. άνω γερμαν. zi-, ze- και zir-, zer-, αλβαν. tsh-). Παράλληλοι τύποι τού διά είναι: το θεσσαλικό διέ που παραμένει ανερμήνευτο, το λεσβ. ja- < δια με συμφωνική προφορά του ι μπροστά από φωνήεν, που εμφανίζεται κυρίως ως προρρηματικό και, τέλος, το διαί, που μαρτυρείται στον Αισχύλο και στους λυρικούς, ως υστερογενής σχηματισμός κατά το πρότυπο τών ομηρικών καταί, παραί, υπαί. Αρχικά το διά ως πρόθεση και ως προρρηματικό στοιχείο σήμαινε «διαιρώντας» και κατόπιν «διά μέσου». Ως πρόθεση συντάσσεται με γενική με τη σημασία «διά μέσου, σε» όταν δηλώνει τον τόπο, ενώ χρονικά η διά + γενική εκφράζει τη διάρκεια, το (χρονικό) διάστημα, την αλληλουχία και αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το ενεργούν πρόσωπο (πρβλ. «δι' αγγέλων»), το όργανο, την ύλη, την επιχείρηση που αναλαμβάνει κάποιος ή την κατάσταση στην οποία βρίσκεται (πρβλ. «διά μάχης ιέναι», «δι' ησυχίης είναι»). Η σύνταξη τής προθέσεως διά με αιτιατική, σε δήλωση τού τόπου και τού χρόνου, είναι αρχαϊκή και ποιητική. Στον Όμηρο ειδικά, όπου εμφανίζεται και ως σύνθετη με άλλες προθέσεις (πρβλ. διαπρό, διέκ) δηλώνει την αιτία, που μπορεί να είναι ένα πρόσωπο, πιο συχνά ένα πράγμα ή μια περίσταση (πρβλ. «διά ταύτα, διά τι κ.λπ.). Ως α' συνθετικό εμφανίζει μεγάλη παραγωγική δύναμη και συντίθεται με ρήματα και ονόματα, με κύρια τη σημασία τής διαίρεσης, τού «διά μέσου» (πρβλ. διαμπερές, διάνδιχα, διαβαίνω, διέχω). Ως προρρηματικό εκφράζει τη διάκριση, τη διαφορά (πρβλ. διαφωνώ, διαφέρω, διαιρώ, διαλύω), την άμιλλα (πρβλ. διαγωνίζομαι), τη διασπορά (πρβλ. διαπέμπω). Χρησιμοποιείται επίσης με τη σημασία «μέχρι το τέλος, τελείως» (πρβλ. διαγιγνώσκω, διαμάχομαι). Εμφανίζεται επίσης ως α' συνθετικό ονομάτων και κυρίως επιθέτων με επιτατική συνήθως σημασία (πρβλ. διάχρυσος, διαπόρφυρος, διατρύγιος, διαλγής, δίαιμος). Αξιοσημείωτη είναι η χρήση τού διά σε σύνθετα τής σύγχρονης Ελληνικής τού τύπου δια-σχέσεις, δια-κυβερνητικός, δια-κλαδικός κ.τ.ό., όπου δηλώνεται η μεταξύ προσώπων, πραγμάτων, καταστάσεων κ.λπ. σχέση. Πρόκειται συνήθως για ξενισμό που αποδίδει το ξεν. inter- (πρβλ. inter-relations, inter-government κ.λπ.). Τέλος, σημειώνεται ότι το νεοελλ. για* προήλθε από φωνολογική εξέλιξη τού δια].
διά (II)
σύμβολο τής διαίρεσης (:) ή η γραμμή κλάσματος (—).
Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας

διά, poet. διαί (Aeol. ζά, q.v.), Prep. governing gen. and acc.— Rad. sense,
   A through; never anastroph. [Prop. δῐᾰ: but Hom. uses ῑ at the beginning of a line, Il.3.357, 4.135, al.: also ᾱ, metri gr., freq. in Hom., for which A.uses διαί in lyr., Ag.448, al.]   A WITH GEN.   I of Place or Space:   1 of motion in a line, from one end to the other, right through, in Hom. freq. of the effect of weapons, διὰ μὲν ἀσπίδος ἦλθε . . ἔγχος καὶ διὰ θώρηκος . . Il. 3.357; δουρὶ βάλεν Δάμασον κυνέης διά 12.183; δι' ὤμου . . ἔγχος ἦλθεν 4.481; in Prose, τιτρώσκειν διὰ τοῦ θώρακος X.An.1.8.26;διὰ τοῦ ὀρόφου ἐφαίνετο πῦρ ib.7.4.16: also of persons, διὰ Σκαιῶν πεδίονδ' ἔχον ὠκέας ἵππους out through the Scaean gate, Il.3.263; δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν quite through the lower air even to the ether, Il.14.288, cf. 2.458; διὰ Τρώων πέτετο straight through them, 13.755; δι' ὄμματος . . λείβων δάκρυον S.OC1250, etc.: also in Compos. with πρό and ἐκ, v. διαπρό, διέκ: in adverbial phrases, διὰ πασῶν (sc. χορδῶν), v. διαπασῶν:διὰ πάσης throughout, Th.1.14; διὰ κενῆς idly, Id.4.126, etc. (cf.111.1.c).   2 of motion through a space, but not in a line, throughout, ouer, ἑπόμεσθα διὰ πεδίοιο Il.11.754; δι' ὄρεσφι 10.185, al.; ὀδύνη διὰ χροὸς ἦλθεthrough all his frame, 11.398; τεῦχε βοὴν διὰ ἄστεος Od.10.118; δι' ὁμίλου Il.6.226, etc.; θορύβου διὰ τῶν τάξεων ἰόντος X.An.1.8.16, cf. 2.4.26, etc.; later, in quoting an authority, ἱστορεῖ δ. τῆς δευτέρας in the course of . ., Ath.10.438b.   3 in the midst of, Il.9.468; κεῖτο τανυσσάμενος δ. μήλων Od.9.298; between, δ. τῶν πλευρέων ταμόντα Hp.Morb.2.61: hence, of pre-eminence,ἔπρεπε καὶ δ. πάντων Il.12.104; τετίμακε δι' ἀνθρώπων Pi.I.4(3).37; εὐδοκιμέοντι δ. πάντων Hdt.6.63, cf. 1.25, etc.   4 in Prose, sts. of extension, along, παρήκει δ. τῆσδε τῆς θαλάσσης ἡ ἀκτή Id.4.39 (but πέταται δ. θαλάσσας across the sea, Pi.N.6.48); λόφος, δι' οὗ τὸ σταύρωμα περιεβέβληντο X.HG7.4.22.   5 in Prose, of Intervals of Space, δ. τριήκοντα δόμων at intervals of thirty layers, i. e. after every thirtieth layer, Hdt.1.179; δ. δέκα ἐπάλξεων at every tenth battlement, Th.3.21; cf. infr. 11.3: of a single interval, δ. πέντε σταδίων at a distance of five stades, Hdt.7.30, cf. 198; δ. τοσούτου μᾶλλον ἢ δ. πολλῶν ἡμερῶν ὁδοῦ at so short a distance, etc., Th.2.29; δ. πολλοῦ at a great distance apart, Id.3.94; δ. πλείστου Id.2.97; δι' ἐλάσσονος Id.3.51; ὕδατα δ. μακροῦ ἀλόμενα Hp.Aër.9, etc.   II of Time,   1 of duration from one end of a period to the other, throughout, δ. παντὸς [τοῦ χρόνου] Hdt.9.13; δι' ὅλου τοῦ αἰῶνος Th.1.70; δι' αἰῶνοςS.El.1024; δι' ἡμέρας ὅλης Ar.Pax 27; δι' ὅλης τῆς νυκτός X.An.4.2.4, etc.: without an Adj., δι' ἡμέρης all day long, Hdt.1.97; δ. νυκτός Th.2.4,X.An.4.6.22 (but δ. νυκτός in the course of the night, by night, Act.Ap.5.19, PRyl.138.15 (i A. D.), etc.); δ. νυκτὸς καὶ ἡμέρας Pl.R.343b; δι' ἐνιαυτοῦ, δι' ἔτους, Ar.Fr.569.8, V.1058; δ. βίου Pl.Smp.183e, etc.; δ. τέλους from beginning to end, A.Pr.275, Pl.R.519c, etc.: with Adjs. alone, δ. παντός continually, A.Ch.862 (lyr.), etc.; δι' ὀλίγου for a short time, Th.1.77; δ. μακροῦ E.Hec.320; ὁ δ. μέσου χρόνος Hdt. 8.27.   2 of the interval which has passed between two points of Time, δ. χρόνου πολλοῦ or δ. πολλοῦ χρ. after a long time, Id.3.27, Ar.Pl.1045; δ. μακρῶν χρόνων Pl.Ti.22d: without an Adj., δ. χρόνου after a time, S.Ph.758, X.Cyr.1.4.28, etc.; δι' ἡμερῶν after several days, Ev.Marc.2.1; and with Adjs. alone, δι' ὀλίγου Th.5.14; οὐ δ. μακροῦ Id.6.15,91; δ. πολλοῦ Luc.Nigr.2, etc.: with Numerals, δι' ἐτέων εἴκοσι Hdt.6.118, cf. OGI56.38 (iii B. C.), etc.: but δ. τῆς ἑβδόμης till the seventh day, Luc.Hist.Conscr.21: also distributively, χρόνος δ. χρόνου προὔβαινε time after time, S.Ph.285;ἄλλος δι' ἄλλου E.Andr.1248.   3 of successive Intervals, δ. τρίτης ἡμέρης every other day, Hdt.2.37; δ. τρίτου ἔτεος ib.4, etc.; δ. πεντετηρίδος every four years (with inclusive reckoning), Id.3.97; δι' ἔτους πέμπτου, of the Olympic games, Ar.Pl.584 (but δι' ἑνδεκάτου ἔτεος in the course of the eleventh year, Hdt.1.62).   III causal, through, by,   a of the Agent, δι' ἀλλέλων or -ου ἐπικηρυκεύεσθαι, ποιεῖσθαι, by the mouth of . ., Id.1.69,6.4, cf. 1.113; δι' ἑρμηνέως λέγειν X.An.2.3.17, etc.; τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου δ. τοῦ προφήτου Ev.Matt.1.22; δι' ἑκόντων ἀλλ' οὐ δ. βίας ποιεῖσθαι Pl.Phlb.58b; πεσόντ' ἀλλοτρίας διαὶ γυναικός by her doing,A.Ag.448 (lyr.); ἐκ θεῶν γεγονὼς δ. βασιλέων πεφυκώς X.Cyr.7.2.24; δι' ἑαυτοῦ ποιεῖν τι of oneself, not by another's agency, ib.1.1.4, etc.; but also, by oneself alone, unassisted, D.15.14, cf. 22.38.   b of the Instrument or Means, δ. χειρῶν by hand (prop. by holding between the hands), δι' ὁσίων χ. θιγών S. OC470; also δ. χερῶν λαβεῖν, δ. χειρὸς ἔχειν in the hand, Id.Ant. 916, 1258 (but τὰ τῶν ξυμμάχων δ. χειρὸς ἔχειν to keep a firm hand on, Th.2.13); δ. στέρνων ἔχειν S.Ant.639; ἡ ἀκούουσα πηγὴ δι' ὤτων Id.OT1387; δ. στόματος ἔχειν X.Cyr.1.4.25; δ. μνήμης ἔχειν Luc.Cat.9; αἱ δ. τοῦ σώματος ἡδοναί X.Mem.1.5.6; δ. λόγων συγγίγνεσθαι to hold intercourse by word, Pl.Plt.272b; δ. λόγου ἀπαγγέλλειν Act.Ap.15.27; δι' ἐπιστολῶν 2 Ep.Cor.10.9, POxy. 1070.15 (iii A. D.).   c of Manner (where διά with its Noun freq. serves as an Adv.), δ. μέθης ποιήσασθαι τὴν συνουσίαν Pl.Smp.176e; παίω δι' ὀργῆς throughpassion, in passion, S.OT807; δ. τάχους, = ταχέως, Id.Aj.822, Th.1.63 (but δ. ταχέων ib.80, al.); δ. σπουδῆς in haste, hastily, E.Ba.212; δι' αἰδοῦςwith reverence, respectfully, ib.441; δ. ψευδῶν ἔπη lying words, Id.Hel.309; αἱ δ. καρτερίας ἐπιμέλειαι long-continued exertions, X.Mem.2.1.20; δι' ἀκριβείας, δ. πάσης ἀκρ., Pl.Ti.23d, Lg.876c; δ. σιγῆς Id.Grg.450c; δ. ξυμφορῶν ἡ ξύμβασις ἐγένετο Th.6.10; οὐ δι' αἰνιγμάτων, ἀλλ' ἐναργῶς γέγραπται Aeschin.3.121; δι' αἵματος, οὐ δ. μέλανος τοὺς νόμους ὁ Δράκων ἔγραψεν Plu.Sol.17: also with Adjs., δ. βραχέων, δ. μακρῶν τοὺς λόγους ποιεῖσθαι, Isoc.14.3, Pl.Grg.449b; ἀποκρίνεσθαι δ. βραχυτάτων ibid. d; cf. infr. IV.   2 in later Prose, of Material out of which a thing is made, κατασκευάζειν εἴδωλα δι' ἐλέφαντος καὶ χρυσοῦ D.S.17.115; θυσίαι δι' ἀλφίτου καὶ σπονδῆς πεποιημέναι Plu.Num.8; βρώματα δ. μέλιτος καὶ γάλακτος γιγνόμενα Ath.14.646e; οἶνος δ. βουνίου Dsc. 5.46.   IV διά τινος ἔχειν, εἶναι, γίγνεσθαι, to express conditions or states, ἀγὼν διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχων extending through every kind of contest,Hdt.2.91; δι' ἡσυχίης εἶναι Id.1.206; δι' ὄχλου εἶναι to be troublesome, Ar.Ec.888; δ. φόβου εἶναι Th.6.59; δι' ἀπεχθείας γίγνεσθαι X.Hier.9.2; ἡ ἐπιμέλεια δ. χάριτος γίγνεται ibid.; δ. μιᾶς γνώμης γίγνεσθαι Isoc.4.138.   b with Verbs of motion, δ. μάχης ἐλεύσονται will engage in battle, Hdt.6.9; ἐλθεῖν Th.4.92; δ. παντὸς πολέμου, δ. φιλίας ἰέναι τινί, X.An.3.2.8; δ. δίκης ἰέναι τινί go to law with . ., S.Ant.742, cf. Th.6.60; δ. τύχης ἰέναι S.OT773; δι' ὀργῆς ἥκειν Id.OC905; ἐμαυτῷ δ. λόγων ἀφικόμην I held converse with myself, E.Med.872; δ. λόγων, δ. γλώσσης ἰέναι come to open speech, Id.Tr.916, Supp.112; δ. φιλημάτων ἰέναι come to kissing,Id.Andr. 416; δ. δικαιοσύνης ἰέναι καὶ σωφροσύνης Pl.Prt.323a, etc.; δ. πυρὸς ἰέναι (v. πῦρ): in pass. sense, δι' ἀπεχθείας ἐλθεῖν τινι to be hated by . ., A.Pr.121 (anap.).   c with trans. Verbs, δι' αἰτίας ἔχειν or ἄγειν τινά hold in fault, Th.2.60, Ael.VH9.32; δι' ὀργῆς ἔχειν τινά Th.2.37, etc.; δ. φυλακῆς ἔχειν τι Id.7.8; δι' οἴκτου ἔχειν τινά, δι' αἰσχύνης ἔχειν τι, E.Hec.851, IT683; δ. πένθους τὸ γῆρας διάγειν X.Cyr.4.6.6; δι' οὐδενὸς ποιεῖσθαί τι S.OC584.   B WITH Acc.   I of Place, only Poet., in same sense as διά c. gen.:   1 through, ἓξ δὲ δ. πτύχας ἦλθε . . χαλκός Il.7.247; ἤϊξε δ. δρυμὰ . . καὶ ὕλην 11.118, cf. 23.122, etc.; δ. τάφρον ἐλαύνειν across it, 12.62; δ. δώματα ποιπνύοντα 1.600; ἐπὶ χθόνα καὶ δ. πόντον βέβακεν Pi.I.4(3).41; φεύγειν δ. κῦμ' ἅλιον A.Supp.14 (anap.).   2 through, among, in, οἴκεον δι' ἄκριας Od.9.400; ἄραβος δὲ δ. στόμα γίγνετ' ὀδόντων Il.10.375 (but μῦθον, ὃν . . δ. στόμα . . ἄγοιτο through his mouth, 14.91; so δ. στόμα ὄσσαν ἱεῖσαι Hes.Th.65; ἀεὶ γὰρ ἡ γυνή σ' ἔχει δ. στόμα Ar.Lys.855); δ. κρατερὰς ὑσμίνας Hes.Th.631; νόμοι δι' αἰθέρα τεκνωθέντες S.OT867 (lyr.).   II of Time, also Poet., δ. νύκτα Il.2.57, etc.; δ. γλυκὺν ὕπνον during sweet sleep, Mosch.4.91.   III causal:   1 of persons, thanks to, by aid of, νικῆσαι δ . . . Ἀθήνην Od.8.520, cf. 13.121; δ. δμῳὰς . . εἷλον 19.154; δ. σε by thy fault or service, S.OC1129,Ar.Pl.145, cf. 160,170: in Prose, by reason of, on account of, δ' ἡμᾶς Th.1.41, cf. X.An.7.6.33, D.18.249; οὐ δι' ἐμαυτόν And.1.144; so εἰ μὴ διά τινα if it had not been for . ., εἰ μὴ δι' ἄνδρας ἀγαθούς Lys.12.60; Μιλτιάδην εἰς τὸ βάραθρον ἐμβαλεῖν ἐψηφίσαντο, καὶ εἰ μὴ δ. τὸν πρύτανιν ἐνέπεσεν ἄν Pl.Grg.516e, cf. D.19.74; εἰ μὴ δ. τὴν ἐκείνου μέλλησιν Th.2.18, cf. Ar.V.558; πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν γενέσθαι δι' Ὅμηρον Pi.N.7.21.   2 of things, to express the Cause, Occasion, or Purpose, δι' ἐμὴν ἰότητα because of my will, Il.15.41; Διὸς μεγάλου δ. βουλάς Od.8.82; δι' ἀφραδίας for, through want of thought, 19.523; δι' ἀτασθαλίας 23.67; δι' ἔνδειαν by reason of poverty, X. An.7.8.6; δ. καῦμα, δ. χειμῶνα, ib.1.7.6;δι' ἄγνοιαν καὶ ἀμαθίαν Pl. Prt.360b, etc.: freq. also with neut. Adjs., δ. τί; wherefore?; δ. τοῦτο, δ. ταῦτα on this account; δι' ὅ, δι' ἅ on whichaccount; δ. πολλά for many reasons, etc.   3 = ἕνεκα, to express Purpose, δἰ ἀχθηδόνα for the sake of vexing, Th.4.40, cf. 5.53; δ. τὴν τούτου σαφήνειαν with a view to clearing this up,Pl.R.524c, cf. Arist.EN 1172b21; αὐτή δι' αὑτήν for its own sake, Pl.R.367b, etc.   C WITHOUT CASE as Adv. throughout, δ. πρό (v. supr. A.I.I); δ. δ' ἀμπερές Il.11.377.   D IN COMPOS.:   I through, right through, of Space, διαβαίνω, διέχω, διιππεύω.   II in different directions, as in διαπέμπω, διαφορέω; of separation, asunder, διαιρέω, διαλύω; of difference or disagreement, at variance,διαφωνέω, διαφέρω; or simply mutual relation, one with another, διαγωνίζομαι, διάδω, διαθέω, διαπίνω, διαφιλοτιμέομαι.   III pre-eminence, διαπρέπω, διαφέρω.   IV completion, to the end, utterly, διεργάζομαι, διαμάχομαι, διαπράττω, διαφθείρω: of Time, διαβιόω.   V to add strength, thoroughly, out and out, διαγαληνίζω, etc.; cf. ζά.   VI of mixture, between, partly, esp. in Adj., as διάλευκος, διάχρυσος, διάχλωρος, etc.   VII of leaving an interval or breach, διαλείπω, διαναπαύω. (Cogn. with δύο, δίς.)
Liddell, Scott, Jones Ancient Greek Lexicon (LSJ)


Δημητράκος.
« Last Edit: 18 May, 2015, 12:40:28 by spiros »


 

Search Tools