Μίμης Σουλιώτης: Εκόντες-άκοντες οι Μακεδνοί
Ο θείος του είχε ανώτερη θέση
και τον διόρισε στα βορειοδυτικά.
Εκείνος δεν αρκέστηκε στον θείο:
μετά από πολύμηνη επιδίωξη,
πήρε το χρώμα του νέου περιβάλλοντος, εντόπισε σύζυγο
κι εκτράφηκε σώγαμπρος σε αργόσυρτο σόι της Υδρούσας,
μια ζάντρουγκα ξεκινημένη πριν το 1900, η οποία
πάντρεψε και ξενίτεψε δύο δεκαεξάχρονους
που της απέφεραν τα μυριοτύλιχτα δολάρια,
υπερατλαντικά από την Ατλάντα,
κι επεκτάθηκε στα γειτονικά κτήματα με κιτάπι.
Χρόνια μισθοκοπώντας στις Πρέσπες, στ’ άχραντα χιόνια του υψόμετρου,
στον ήλιο με δόντια, στις στριφτές γλίτσες,
τρώγοντας και χοντραίνοντας στις Κάτω Κλεινές,
στυφίζοντας από μπρούσκο στη Μελίτη, ασήκωτος
από πέστροφες στο Πάτελε, στον Νομό γενικά
με τις περισσότερες λίμνες της χώρας,
τελικά ταχτοποιήθηκε απόλυτα
κι άρχισε να σιτεύει στα γραφεία της Διοίκησης
στοιβάζοντας τα αλιτήρια άλατα στις αρθρώσεις
κι άναρχα ζάχαρα στην πρωτεύουσα του ακριτικού μας Νομού –
χωρίς να επεξεργαστεί ενδόμυχα την εκδοχή
ότι ένα ιστορικό ζήτημα μπορεί να γίνει τόσο πολυσήμαντο,
ώστε να εκχωρηθεί στη δικαιοπραξία της ποίησης.
Ήμασταν βέβαιοι πως έχει λάθος άποψη
και υστερόβουλα παινεύει τις ψητές πιπεριές,
που είναι νόστιμες από το έμφυτο μαγνήσιο
της μακεδονικής γης, χωρίς τη δική του έγκριση.
Γιατί από πού κι ως πού ένας ξιπόλητος,
ένα παρακατιανό ανεψούδι, πώς να ’χει φαντασιοσκοπήσει
για τα λαντόνια του βόρειου αστισμού,
που τριπόδιζαν στα καλντιρίμια των Βιτωλίων
κι αντιλαλούσαν τα χοντρόλαλα λάμδα τους
από εμποροϋπαλληλικά ελληνικά του 1900, κάτι
προφορικά ολόμαλλα του τότε Οκτωβρίου,
ανήμερα του Αγίου Δημητρίου με τα χρυσάνθεμα.
Τον διόρισαν για να φάει λίγο ψωμί,
και η μόνη σχετική εμπειρία που μας κουβάλησε ήταν
να παθαίνει επιτραπέζιες εξάψεις για τον Μεγαλέξανδρο
και για τον Φίλιππο βούβα. Κοπανούσε τσίπουρα,
έσφιγγε ένα ακόμα τελευταίο τσίπουρο, και πείσμωνε
κοιτάζοντας τους μακεδνούς με τα συμφωνικά επώνυμα
που τα φωνήεντά τους δεν είναι εδώ: Βέρτκας,
καμία αναστήλωση, ηχοποίηση όμως,
τα πήρε ο χρόνος: ζουλήχτηκαν και πατικώθηκαν
Βέρτκας, Μόμτσης, Γλούφτσης, Τράιτσης, Πετκάνης, Σκενδέρης, ’Βλες
από κυνηγημένα στόματα
κι από αγχωμένην ακοή, προσχώσεις επιμειξιών,
αυτά προέκυψαν. Και σα να μην έφθανε αυτό,
τα χτυπήσαν άτσαλα οι λινοτυπίες του έθνους,
στις παλιοελλαδίτικες μήτρες τους. – Άυλες υποψίες φωνηέντων
σε φρέσκους ουρανίσκους, τελικά. Ενώ ο διορισμένος
είναι, υποτίθεται, πληρεξούσιος από πρώτο χέρι
για όλα όσα έχουν ανασκαφεί ή περιμένουν
ή ζουν λανθάνοντας.
Τέτοιος φτωχός και στενοκέφαλος που μας ήρθε,
άνθρωπος χωρίς πεδιάδα στις παιδικές αναμνήσεις του,
δεν είχε καν υπόνοιες για την άλλη επιχωμάτωση:
ότι στη σλαβοφανή Κρουσιοράδδεα
υπόκειται –βαθυτυπία– η αρχεία Χρυσορύττεια,
που το ποτάμι της κυλάει ακόμα
αμυδρό ρυάκι. Οι καφενόβιοι της κοινότητας
μου έδωσαν την τεκμαρτή πληροφορία
ότι αυτή η κοίτη στα παλιά χρόνια έβγαζε χρυσάφι,
η κειτούκειτη κοίτη τους,
και με άφησαν άναυδο.
Από τη συλλογή Βαθιά επιφάνεια (1992)