English | Greek |
(-)ssRNA virus | negative-stranded RNA virus | negative-strand RNA virus | negative-sense single-stranded RNA virus | antisense-strand RNA virus | RNA ιός αρνητικού κλώνου | ιός μονόκλωνου RNA αρνητικής πολικότητας |
14-day quarantine | καραντίνα 14 ημερών |
access to COVID-19 Tools Accelerator | ACT | Επιταχυντής πρόσβασης στα εργαλεία κατά της COVID-19 | ACT |
Accident & Emergency Dept | A&E | Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών | ΤΕΠ |
accordion lockdown | lockdown accordion | ανοιγοκλείσιμο ακορντεόν | λοκντάουν ακορντεόν |
acellular part of blood | ακυτταρικό μέρος του αίματος |
ACT Accelerator | Access to COVID-19 Tools Accelerator | ACT-A | ACT Accelerator | επιταχυντής πρόσβασης στα εργαλεία κατά της COVID-19 |
active acquired immunity | active immunity | ενεργός ανοσία | ενεργητική ανοσία |
active case | ενεργό κρούσμα |
active immunization | active immunisation | ενεργητική ανοσοποίηση |
active mobility | active transport | active transportation | active travel | ενεργός κινητικότητα |
active pharmaceutical ingredient | drug substance | API | δραστική ουσία | ΔΦΟ | δραστικό συστατικό | δραστική φαρμακευτική ουσία | δραστικό φαρμακευτικό συστατικό |
acute infection | οξεία λοίμωξη |
acute interstitial pneumonia | οξεία διάμεση πνευμονία |
acute respiratory distress syndrome | σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας |
acute respiratory infection | ARI | οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού | οξεία αναπνευστική λοίμωξη | οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος |
acute respiratory insufficiency | acute respiratory distress | acute respiratory failure | acute ventilatory failure | οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια |
adaptive immunity | acquired immunity | specific immunity | acquired immunity against infectious disease | AIID | επίκτητη ανοσία | ειδική ανοσία |
additional credit claim | ACC | πρόσθετη δανειακή απαίτηση |
additional vaccine dose | additional dose | πρόσθετη δόση εμβολίου |
adenovirus 26 | αδενοϊός 26 |
adenovirus 5 | αδενοϊός 5 |
adenovirus | αδενοϊός |
adherence to chronic medication regimen | συμμόρφωση στη χρόνια φαρμακευτική αγωγή |
adherence to parents | προσκόλληση στους γονείς |
adjuvant | ανοσοενισχυτικό |
administer intramuscularly | χορηγώ ενδομυϊκά |
administrative sanctions | διοικητικές κυρώσεις |
admission to hospital | hospitalisation | hospital admission | admission | εισαγωγή σε νοσοκομείο |
adult respiratory distress syndrome | acute respiratory distress syndrome | ARDS | σύνδρομο αναπνευστικής ανεπάρκειας των ενηλίκων | σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας |
advance purchase agreement | APA | συμφωνία παραγγελίας | συμφωνία προαγοράς |
advance purchase commitment | advance market commitment | APC | AMC | AMC | κατοχύρωση για τη μελλοντική αγορά | δέσμευση προαγοράς | συμφωνία προαγοράς |
advance purchase commitment | AMC | Advance Market Commitment for vaccines | AMC for vaccines | Διεθνής Χρηματοδοτική Διευκόλυνση για τον εμβολιασμό |
advanced healthcare system | προηγμένο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης |
advanced purchase agreement | συμφωνία προαγοράς |
adverse event following immunisation | AEFI | ανεπιθύμητη ενέργεια μετά την ανοσοποίηση |
adverse event | adverse reaction | ανεπιθύμητη ενέργεια | ανεπιθύμητη αντίδραση |
adverse side effect | ανεπιθύμητη παρενέργεια |
advice for travellers | οδηγίες για ταξιδιώτες |
advisory panel on COVID-19 | συμβουλευτική ομάδα για τη νόσο COVID-19 |
aerosol | αερόλυμα |
afebrile | απύρετος |
age distribution of cases | ηλικιακή κατανομή κρουσμάτων |
age distribution of confirmed cases | ηλικιακή κατανομή των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων |
age group | ηλικιακή ομάδα |
age-disaggregated data | ηλικιακά αναλυμένα δεδομένα | ηλικιακά αναλυτικά δεδομένα | ηλικιακά αποσυγκεντρωτικά δεδομένα |
age-expected CFR | αναμενόμενος κατά ηλικία CFR | ειδικός κατά ηλικία CFR |
age-specific share of cases | ειδικό κατά ηλικία μερίδιο κρουσμάτων |
age-standardized CFR | τυποποιημένος κατά ηλικία CFR |
aggregate data | αθροιστικά δεδομένα | συγκεντρωτικά δεδομένα |
air bridge | αερογέφυρα | ταξιδιωτική αερογέφυρα |
airborne infection | αερόφερτη λοίμωξη | αερομεταδιδόμενη λοίμωξη | αερογενής λοίμωξη |
airborne precautions | προφυλάξεις έναντι αερόφερτων |
airborne transmission | αερογενής μετάδοση | αερόφερτη μετάδοση |
airport ground personnel | προσωπικό εδάφους αεροδρομίων |
airport health authority | υγειονομική αρχή αεροδρομίου |
airport health check station | αεροϋγειονομείο |
airport health supervisor | υγειονομικός υπεύθυνος αεροδρομίου |
alcohol anticeptic | αλκοολούχο αντισηπτικό |
alcohol solution | αλκοολούχο διάλυμα |
allergy | αλλεργία |
alternative communication modes | εναλλακτικοί τρόποι επικοινωνίας |
alternative medicine | alternative drug | εναλλακτικό φάρμακο |
ambient temperature | θερμοκρασία περιβάλλοντος |
amino acid | αμινοξύ |
amplification of viral spread | ενίσχυση εξάπλωσης του ιού |
anaesthetic | anaesthetic agent | αναισθητική ουσία | αναισθητικό φάρμακο | αναισθητικό |
analytical sensitivity | αναλυτική ευαισθησία |
analytical specificity | αναλυτική εξειδίκευση |
anaphylaxis | αναφυλαξία |
anatomic pathologist | παθολογοανατόμος |
anatomic pathology | παθολογοανατομία |
angiotensin II | αγγειοτενσίνη ΙΙ |
angiotensin-converting enzyme 2 | ACE2 | μετατρεπτικό ένζυμο-2 της αγγειοτασίνης | μετατρεπτικό ένζυμο-2 της αγγειοτενσίνης | ένζυμο μετατροπής αγγειοτενσίνης 2 | ACE2 | ένζυμο μετατροπής αγγειοτασίνης 2 |
animal-to-human transmission | μετάδοση από ζώο σε άνθρωπο |
announcement of cases | ανακοίνωση κρουσμάτων |
anosmia | ανοσμία |
antiallergic property | αντιαλλεργική ιδιότητα |
antibody level | επίπεδο αντισωμάτων |
antibody response | αντισωματική απόκριση | αντισωματική ανταπόκριση | απόκριση αντισωμάτων |
antibody test | δοκιμή αντισωμάτων | δοκιμασία αντισωμάτων | τεστ αντισωμάτων |
antibody to SARS-CoV-2 | antibody to severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 | antibody to severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 | αντίσωμα κατά του SARS-CoV-2 | αντίσωμα κατά του κορονοϊού 2 σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου | αντίσωμα κατά του κορονοϊού 2 σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου |
anticipate the likely CFR | προλαμβάνω τον ενδεχόμενο CFR |
anticoagulant | αντιπηκτικό |
anticoagulant | anti-coagulant | anticoagulant drug | αντιπηκτικό |
antigen of SARS-CoV-2 | antigen of severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 | antigen of severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 | αντιγόνο του SARS-CoV-2 | αντιγόνο του κορονοϊού 2 σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου | αντιγόνο του κορονοϊού 2 σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου |
antigen presentation | παρουσίαση αντιγόνου |
antigen test | δοκιμασία αντιγόνου |
antigen | αντιγόνο |
antigenic site | epitope | antigenic determinant | επίτοπος |
anti-inflammatory action | αντιφλεγμονώδης δράση |
antipyretic | αντιπυρετικό |
antiseptic | αντισηπτικό |
antithrombotic treatment | αντιθρομβωτική αγωγή | αντιθρομβωτική θεραπεία |
antitoxic property | αντιτοξική ιδιότητα |
antiviral drug | αντιιικό φάρμακο |
antiviral drug | antiviral therapeutic | antiviral medication | antiviral medicine | antiviral | αντιιικό φάρμακο | αντιιικό |
area designated for the accommodation of patients with contagious diseases | ειδικά διαμορφωμένος χώρος υποδοχής ασθενών με μεταδοτικό νόσημα |
arterial hypertension | αρτηριακή υπέρταση |
arterial oxygen saturation | κορεσμός οξυγόνου αρτηριακού αίματος |
arthralgia | joint pain | αρθραλγία | πόνος αρθρώσεων |
arthritis | αρθρίτιδα |
artificial intelligence algorithm | AI algorithm | αλγόριθμος τεχνητής νοημοσύνης | αλγόριθμος AI |
artificial intelligence | τεχνητή νοημοσύνη |
asparagine 501 | ασπαραγίνη 501 |
assemblies | συναθροίσεις |
AstraZeneca COVID-19 vaccine | εμβόλιο COVID-19 της AstraZeneca |
asymptomatic case | ασυμπτωματικό κρούσμα |
asymptomatic case | asymptomatic carrier | asymptomatic individual | ασυμπτωματικό κρούσμα | ασυμπτωματικός φορέας | ασυμπτωματικό άτομο |
asymptomatic COVID-19 case | ασυμπτωματικό κρούσμα COVID-19 |
asymptomatic incubation period | ασυμπτωματική περίοδος επώασης |
asymptomatic individual | asymptomatic case | asymptomatic patient | asymptomatic subject | ασυμπτωματικό κρούσμα | ασυμπτωματικό άτομο | ασυμπτωματικός ασθενής |
asymptomatic transmission | ασυμπτωματική μετάδοση |
asymptomatic | ασυμπτωματικός |
attack rate | rate of attack | δείκτης προσβολής | πηλίκο προσβολής |
attend intervention programme | παρακολουθώ πρόγραμμα παρέμβασης |
attenuated vaccine | εξασθενημένο εμβόλιο |
authorisation procedure | διαδικασία έγκρισης |
average age | μέση ηλικία |
aviptadil | αβιπταντίλη |
avoiding close contact | αποφυγή στενής επαφής |
avoiding contact with persons showing infection symptoms | αποφυγή επαφής με άτομα που έχουν συμπτώματα λοίμωξης |
avoiding direct exposure to media for younger kids | αποφυγή απευθείας έκθεσης των μικρών παιδιών στα μέσα ενημέρωσης |
avoiding touching eyes, nose and mouth | αποφυγή αγγίγματος ματιών, μύτης και στόματος |
avoiding touching eyes | nose and mouth | αποφυγή αγγίγματος ματιών | μύτης και στόματος |
avoiding touching the face | αποφυγή αγγίγματος του προσώπου |
B cell response | humoral response | antibody response | χυμική ανοσοαπόκριση |
B.1.1.7 strain | B117 strain | Alpha strain | στέλεχος B.1.1.7 | στέλεχος B117 | στέλεχος Άλφα |
bacterial spread | διασπορά βακτηρίων |
bacterium | βακτήριο | βακτηρίδιο |
balanced diet | ισορροπημένη διατροφή |
ban on large gatherings | απαγόρευση μεγάλων συγκεντρώσεων |
ban on non-essential movement | απαγόρευση μη απαραίτητης μετακίνησης | απαγόρευση μη ουσιώδους μετακίνησης | απαγόρευση άσκοπης μετακίνησης |
bank | τράπεζα |
barber-shop | κουρείο |
baseline mortality rate | baseline mortality | τιμή αναφοράς για τη θνησιμότητα |
basic laboratory | βασικό εργαστήριο |
basic reproduction number | R0 | βασικός αριθμός αναπαραγωγής | R0 |
basic vaccination scheme | βασικό σχήμα εμβολιασμού |
basic vaccination | βασικός εμβολιασμός |
be endemic | ενδημώ |
beauty salon | κέντρο αισθητικής |
bed occupancy rate | BOR | ποσοστό κάλυψης κλινών |
bedside testing | point-of-care testing | near-patient testing | POCT | NPT | δοκιμή κοντά στον ασθενή |
behavioral difficulty | δυσκολία συμπεριφοράς |
benefit-risk balance | risk-benefit balance | ισοζύγιο οφέλους-κινδύνου | ισοζύγιο κινδύνου-οφέλους |
best available science | βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα |
Big Data Test Infrastructure | BDTI | υποδομή δοκιμής μαζικών δεδομένων |
bilateral interstitial syndrome | bilateral interstitial pneumonia | αμφίπλευρη διάμεση πνευμονία | αμφοτερόπλευρη διάμεση πνευμονία |
biological fluid | biofluid | βιολογικό υγρό |
biological membrane | βιολογική μεμβράνη |
Biomedical Research Foundation of the Academy of Athens | BRFAA | Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημίας Αθηνών | ΙΙΒΕΑΑ |
Biontech-Pfizer COVID-19 Vaccine | εμβόλιο COVID-19 των Biontech-Pfizer |
biosafety level | containment level | BSL | επίπεδο βιοασφάλειας | BSL |
blood centre | κέντρο αίματος |
blood lancet | lancet | σκαριφιστήρας | νυστέρι |
blood plasma injection | χορήγηση πλάσματος αίματος |
blood plasma | πλάσμα του αίματος |
blood plasma | plasma | πλάσμα αίματος | πλάσμα |
blood pressure gauge | πιεσόμετρο |
blood service | υπηρεσία αίματος |
blowing ones nose | φύσημα της μύτης |
blowing one's nose | φύσημα της μύτης |
bodys natural defense | φυσική άμυνα του σώματος |
body's natural defense | φυσική άμυνα του σώματος |
boost immune response | ενισχύω ανοσοαπόκριση | ενισχύω ανοσιακή απόκριση | ενισχύω ανοσοποιητική απόκριση | ενισχύω ανοσολογική απόκριση |
booster dose of adenovirus 5 | ενισχυτική δόση με τον αδενοϊό 5 |
booster vaccine | ενισχυτικό εμβόλιο |
border station | συνοριακός σταθμός |
bottom of the mask | κάτω μέρος της μάσκας |
breathing rhythm | respiratory rhythm | αναπνευστικός ρυθμός |
broad-spectrum antiviral drug | αντιιικό ευρέος φάσματος |
bronchoalveolar lavage | BAL | βρογχοκυψελιδική έκπλυση |
bronchoscope | βρογχοσκόπιο |
bronchoscopy | βρογχοσκόπηση |
budding | viral budding | εκβλάστηση |
build immunity to COVID-19 | χτίζω ανοσία στην COVID-19 |
build immunity | αναπτύσσω ανοσία | χτίζω ανοσία |
building back better | καλύτερη ανοικοδόμηση |
building immunity COVID-19 | χτίσιμο ανοσίας στην COVID-19 |
burden of disease | disease burden | φορτίο νόσου | φορτίο νοσηρότητας |
Burdenko Central Military Clinical Hospital | Κεντρικό Στρατιωτικό Κλινικό Νοσοκομείο Burdenko |
burn-out syndrome | burnout syndrome | σύνδρομο της επαγγελματικής εξουθένωσης |
burn-out | burnout | επαγγελματική εξουθένωση |
cafeteria | καφετέρια | καφετερία |
calprotectin | καλπροτεκτίνη |
cancer under treatment | καρκίνος υπό αγωγή |
cancer | καρκίνος |
capsid | protein coat | καψίδιο |
capsomere | καψομερίδιο |
cardiac magnetic tomography | μαγνητική τομογραφία καρδιάς |
cardiomyopathy | μυοκαρδιοπάθεια |
cardiopulmonary resuscitation | καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση |
cardiotoxic | καρδιοτοξικό |
cardiotoxicity | καρδιοτοξικότητα |
cardiovascular disease | καρδιαγγειακό νόσημα |
caregiver | φροντιστής | άτομο που φροντίζει ασθενή |
Cas9 protein | Cas9 | πρωτεΐνη Cas9 |
case cluster | cluster of cases | συστάδα κρουσμάτων | συρροή κρουσμάτων |
case definition | ορισμός κρούσματος |
case fatality rate | case fatality ratio | CFR | δείκτης θνητότητας κρουσμάτων |
case | κρούσμα | περιστατικό |
cash desk | ταμείο |
catecholamine | CA | κατεχολαμίνη |
catering sector | τομέας εστίασης |
cause illness | προκαλώ νόσο | προκαλώ ασθένεια |
CBOR Web Token Claim | CWT claim | δήλωση CWT | δήλωση διακριτικού Web CBOR |
CCTV counting algorithm | αλγόριθμος μέτρησης μέσω CCTV |
CD24 gene | γονίδιο CD24 |
cell culture | κυτταρική καλλιέργεια |
cell death | κυτταρικός θάνατος |
cell receptor | υποδοχέας κυττάρου |
cell signaling pathway | μονοπάτι κυτταρικής σηματοδότησης |
cell-mediated immune response | cellular response | cellular immune response | ανοσιακή απόκριση μέσω κυττάρων |
cellular immunity | κυτταρική ανοσία |
cellular response | κυτταρική απόκριση |
central political priority | κεντρική πολιτική προτεραιότητα |
Centres for Disease Prevention and Control | CDC | Κέντρα Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων | CDC |
cerebral venous sinus thrombosis | CVST | θρόμβωση εγκεφαλικού φλεβικού κόλπου | θρόμβωση φλεβωδών κόλπων του εγκεφάλου |
certificate of recovery | πιστοποιητικό ανάρρωσης |
chain of transmission of infection | αλυσίδα μετάδοσης της λοίμωξης |
challenge study | controlled infection study | μελέτη πρόκλησης |
chemotherapy | χημειοθεραπεία |
child and adolescent mental health specialist | ειδικός ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων |
child mental health | ψυχική υγεία του παιδιού |
child–parents communication | επικοινωνία του παιδιού με τους γονείς του |
childrens imagination | φαντασία των παιδιών |
children's imagination | φαντασία των παιδιών |
childrens staying with their family and parents | παραμονή των παιδιών κοντά στην οικογένεια και τους γονείς τους |
children's staying with their family and parents | παραμονή των παιδιών κοντά στην οικογένεια και τους γονείς τους |
childs social relations network | δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων του παιδιού |
child's social relations network | δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων του παιδιού |
childs therapist | θεραπευτής του παιδιού |
child's therapist | θεραπευτής του παιδιού |
China's National Health Commission | Εθνική Επιτροπή Υγείας της Κίνας |
Chinese vaccine from CanSino Biologics Inc. | κινεζικό εμβόλιο της CanSino Biologics Inc. |
chloroquine phosphate | φωσφορική χλωροκίνη |
chloroquine | χλωροκίνη |
chlorpromazine | CPZ | χλωροπρομαζίνη |
chronic care facilities | ιδρύματα χρονίως πασχόντων |
chronic fatigue syndrome | myalgic encephalomyelitis/chronic fatigue syndrome | myalgic encephalomyelitis | ME | chronic fatigue immune dysfunction syndrome | ME/CFS | CFS | CFIDS | Σύνδρομο Χρονίας Κοπώσεως | μυαλγική εγκεφαλομυελίτις |
chronic heart disease | χρόνιο καρδιακό νόσημα | χρόνια καρδιοπάθεια |
chronic illness | χρόνια νόσος | χρόνια ασθένεια |
chronic kidney disease | χρόνια νεφροπάθεια |
chronic lung disease | χρόνια πνευμονοπάθεια |
chronic medication regimen | χρόνια φαρμακευτική αγωγή |
chronic pulmonary disease | χρόνια πνευμονοπάθεια |
chronic respiratory disease | χρόνιο αναπνευστικό νόσημα |
chronic respiratory disease | CRD | χρόνια αναπνευστική νόσος | χρόνιο αναπνευστικό νόσημα |
chronic treatment | χρόνια θεραπεία |
cinema | κινηματογράφος |
civil confinement | απομόνωση |
classroom | αίθουσα διδασκαλίας |
cleaning and disinfection of surfaces | καθαρισμός και απολύμανση επιφανειών |
clearing house for medical equipment (COVID-19) | κέντρο ανταλλαγής πληροφοριών για θέματα ιατρικού εξοπλισμού (COVID-19) |
Clearing house for medical equipment | clearing house | COVID-19 Clearing House for medical equipment | κέντρο ανταλλαγής πληροφοριών για θέματα ιατρικού εξοπλισμού |
click away | πάρε έξω | παραλαβή εκτός |
click in shop | click inside | παραλαβή εντός |
clinical aggravation | κλινική επιδείνωση |
clinical attack rate | attack rate | incidence proportion | ποσοστό προσβολής | δείκτης προσβολής | πηλίκο προσβολής | κλινικός δείκτης προβολής |
clinical condition | κλινική εικόνα |
clinical data | κλινικά δεδομένα |
clinical improvement | κλινική βελτίωση |
clinical monitoring | κλινική παρακολούθηση |
clinical outcome | κλινική έκβαση |
clinical practice | κλινική πρακτική | κλινική πράξη |
clinical presentation | κλινική εικόνα |
clinical sample | κλινικό δείγμα |
clinical study | κλινική μελέτη |
clinical suspicion | κλινική υποψία |
clinical symptom | κλινικό σύμπτωμα |
clinical treatment | κλινική θεραπεία |
clinical trial | κλινική δοκιμή |
close contact with a confirmed case | στενή επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα |
close contact with people | συγχρωτισμός |
close contact | στενή επαφή |
close down all non-essential shops | κλείσιμο όλων των μη απαραίτητων καταστημάτων | κλείσιμο όλων των μη ουσιωδών καταστημάτων |
closed community | κλειστή κοινότητα |
closed environment | κλειστό περιβάλλον |
closing schools and other institutions | κλείσιμο των σχολείων και λοιπών ιδρυμάτων |
cloth face cover | υφασμάτινη μάσκα προσώπου | πάνινη μάσκα προσώπου |
cluster of pneumonia | συστάδα κρουσμάτων πνευμονίας | συρροή κρουσμάτων πνευμονίας |
Coalition for Epidemic Preparedness Innovations | CEPI | CEPI | Συνασπισμός για Καινοτομίες Επιδημιολογικής Ετοιμότητας |
cohort | κοόρτη |
coinfection | συλλοίμωξη |
colchicine | κολχικίνη |
combination of E484Q and L452R mutations | συνδυασμός μεταλλάξεων E484Q και L452R |
combination vaccine | συνδυαστικό εμβόλιο |
combined vaccine | combination vaccine | mixed vaccine | συνδυασμένο εμβόλιο |
Committee of European Auditing Oversight Bodies | CEAOB | ΕΕΦΕΕ | Επιτροπή Ευρωπαϊκών Φορέων Εποπτείας των Ελεγκτών |
common cold | κοινό κρυολόγημα |
common detergent | κοινό απορρυπαντικό |
common disinfectant | κοινό απολυμαντικό |
common source epidemic | επιδημία κοινής προελεύσεως |
common variant | κοινή παραλλαγή |
communicable disease | μεταδοτική νόσος |
communication via telephone | επικοινωνία μέσω τηλεφώνου |
communication via telephone | social media | teleconferencing | επικοινωνία μέσω τηλεφώνου | μέσων κοινωνικής δικτύωσης | τηλεδιασκέψεων |
communication with a physician | επικοινωνία με ιατρό | επικοινωνία με γιατρό |
community dispersion | διασπορά στην κοινότητα |
community immunity | herd immunity | ανοσία κοινότητας | συλλογική ανοσία | ανοσία αγέλης | ανοσία της αγέλης |
community spread | διασπορά στην κοινότητα | εξάπλωση στην κοινότητα |
community transmission | μετάδοση στην κοινότητα |
community | κοινότητα |
compartmental model | διαμερισματικό μοντέλο |
compassionate use | συγκαταβατική χορήγηση ερευνητικού φαρμάκου κατ' εξαίρεση | παρηγορητική χρήση | παρηγορητική χρησιμοποίηση |
complementary measure | συμπληρωματικό μέτρο |
complication | επιπλοκή |
compression algorithm | αλγόριθμος συμπίεσης |
compulsoriness of vaccination | υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού |
compulsory vaccination | υποχρεωτικός εμβολιασμός |
computing cloud | υπολογιστικό νέφος |
concealing the crisis | απόκρυψη της κρίσης |
concerned Member State | CMS | ενδιαφερόμενο κράτος μέλος |
conditional marketing authorisation | χορήγηση αδείας κυκλοφορίας υπό όρους |
confidence in vaccination | vaccine confidence | εμπιστοσύνη απέναντι στον εμβολιασμό |
confirmed case of COVID-19 | επιβεβαιωμένο κρούσμα της COVID-19 |
confirmed case of infection | επιβεβαιωμένο κρούσμα λοίμωξης |
confirmed infection | επιβεβαιωμένη λοίμωξη |
conjugate vaccine | συζευγμένο εμβόλιο |
conjunctival swab | επίχρισμα επιπεφυκότα |
consumption coagulopathy | disseminated intravascular coagulation | DIC | διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη |
contact in an aircraft sitting within two seats of the COVID-19 case | ταξιδιώτης στο ίδιο αεροσκάφος που κάθεται σε απόσταση δύο θέσεων από περιστατικό COVID-19 |
contact precautions | προφυλάξεις επαφής |
contact tracing and warning app | εφαρμογή ιχνηλάτησης επαφών και αποστολής ειδοποιήσεων |
contact tracing and warning functionality | λειτουργία ιχνηλάτησης επαφών και αποστολής ειδοποιήσεων |
contact tracing | ιχνηλάτηση επαφών |
contact transmission | μετάδοση με επαφή | μετάδοση μέσω επαφής | μετάδοση επαφής |
contact with animals | επαφή με ζώα |
contact with high risk group persons | επαφή με άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες |
contact | επαφή |
contagious | μεταδοτικός |
contagiousness | μεταδοτικότητα |
contained use | περιορισμένη χρήση |
containment event | ενέργεια θωράκισης | ενέργεια αναχαίτισης |
containment laboratory | high containment laboratory | εργαστήριο υψηλού περιορισμού |
containment measures | μέτρο ανάσχεσης | μέτρο περιορισμού |
containment | ανάσχεση | θωράκιση | αναχαίτιση |
contaminated item | μολυσμένο αντικείμενο |
contaminated surface | μολυσμένη επιφάνεια |
contaminated waste | μολυσματικά απορρίμματα |
contamination | μόλυνση1 |
contraindication | αντένδειξη |
control arm | control group | ομάδα ελέγχου |
controlled exposure to media | ελεγχόμενη έκθεση σε μέσα |
controlled study | ελεγχόμενη μελέτη |
convalescence from COVID-19 | recovery from COVID-19 | ανάρρωση από COVID-19 |
convalescence time | recovery time | χρόνος ανάρρωσης |
convalescent COVID-19 plasma | COVID-19 convalescent plasma | CCP | πλάσμα από αναρρώσαντες από COVID-19 | πλάσμα αναρρώσαντος από Covid-19 | CCP |
convalescent donor | convalescent plasma donor | δότης πλάσματος αναρρώσαντος | δωρητής πλάσματος αναρρώσαντος |
convalescent plasma | πλάσμα από αναρρώσαντες | πλάσμα από ασθενείς που έχουν αναρρώσει | πλάσμα αναρρώσαντος | αναρρωτικό πλάσμα |
convalescent | αναρρωνύων | ασθενής σε ανάρρωση |
co-passenger | συνεπιβάτης |
cordon sanitaire | υγειονομική ζώνη |
corona debt | κορονοχρέος |
coronaphobia | κορονοφοβία |
coronary artery | στεφανιαία αρτηρία |
coronavirus case | κρούσμα κορονοϊού |
coronavirus emergency | κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω του κορονοϊού |
Coronavirus Global Response Summit | Coronavirus Global Response Pledge Conference | Coronavirus Global Response Pledging Conference | Διάσκεψη συγκέντρωσης δωρεών για την παγκόσμια αντίδραση στον κορονοϊό | σύνοδος κορυφής για την παγκόσμια αντίδραση στον κορονοϊό |
Coronavirus Global Response | παγκόσμια αντίδραση στον κορονοϊό |
coronavirus party | corona party | κορονοπάρτι |
Coronavirus Response Investment Initiative Plus | CRII+ | Πρωτοβουλία Επενδύσεων για την Αντιμετώπιση του Κορωνοϊού + | CRII+ |
Coronavirus Response Investment Initiative | CRII | πρωτοβουλία επενδύσεων για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού |
coronavirus response team | corona response team | European corona response team | ομάδα αντιμετώπισης του κορονοϊού |
coronavirus strain | strain of coronavirus | στέλεχος κορονοϊού |
coronavirus | κορονοϊός | κοροναϊός | κορωνοϊός | κορωναϊός |
coronavirus | CoV | κορωνοϊός | κορωναϊός | κορονοϊός | κοροναϊός | ιός Corona |
coronaviruss aggressiveness | επιθετικότητα του κορονοϊού |
coronavirus's aggressiveness | επιθετικότητα του κορονοϊού |
corporate sector purchase programme | CSPP | πρόγραμμα αγοράς ομολόγων του επιχειρηματικού τομέα |
corticosteroid | κορτικοστεροειδές |
COSME Equity Facility for Growth | COSME EFG | Equity Facility for Growth | EFG | μηχανισμός μετοχικού κεφαλαίου για την ανάπτυξη | EFG | μηχανισμός μετοχικού κεφαλαίου για την ανάπτυξη COSME |
cotton cloth | βαμβακερό ύφασμα |
cotton fabric | βαμβακερό ύφασμα |
cough inside ones elbow | βήχω στον αγκώνα μου |
cough inside one's elbow | βήχω στον αγκώνα μου |
cough | coughing | βήχας |
country's entry points | σημεία εισόδου στη χώρα | πύλες εισόδου στη χώρα |
course of disease | πορεία της νόσου |
COVAX | COVAX Facility | COVID-19 Vaccine Global Access Facility | μηχανισμός παγκόσμιας πρόσβασης σε εμβόλιο κατά της COVID-19 | μηχανισμός COVAX |
covering cough or sneeze with tissue paper | κάλυψη του βήχα ή του φτερνίσματος με χαρτομάντιλο |
covid kiss | post-covid kiss | κορονοφιλί | κορωνοφιλί |
covid measures | μέτρα κατά της COVID-19 | κορονόμετρα | κορωνόμετρα |
COVID vaccine | εμβόλιο κατά της COVID-19 |
COVID-19 case fatality rate | COVID-19 CFR | δείκτης θνητότητας κρουσμάτων COVID-19 | CFR της COVID-19 |
COVID-19 case fatality | θνητότητα κρουσμάτων COVID-19 |
COVID-19 Communication Support System | COVID-19 clinical management support system | webconferencing COVID-19 clinical management support system | COVID19 clinical management support system | COVID19 CMSS | CMSS | σύστημα στήριξης κλινικής διαχείρισης της νόσου COVID-19 |
COVID-19 crisis | coronavirus crisis | κρίση λόγω του κορονοϊού | κρίση της νόσου COVID-19 |
COVID-19 Data Portal | COVID-19 Portal | πύλη δεδομένων COVID-19 |
COVID-19 death | θάνατος από COVID-19 |
COVID-19 epidemic | επιδημία COVID-19 |
COVID-19 infection | λοίμωξη COVID-19 |
COVID-19 Information Group – Home Affairs | ομάδα ενημέρωσης για την COVID-19 – εσωτερικές υποθέσεις |
COVID-19 outbreak | έξαρση της νόσου COVID-19 | έξαρση της COVID-19 | επιδημική έξαρση της νόσου COVID-19 |
COVID-19 pandemic | πανδημία COVID-19 |
COVID-19 pandemic | coronavirus pandemic | global coronavirus outbreak | coronavirus outbreak | COVID-19 outbreak | πανδημία COVID-19 | πανδημία κοροναϊού | έξαρση της νόσου COVID-19 |
COVID-19 passport | διαβατήριο COVID-19 |
COVID-19 patient | ασθενής με COVID-19 |
COVID-19 recapitalisation measure | μέτρο ανακεφαλαιοποίησης λόγω της νόσου COVID-19 |
COVID-19 Response Fund | COVID-19 Solidarity Response Fund | Ταμείο Αλληλεγγύης για την Αντιμετώπιση της COVID-19 | ταμείο για την αντιμετώπιση της COVID-19 |
COVID-19 self-test kit | COVID-19 self-testing kit | κιτ αυτοδιαγνωστικής δοκιμασίας ελέγχου COVID-19 | κιτ αυτοδιαγνωστικού τεστ COVID-19 |
COVID-19 test positivity | θετικότητα της δοκιμής για COVID-19 | θετικότητα του τεστ για COVID-19 |
COVID-19 test | coronavirus test | novel coronavirus test | εξέταση για τον κορονοϊό | εξέταση ανίχνευσης του κορονοϊού |
COVID-19 vaccine booster shot | αναμνηστική δόση εμβολίου κατά της COVID-19 |
COVID-19 vaccine | εμβόλιο κατά της COVID-19 | εμβόλιο COVID-19 |
COVID-19 Vaccines Global Access facility | COVAX | Μηχανισμός παγκόσμιας πρόσβασης σε εμβόλιο κατά της COVID-19 | COVAX |
COVID-19 virus variant | Covid-19 variant | SARS-CoV-2 variant | παραλλαγή του SARS-CoV-2 | παραλλαγή του ιού SARS-CoV-2 |
COVID-19/Corona Information Group – Borders | COVID-19 / Ομάδα ενημέρωσης για τον κορονοϊό – Σύνορα |
COVID-19 | coronavirus disease 2019 | coronavirus disease | 2019-nCoV acute respiratory disease | νόσος από τον κοροναϊό 2019 | COVID-19 | οξεία αναπνευστική νόσος 2019-nCoV | νόσος COVID-19 |
COVID-19 | disease caused by severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 | disease caused by severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 | COVID-19 | ασθένεια προκαλούμενη από κορονοϊό 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο | νόσος προκαλούμενη από κορονοϊό 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο | ασθένεια προκαλούμενη από κορονοϊό 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο | νόσος προκαλούμενη από κορονοϊό 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο |
COVID-19-associated acute respiratory distress syndrome | COVID-19 associated ARDS | CARDS | σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας λόγω COVID-19 | σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας της COVID-19 | σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας που προκαλείται από τον ιό SARS-CoV-2 |
covidiot | κορονοηλίθιος | κορονόβλακας |
credit holiday | payment holiday | repayment holiday | αναστολή καταβολής δόσεων |
crew member | μέλος πληρώματος |
CRII Task Force | Coronavirus Response Investment Initiative Task Force | ειδική ομάδα «CRII» | ειδική ομάδα της Πρωτοβουλίας Επενδύσεων για την Αντιμετώπιση του Κορονοϊού |
crisis coordination arrangements | EU Integrated Political Crisis Response arrangements | EU Emergency and Crisis Coordination Arrangements | EU IPCR arrangements | CCA | IPCR | ρυθμίσεις της ΕΕ για το συντονισμό σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και κρίσεις | ολοκληρωμένες ρυθμίσεις της ΕΕ για την πολιτική αντιμετώπιση κρίσεων | IPCR |
Crisis Coordination Committee | CCC | Επιτροπή Συντονισμού Κρίσεων |
crisis preparedness plan | σχέδιο ετοιμότητας για την αντιμετώπιση κρίσεων |
crisis relevant product | προϊόν αναγκαίο για την αντιμετώπιση κρίσεων |
crisis repair | αποκατάσταση των συνεπειών της κρίσης |
critical care medicine | intensive care medicine | ICM | CCM | εντατικολογία |
critical care unit | intensive care unit | intensive therapy unit | ITU | ICU | CCU | μονάδα εντατικής θεραπείας | ΜΕΘ |
critical care | intensive care | εντατική θεραπεία |
critical cases in hospital | νοσηλευόμενοι σε κρίσιμη κατάσταση |
critical community size | CCS | κρίσιμο μέγεθος κοινότητας |
critical condition | κρίσιμη κατάσταση |
critical period | κρίσιμη περίοδος |
cross-border commuter | cross-border worker | διασυνοριακός εργαζόμενος | διασυνοριακά μετακινούμενος εργαζόμενος |
cross-border commuter | frontier worker | μεθοριακός εργαζόμενος |
cross-contamination | διασταυρούμενη μόλυνση | επιμόλυνση | διαμόλυνση |
cross-protection | cross-immunity | διασταυρούμενη ανοσία | διασταυρούμενη προστασία |
crowded open spaces | ανοιχτοί χώροι με συγχρωτισμό |
cumulative distribution of confirmed cases | αθροιστική κατανομή των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων |
CureVac's vaccine candidate against COVID-19 | υποψήφιο εμβόλιο COVID-19 της CureVac |
CWT | CBOR Web Token | διακριτικό Web CBOR | CWT |
cytokine release syndrome | CRS | σύνδρομο απελευθέρωσης κυτοκινών |
cytokine storm syndrome | CSS | σύνδρομο υπερκυτοκιναιμίας | υπερκυτοκιναιμία | «καταιγίδα κυτοκίνης» | σύνδρομο απελευθέρωσης κυτοκίνης |
cytokine | κυτταροκίνη | κυτοκίνη |
daily change | ημερήσια μεταβολή |
daily distribution of confirmed cases | ημερήσια κατανομή των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων |
daily epidemiological surveillance report | ημερήσια έκθεση επιδημιολογικής επιτήρησης |
data carrier | φορέας δεδομένων |
day of vaccination | ημέρα του εμβολιασμού |
de minimis Regulation | κανονισμός για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας |
death toll | φόρος αίματος |
death | θάνατος |
deaths of COVID-19 per million people | θάνατοι από COVID-19 ανά εκατομμύριο ανθρώπων |
deaths per million people | θάνατοι ανά εκατομμύριο ανθρώπων |
decentralised authorisation procedure | decentralised procedure | DCP | αποκεντρωμένη διαδικασία |
declare the suspected case | δηλώνω το ύποπτο κρούσμα |
definition of COVID-19 case | ορισμός κρούσματος COVID-19 |
degradation of references | υποβάθμιση των στοιχείων αναφοράς |
deltoid | δελτοειδής |
demographic study | δημογραφική μελέτη |
dendritic cell | δενδριτικό κύτταρο |
denying the gravity of the pandemic | άρνηση της βαρύτητας της πανδημίας |
detect the virus | ανιχνεύω τον ιό |
detected case | ανιχνευμένο κρούσμα |
detection of cases | ανίχνευση κρουσμάτων | ανίχνευση περιστατικών |
detergent | απορρυπαντικό |
deteriorating epidemiological situation | επιδεινούμενη επιδημιολογική κατάσταση |
develop antibodies | αναπτύσσω αντισώματα |
develop symptoms of infection | εμφανίζω συμπτώματα λοίμωξης |
developmental difficulty | αναπτυξιακή δυσκολία |
dexamethasone | δεξαμεθαζόνη |
diabetes mellitus | σακχαρώδης διαβήτης |
diagnosed case | διαγνωσμένο κρούσμα |
diagnostic laboratory | διαγνωστικό εργαστήριο |
diagnostic sensitivity | διαγνωστική ευαισθησία |
diagnostic specificity | διαγνωστική εξειδίκευση |
dialysis | αιμοκάθαρση |
difficulty breathing | dyspnea | δυσκολία στην αναπνοή | δύσπνοια |
digital Passenger Locator Form | dPLF | ψηφιακή φόρμα εντοπισμού επιβατών | ψηφιακό έντυπο εντοπισμού επιβατών |
direct contact transmission | μετάδοση άμεσης επαφής | μετάδοση μέσω άμεσης επαφής |
direct contact with infectious secretions of a COVID-19 case | άμεση επαφή με μολυσματικές εκκρίσεις περιστατικού COVID-19 |
direct contact | άμεση επαφή |
direct investment | direct foreign investment | foreign direct investment | DFI | FDI | άμεση επένδυση | άμεση ξένη επένδυση |
direct physical contact with a COVID- 19 case | άμεση σωματική επαφή με περιστατικό COVID-19 |
disabling the coronavirus' specific proteins | αδρανοποίηση των ειδικών πρωτεϊνών του κορονοϊού |
disaggregated data | αναλυτικά στοιχεία |
disaster medicine | ιατρική των καταστροφών |
disease control | έλεγχος νοσημάτων | έλεγχος νόσου | έλεγχος της νόσου |
disease elimination | elimination | εξάλειψη νοσήματος | εξάλειψη νόσου | εξάλειψη λοιμώδους νοσήματος |
disease incubation period | χρόνος επώασης της νόσου |
disease incubation | επώαση της νόσου |
disease outbreak | outbreak | outbreak of a disease | εστία επιδημίας | επιδημική έξαρση |
disease outcome | έκβαση νόσου |
disinfect | απολυμαίνω |
disinfectant | απολυμαντικό |
disinfecting robot | disinfection robot | απολυμαντικό ρομπότ | ρομπότ απολύμανσης |
disinfection | απολύμανση |
dispensing pharmacy | retail pharmacy | dispensing chemist | pharmacy open to the public | community pharmacy | φαρμακείο λιανικής πωλήσεως | φαρμακείο ανοικτό στο κοινό |
dispersion factor | dispersion parameter | K value | k number | αριθμός Κ |
display of symptoms | εμφάνιση συμπτωμάτων |
display signs and symptoms indicative of ARI | εμφανίζω σημεία και συμπτώματα συμβατά με οξεία αναπνευστική λοίμωξη |
disposable gloves | γάντια μιας χρήσης |
disposable respirator | disposable respirator mask | disposable particulate respirator | μάσκα υψηλής αναπνευστικής προστασίας μιας χρήσης |
DNA fragment | fragment | τμήμα DNA |
DNA sequencing | αλληλούχηση του DNA |
DNA transcription | μεταγραφή του DNA |
DNA vaccine | εμβόλιο DNA |
domestic case | non-visitor case | εγχώριο κρούσμα | μη εισαγόμενο κρούσμα |
dominant strain | επικρατές στέλεχος | κυρίαρχο στέλεχος |
donate reserved doses to lower and middle-income countries | δωρίζω δεσμευμένες δόσεις σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος |
dose dependent response | δοσοεξαρτώμενη απόκριση |
dose of a vaccine | δόση εμβολίου |
dose | vaccine dose | δόση εμβολίου |
dosing error | σφάλμα δοσολογίας |
drive through test | διοχούμενη ταχυδοκιμή | διοχούμενη ταχυδοκιμασία | διοχούμενο ταχυτέστ |
drive through test | drive through rapid test | διοχούμενη ταχυδοκιμή | διοχούμενη ταχυδοκιμασία | διοχούμενο ταχυτέστ |
droplet nucleus | πυρήνας σταγονιδίου |
droplet precaution | προφύλαξη από σταγονίδια |
droplet transmission | μετάδοση μέσω σταγονιδίων | μετάδοση σταγονιδίων |
droplet | σταγονίδιο |
drug development | pharmaceutical development | ανάπτυξη φαρμάκων |
drug potency | potency of a drug | δραστικότητα φαρμάκου |
dry cough | ξηρός βήχας |
duration of immunity | immunity duration | διάρκεια ανοσίας |
dynamic compartmental model | δυναμικό διαμερισματικό μοντέλο |
dyspnea | difficulty breathing | δύσπνοια | δυσκολία στην αναπνοή |
dyspnoea | shortness of breath | δύσπνοια | αναπνευστική δυσχέρεια |
early detection | έγκαιρη ανίχνευση |
early warning and response system for the prevention and control of communicable diseases | Early Warning and Response System | Early Warning and Response System for Communicable Diseases | EWRS | σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης και αντίδρασης | σύστημα έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης για την πρόληψη και τον έλεγχο μεταδοτικών ασθενειών |
Eastern Partnership Solidarity Programme | Πρόγραμμα Αλληλεγγύης της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης |
ECMP | exceptional change management process | διαδικασία διαχείρισης αλλαγών σε εξαιρετικές περιστάσεις |
economic cost of COVID-19 | οικονομικό κόστος της COVID-19 |
economic recovery | οικονομική ανάκαμψη |
educational activity | εκπαιδευτική δραστηριότητα |
educational type activity | δραστηριότητα με εκπαιδευτικό χαρακτήρα |
EESC Civil Solidarity Prize | Civil Solidarity Prize | Βραβείο αλληλεγγύης πολιτών της ΕΟΚΕ |
effective drug | αποτελεσματικό φάρμακο |
effective prevention | αποτελεσματική πρόληψη |
effective reproduction number | Rt | ενεργός αριθμός αναπαραγωγής | Rt |
effective vaccine | αποτελεσματικό εμβόλιο |
effectiveness | αποτελεσματικότητα |
efficacy | δραστικότητα |
elbow touch | elbow bump | elbow shake | αγκωναψία |
elderly people | elders | ηλικιωμένα άτομα | ηλικιωμένοι |
e-learning | ηλ-μάθηση | ηλεκτρονική μάθηση |
electronic air collector tool | ηλεκτρονικός αεροσυλλέκτης |
Electronic Health Certificate Container Format | HCERT | μορφότυπος περιέκτη ηλεκτρονικού πιστοποιητικού υγείας |
electronic seal | ηλεκτρονική σφραγίδα |
elicit neutralizing antibodies | εγείρω την παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων |
elimination of infection | εξάλειψη της λοίμωξης |
elimination of infections | εξάλειψη λοιμώξεων |
embarkation space | χώρος επιβίβασης |
Emergency Assistance Instrument | instrument for Emergency assistance within the Union | Instrument for Emergency Support within the Union | instrument for emergency support within the EU | Emergency Support Instrument | ESI | IES | Μέσο στήριξης έκτακτης ανάγκης εντός της Ένωσης |
Emergency Response Coordination Centre | EER Centre | European Emergency Response Centre | ERCC | ERC | Κέντρο Συντονισμού Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών |
Emergency Support Instrument | Μέσο Στήριξης Έκτακτης Ανάγκης |
Emergency Use Assessment and Listing procedure | EUL procedure | Emergency Use Listing procedure | EUAL procedure | διαδικασία καταχώρισης στον κατάλογο έκτακτης χρήσης |
emotional expression | έκφραση συναισθημάτων |
emotional management | διαχείριση συναισθημάτων |
empirical treatment | εμπειρική θεραπεία |
enclosed public space | κλειστός δημόσιος χώρος |
enclosed space | κλειστός χώρος |
encouraging social distancing | ενθάρρυνση της κοινωνικής αποστασιοποίησης |
encouraging working from home | ενθάρρυνση της εργασίας από το σπίτι |
endemic virus | ενδημικός ιός |
endemic | ενδημικός |
endemicity | ενδημικότητα |
endothelial damage | καταστροφή του ενδοθηλίου |
endothelium | ενδοθήλιο |
endotracheal intubation | ενδοτραχειακή διασωλήνωση | διασωλήνωση τραχείας |
enhancing EU economic and industrial resilience and sovereignty | ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομικής και βιομηχανικής επανατακτικότητας και κυριαρχίας |
entertainment sector | τομέας ψυχαγωγίας |
entry screening | διαλογή εισόδου |
envelope glycoprotein | γλυκοπρωτεΐνη του φακέλου |
enveloped negative-sense single-stranded RNA virus | ελυτροφόρος ιός μονόκλωνου RNA αρνητικής πολικότητας |
enveloped positive-sense single-stranded RNA virus | ελυτροφόρος ιός μονόκλωνου RNA θετικής πολικότητας |
enveloped RNA virus | RNA ιός με φάκελο | ελυτροφόρος RNA ιός |
epidemic curve | επιδημική καμπύλη |
epidemic curve | epi curve | επιδημιακή καμπύλη | επιδημική καμπύλη |
epidemic intelligence | EI | πληροφορίες σχετικά με επιδημίες |
epidemic investigation | επιδημιολογική διερεύνηση |
epidemic load | επιδημιολογικό φορτίο |
epidemic outbreak | έκρηξη επιδημίας | ξέσπασμα επιδημίας |
epidemic threshold | επιδημικό κατώφλι |
epidemic | επιδημία | επιδημικός | επιδημιακός |
epidemicity | επιδημικότητα |
epidemiological data | epidemiology data | επιδημιολογικά δεδομένα |
epidemiological evidence | επιδημιολογικά τεκμήρια | επιδημιολογικές ενδείξεις |
epidemiological heuristics | επιδημιολογική ευρετική |
epidemiological index | επιδημιολογικός δείκτης |
epidemiological load | επιδημιολογικό φορτίο |
epidemiological situation | επιδημιολογική κατάσταση |
epidemiological study | επιδημιολογική μελέτη |
epidemiological surveillance report | έκθεση επιδημιολογικής επιτήρησης |
epidemiological surveillance | επιδημιολογική επιτήρηση |
epidemiological surveillance | epidemio-surveillance | επιδημιολογική επιτήρηση | επιδημιολογική παρακολούθηση |
epidemiological survey | epidemiological study | επιδημιολογική μελέτη |
epidemiological threshold | επιδημιολογικό κατώφλι | επιδημιολογική οριακή τιμή |
epidemiological | επιδημιολογικός |
epidemiology data | επιδημιολογικά δεδομένα |
epidemiology | επιδημιολογία |
equitable and affordable access | ισότιμη και οικονομικά προσιτή πρόσβαση |
eradication | εκρίζωση |
ERAvsCorona Action Plan | σχέδιο δράσης ERAvsCorona |
error of the first kind | false rejection error | alpha error | false positive | type 1 error | α error | false-positive | type I error | rejection error | α-σφάλμα | ψευδώς θετικός | σφάλμα απόρριψης | σφάλμα άλφα | σφάλμα I είδους | ψευδοθετικός |
escape clause | general escape clause | γενική ρήτρα διαφυγής |
essential medicine | βασικό φάρμακο |
essential staff | essential workers | critical workers | critical staff | βασικό προσωπικό | εργαζόμενος σε νευραλγικές θέσεις | προσωπικό σε θέσεις κρίσιμης σημασίας |
essential traveller | ταξιδιώτης με ουσιώδη καθήκοντα ή ανάγκες |
essential workers outside the health sector | βασικοί εργαζόμενοι εκτός του τομέα της υγείας |
established safety procedures | προκαθορισμένες διαδικασίες ασφαλείας |
EU CCP Database | βάση δεδομένων EU CCP |
EU Digital COVID Certificate | digital green certificate | EU Digital COVID-19 certificate | EU DCC | ενωσιακό ψηφιακό πιστοποιητικό COVID | Ψηφιακό Πιστοποιητικό COVID της ΕΕ | ψηφιακό πράσινο πιστοποιητικό |
EU Executive Steering Group on shortages of medicines caused by major events | executive steering group | Medicines Steering Group | Executive Steering Group on Shortages and Safety of Medicinal Products | ομάδα καθοδήγησης για τα φάρμακα | εκτελεστική ομάδα καθοδήγησης της ΕΕ για την παρακολούθηση πιθανών ελλείψεων φαρμάκων λόγω σημαντικών γεγονότων | εκτελεστική ομάδα καθοδήγησης για τις ελλείψεις και την ασφάλεια των φαρμάκων | εκτελεστική ομάδα καθοδήγησης |
EU FAB facility | μηχανισμός «EU FAB» |
EU Health Security Committee | Health Security Committee | HSC | επιτροπή υγειονομικής ασφάλειας | Eπιτροπή Ασφάλειας της Υγείας |
EU health strategy | στρατηγική υγείας της ΕΕ |
EU Pandemic State of Emergency | πανδημική κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην ΕΕ |
EU platform for multi-centre clinical trials | ενωσιακή πλατφόρμα για πολυκεντρικές κλινικές δοκιμές |
EU Recovery Fund | Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης | Ευρωενωσιακό Ταμείο Ανάκαμψης |
EU Recovery Plan | recovery plan | European recovery plan | recovery plan for Europe | σχέδιο ανάκαμψης της ΕΕ | σχέδιο ανάκαμψης για την Ευρώπη |
EU Recovery prospectus | ενημερωτικό δελτίο για την ανάκαμψη της ΕΕ |
EU Solidarity for Health Initiative | πρωτοβουλία αλληλεγγύης της ΕΕ για την υγεία |
EU Toolbox | common Union toolbox | Common EU Toolbox | κοινή εργαλειοθήκη της Ένωσης | κοινή ενωσιακή εργαλειοθήκη |
EU Vaccines Strategy | στρατηγική της ΕΕ για τα εμβόλια |
EU Vaccines Strategy | EU Strategy for COVID-19 vaccines | στρατηγική της ΕΕ για τα εμβόλια κατά της νόσου COVID-19 | στρατηγική της ΕΕ για τα εμβόλια |
EU+ area | χώρος ΕΕ+ |
European Blood Alliance | EBA | Ευρωπαϊκή Συμμαχία Αίματος |
European Center for Disaster Medicine | CEMEC | Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ιατρική των Καταστροφών |
European Centre for Disease Prevention and Control | European CDC | Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων | ECDC |
European Chief Epidemiologist | Ευρωπαίος/Ευρωπαία επικεφαλής επιδημιολόγος |
European COVID-19 data platform | ευρωπαϊκή πλατφόρμα δεδομένων COVID-19 |
European Emergency Response Coordinator | Ευρωπαίος Συντονιστής Αντιμετώπισης Έκτακτων Αναγκών |
European Mortality Monitoring | EuroMOMO | Ευρωπαϊκή Παρακολούθηση της Θνησιμότητας | EuroMOMO |
European recovery from coronavirus crisis | ευρωπαϊκή ανάκαμψη από την κρίση του κορονοϊού |
European Recovery Instrument | Next Generation EU | recovery instrument | NextGenerationEU | European Union Recovery Instrument | NGEU | EURI | μέσο ανάκαμψης | Next Generation EU | Μέσο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Ευρωπαϊκό Μέσο Ανάκαμψης |
European Roadmap towards lifting coronavirus containment measures | joint European Roadmap towards lifting COVID-19 containment measures | κοινός ευρωπαϊκός χάρτης πορείας για την άρση των μέτρων ανάσχεσης της νόσου COVID-19 | Ευρωπαϊκός χάρτης πορείας για την άρση των μέτρων ανάσχεσης του κορονοϊού |
European Tourism COVID-19 Safety Seal | Tourism Covid-19 Safety Seal | EU tourism health seal | “Safety Seal” label | σφραγίδα ασφάλειας COVID-19 για τον ευρωπαϊκό τουρισμό | σφραγίδα ασφάλειας του ευρωπαϊκού τουρισμού έναντι της COVID-19 | ενωσιακή σφραγίδα υγείας για τον τουρισμό |
European Union Civil Protection Mechanism | Union Mechanism | EU Civil Protection Mechanism | Union Civil Protection Mechanism | UCPM | EU CPM | κοινοτικός μηχανισμός για τη διευκόλυνση της ενισχυμένης συνεργασίας στις επεμβάσεις βοήθειας της πολιτικής προστασίας | μηχανισμός πολιτικής προστασίας της Ένωσης | κοινοτικός μηχανισμός πολιτικής προστασίας |
EVA algorithm | αλγόριθμος EVA | αλγόριθμος ΕΥΑ |
EVA project | έργο EVA | έργο ΕΥΑ |
events | εκδηλώσεις |
evolutionary landscape | εξελικτικό τοπίο |
evolutionary path | εξελικτική οδός | εξελικτικό μονοπάτι |
example for imitation | πρότυπο μίμησης |
excess deaths | υπερβάλλοντες θάνατοι |
excess mortality | αυξημένη θνησιμότητα | μη φυσιολογική θνησιμότητα | υπερβάλλουσα θνησιμότητα |
exhaling | εκπνοή |
exit strategy | COVID-19 exit strategy | στρατηγική εξόδου από τα περιοριστικά μέτρα λόγω κορονοϊού |
exit strategy | de-escalation strategy | στρατηγική εξόδου |
EXO-CD24 | EXO-CD24 |
experimental vaccine | πειραματικό εμβόλιο |
exploratory talks | διερευνητικές συνομιλίες |
exponential growth in case numbers | εκθετική αύξηση του αριθμού κρουσμάτων |
exponential growth rate | εκθετικός ρυθμός αύξησης |
export authorisation mechanism | export authorisation scheme | καθεστώς άδειας εξαγωγής | μηχανισμός χορήγησης άδειας εξαγωγής |
expose to the virus | εκθέτω στον ιό |
exposed user | εκτεθείς χρήστης |
exposure alert | ειδοποίηση έκθεσης |
exposure to a pathogen | έκθεση σε παθογόνο |
exposure to SARS-CoV-2 | exposure to severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 | exposure to severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 | έκθεση σε SARS-CoV-2 | έκθεση σε κορονοϊό 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο | έκθεση σε κορονοϊό 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο |
exposure to the virus | έκθεση στον ιό |
extensive and rigorous testing | εκτεταμένες και αυστηρές δοκιμές |
extensive exposure | εκτεταμένη έκθεση |
extracorporeal membrane oxygenation | extracorporeal oxygenation | extracorporeal life support | ECMO | ECLS | εξωσωματική οξυγόνωση μέσω μεμβράνης |
extracurricular group activities | εξωσχολικές ομαδικές δραστηριότητες |
extubation | αποσωλήνωση | αποδιασωλήνωση |
eye protection | οφθαλμική προστασία |
face mask with rubber bands | μάσκα με ελαστικούς ιμάντες |
face mask with ties | μάσκα με κορδόνια |
face protection | προστασία προσώπου |
face shield | προσωπίδα | προστατευτική προσωπίδα | ασπίδα προστασίας προσώπου | ασπίδα προσώπου |
facemask meant for a healthcare worker | μάσκα προσώπου για υγειονομικό προσωπικό |
face-to-face contact with a COVID-19 case within 2 metres and > 15 minutes | επαφή πρόσωπο με πρόσωπο με περιστατικό COVID-19 σε απόσταση μικρότερη των 2 μέτρων και για περισσότερο από 15 λεπτά |
fair access | ισότιμη πρόσβαση |
fatal infection | θανατηφόρος λοίμωξη |
fatality rate | δείκτης θνητότητας |
fatality | θνητότητα |
fatigue | καταβολή | κόπωση |
favipiravir | φαβιπιραβίρη |
fear | φόβος |
feces | κόπρανα |
fever | πυρετός |
financial assistance | χρηματοοικονομική βοήθεια |
fine | πρόστιμο |
first COVID-19 death | πρώτος θάνατος από COVID-19 |
first dose of adenovirus 26 | πρώτη δόση με τον αδενοϊό 26 |
first line of defense against infections | πρώτη γραμμή άμυνας κατά των λοιμώξεων |
first responder | προσωπικό πρώτης επέμβασης | υπηρεσία άμεσης επέμβασης | παροχή πρώτων βοηθειών |
flat-rate remote meeting allowance | κατ’ αποκοπήν αποζημίωση εξ αποστάσεως συνεδριάσεων |
flatten the curve | plank the curve | απλώνω την καμπύλη | οριζοντιώνω την καμπύλη | χαμηλώνω την καμπύλη |
flattening of a curve | επιπέδωση της καμπύλης | άμβλυνση της καμπύλης | εξομάλυνση της καμπύλης | οριζοντίωση της καμπύλης | πλάτυνση της καμπύλης |
flattening the curve of the pandemic | άπλωμα της καμπύλης της πανδημίας |
flattening the curve | άπλωμα της καμπύλης |
fluid repellent | υγροαπωθητικό |
fluvoxamine | φλουβοξαμίνη |
flying medical team | ιπτάμενη ιατρική ομάδα |
focus of transmission | εστία μετάδοσης |
fomes | fomite | φομίτης |
foot shake | foot-to-foot greeting | foot tap | Wuhan shake | ποδαψία |
force of mortality | instantaneous death rate | ένταση της θνησιμότητας |
foreign investment | επενδύσεις στο εξωτερικό | επενδύσεις σε ξένη χώρα | ξένες επενδύσεις |
fostamatinib | φοσταματινίμπη |
free-time management | διαχείριση ελεύθερου χρόνου |
freezing or deep-freezing conditions | συνθήκες ψύξης ή κατάψυξης |
French–German Initiative for the European recovery from coronavirus crisis | Γαλλογερμανική Πρωτοβουλία για την ευρωπαϊκή ανάκαμψη από την κρίση του κορονοϊού |
front of the mask | μπροστινό μέρος της μάσκας |
frontier worker | μεθοριακός εργαζόμενος |
front-line staff | προσωπικό πρώτης γραμμής |
full vaccination | πλήρης εμβολιασμός |
full-fledged screening mechanism | πλήρης μηχανισμός ελέγχου |
functional immunity | λειτουργική ανοσία |
functional residual capacity | FRC | λειτουργικός υπολειπόμενος αέρας |
furlough | προσωρινή αργία |
future perspective | προοπτική για το μέλλον |
Gamaleya Institute of Epidemiology and Microbiology | Ινστιτούτο Επιδημιολογίας και Μικροβιολογίας Gamaleya |
game | παιχνίδι |
garbage bag | σακούλα απορριμμάτων |
gas mask | wear respirator | προσωπίδα κατά των αερίων | μάσκα αερίου | αντιασφυξιογόνος προσωπίδα |
gateway service | EU interoperability gateway service | interoperability gateway service | πύλη διαλειτουργικότητας της ΕΕ | υπηρεσία πύλης διαλειτουργικότητας |
gatherings | συγκεντρώσεις |
Gavi Alliance | Global Alliance for Vaccines and Immunization | Gavi, the Vaccine Alliance | Gavi | Gavi | Συμμαχία GAVI | Παγκόσμια Συμμαχία για τα Εμβόλια και την Ανοσοποίηση |
gender of COVID-19 fatalities | φύλο των θανόντων από COVID-19 |
gene | γονίδιο |
general measures for prevention of infection transmission | γενικά μέτρα πρόληψης μετάδοσης λοιμώξεων |
generate an immune response | παράγω ανοσοαπόκριση | παράγω ανοσιακή απόκριση | παράγω ανοσοποιητική απόκριση | παράγω ανοσολογική απόκριση |
genetic code | γενετικός κώδικας |
genetic material | γενετικό υλικό |
genetically modified virus | γενετικά τροποποιημένος ιός |
genome sequencing | αλληλούχηση του γονιδιώματος |
genome | γονιδίωμα |
genomic properties | γονιδιωματικές ιδιότητες |
genomic surveillance network | δίκτυο γονιδιωματικής επιτήρησης |
genomic surveillance | γονιδιωματική επιτήρηση |
geographical dispersion | γεωγραφική διασπορά |
geographical distribution | γεωγραφική κατανομή |
geographical spread | γεωγραφική εξάπλωση |
germ | μικροοργανισμός |
get naturally diseased | νοσώ φυσικά |
get vaccinated against COVID-19 | εμβολιάζομαι κατά της COVID-19 |
getting naturally diseased | φυσική νόσηση |
Global Goal: Unite for Our Future | Παγκόσμιος στόχος: ενωμένοι για το μέλλον μας |
Global Humanitarian Response Plan for COVID-19 | Global Humanitarian Response Plan for the coronavirus | Global Humanitarian Response Plan | Global HRP | GHRP | GHRP | Σχέδιο Παγκόσμιας Ανθρωπιστικής Δράσης |
global pandemic | παγκόσμια πανδημία |
Global Preparedness Monitoring Board | GPMB | επιτροπή παρακολούθησης της παγκόσμιας ετοιμότητας |
good hygiene practice | καλή τήρηση των μέτρων υγιεινής |
good sleep hygiene | καλή υγιεινή ύπνου |
gradual lifting of measures | σταδιακή άρση των μέτρων |
gradual return to normalcy | σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα |
gradually building immunity | σταδιακή ανάπτυξη ανοσίας | σταδιακό χτίσιμο ανοσίας |
gravity of the pandemic | βαρύτητα της πανδημίας |
Greek national health system | ESY | Εθνικό Σύστημα Υγείας | ΕΣΥ |
green lane | green lane border crossing | green corridor | πράσινες λωρίδες διέλευσης των συνόρων |
Green Recovery Alliance | συμμαχία για την πράσινη σνάκαμψη |
green recovery | πράσινη ανάκαμψη |
grocery | παντοπωλείο |
group of viruses | ομάδα ιών |
grouped procurement | joint public procurement | joint procurement | από κοινού προμήθειες | ομαδοποιημένες προμήθειες |
guidelines | κατευθυντήριες οδηγίες |
haemagglutinin-esterase fusion glycoprotein | HEF | HEF | γλυκοπρωτεΐνη σύντηξης αιµοσυγκολλητίνης - εστεράσης |
hair salon | κομμωτήριο |
hand disinfectant | απολυμαντικό χεριών |
hand hygiene | υγιεινή των χεριών |
hand sanitiser | alcohol-based hand rub | alcohol-based hand sanitiser | hydroalcoholic gel | hand disinfectant | hand sanitising gel | υδροαλκοολούχο gel | απολυμαντικό χεριών | αλκοολούχο αντισηπτικό χεριών |
hand sanitizer | απολυμαντικό χεριών |
hand washing | πλύσιμο χεριών |
handle specimens from COVID-19 cases | χειρίζομαι κλινικά δείγματα από περιστατικά COVID-19 |
handle the crisis | διαχειρίζομαι την κρίση |
handling of suspected case of COVID- 19 | διαχείριση ύποπτου κρούσματος COVID-19 |
handling of suspected case of new coronavirus SARS-CoV-2 infection | διαχείριση ύποπτου κρούσματος με λοίμωξη από το νέο κορονοϊό SARS–CoV-2 |
haphephobia | haptephobia | haptophobia | απτοφοβία | αφηφοβία |
happy hypoxia | silent hypoxia | σιωπηλή υποξία |
happy hypoxic | σιωπηλά υποξικός |
hazmat suit | decontamination suit | hazardous materials suit | chemical protective coverall | στολή hazmat | στολή προστασίας από επικίνδυνα υλικά |
headroom | περιθώριο |
health condition | κατάσταση υγείας |
health crisis | υγειονομική κρίση | κρίση στον τομέα της υγείας |
health screening | screening | medical screening | προσυμπτωματικός έλεγχος | προληπτικός έλεγχος | διαλογή |
health services | υπηρεσίες υγείας |
health structure | δομή υγείας |
health system resilience | resilience | ανθεκτικότητα του συστήματος υγείας |
healthcare crisis | κρίση υγειονομικής περίθαλψης |
healthcare personnel | προσωπικό υπηρεσιών υγείας |
healthcare professional | επαγγελματίας υγείας |
healthcare protocol | υγειονομικό πρωτόκολλο |
health-care service provision | παροχή υπηρεσιών υγείας |
healthcare system capacity | δυναμικότητα συστήματος υγειονομικής περίθαλψης | δυναμικότητα συστήματος υγείας |
healthcare system saturation threshold | κατώφλιο κορεσμού συστήματος υγείας | όριο κορεσμού συστήματος υγείας |
healthcare system saturation | κορεσμός συστήματος υγειονομικής περίθαλψης | κορεσμός συστήματος υγείας |
healthcare system | σύστημα υγειονομικής περίθαλψης | σύστημα υγείας |
healthcare unit | μονάδα υπηρεσιών υγείας | υγειονομική μονάδα |
healthcare worker | HCW | επαγγελματίας υγείας | υγειονομικός |
healthcare workers | υγειονομικό προσωπικό |
healthy adult | υγιής ενήλικας |
heart complication | καρδιακή επιπλοκή |
hematological cancer | αιματολογικός καρκίνος |
hematopoietic cell transplant persons | άτομα με μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων |
hematopoietic cell transplantation | HCT | μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων |
HERA Incubator | European bio-defence preparedness plan against COVID-19 variants | ευρωπαϊκό σχέδιο ετοιμότητας για τη βιοάμυνα κατά των παραλλαγών της νόσου COVID-19 | εκκολαπτήριο HERA |
herd immunity free rider | λαθρεπιβάτης της συλλογικής ανοσίας |
herd immunity | ανοσία της αγέλης | συλλογική ανοσία |
herd immunity | community immunity | ανοσία αγέλης | ανοσία κοινότητας |
heterodimer | ετεροδιμερές |
heterologous prime-boost immunization | ανοσοποίηση με ετερόλογη ενίσχυση |
heterologous prime-boost vaccination | εμβολιασμός με ετερόλογη ενίσχυση |
heterologous prime-boost | ετερόλογη ενίσχυση |
heterologous strain | ετερόλογο στέλεχος |
heterologous vaccination | ετερόλογος εμβολιασμός |
heterologous vaccine | ετερόλογο εμβόλιο |
high antibody level | υψηλό επίπεδο αντισωμάτων |
high clinical suspicion | υψηλή κλινική υποψία |
high fever | υψηλός πυρετός |
high hazard activity | δραστηριότητα υψηλής επικινδυνότητας |
high protection mask with an exhaling valve | μάσκα υψηλής αναπνευστικής προστασίας με βαλβίδα εκπνοής |
high protection mask without an exhaling valve | μάσκα υψηλής αναπνευστικής προστασίας χωρίς βαλβίδα εκπνοής |
high risk activity | δραστηριότητα υψηλής επικινδυνότητας ορθότερο:δραστηριότητα υψηλής διακινδύνευσης |
high risk patient | ασθενής υψηλής διακινδύνευσης | ασθενής υψηλού κινδύνου |
high risk potential contact | άτομο που ενδεχομένως έχει έρθει σε επαφή με άτομο ή άτομα υψηλού κινδύνου |
high risk | υψηλή διακινδύνευση |
high-protection mask | μάσκα υψηλής αναπνευστικής προστασίας |
high-risk group | ομάδα υψηλής διακινδύνευσης | ομάδα υψηλού κινδύνου | ευπαθής ομάδα |
high-risk group | vulnerable group | ευπαθής ομάδα | ομάδα υψηλού κινδύνου | ευάλωτη ομάδα |
high-risk occupation | επάγγελμα υψηλής διακινδύνευσης | επάγγελμα υψηλού κινδύνου |
HIV disease | νόσος HIV |
holder | κάτοχος |
home care | φροντίδα στο σπίτι |
hospital grade air filtering | νοσοκομειακού επιπέδου φιλτράρισμα του αέρα |
Hospital Infections Control Committee | Επιτροπή Νοσοκομειακών Λοιμώξεων |
hospital pharmacy | φαρμακείο νοσοκομείου | νοσοκομειακό φαρμακείο |
hospital waiting room | αίθουσα αναμονής νοσοκομείου |
hospital | νοσοκομείο |
hospitalization | νοσηλεία |
hospitalized | νοσηλευόμενος |
host cell | κύτταρο ξενιστής |
household chlorine solution | διάλυμα οικιακής χλωρίνης |
human clinical trials | κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους |
human to human transmission | person-to-person transmission | μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο |
humanitarian buffer | ανθρωπιστικό αποθεματικό ασφάλειας |
humoral immunity | χυμική ανοσία |
humoral immunity | antibody-mediated system | χυμική ανοσία |
hybrid meeting | υβριδική συνεδρίαση |
hydroxychloroquine | υδροξυχλωροκίνη |
hygiene measure | μέτρο υγιεινής |
hyper-inflammatory syndrome | υπερφλεγμονώδες σύνδρομο |
hypodermic administration | υποδόρια χορήγηση |
hypoxaemia | υποξυγοναιμία | υποξαιμία |
hypoxemia | υποξαιμία | υποξυγοναιμία |
hypoxia | υποξία |
hypoxic | υποξικός |
identification of suspected cases | αναγνώριση ύποπτων κρουσμάτων |
IHR | International Health Regulations (2005) | IHR (2005) | ΔΥΚ (2005) | Διεθνής Υγειονομικός Κανονισμός (2005) |
immediate oxygen therapy | άμεση οξυγονοθεραπεία |
immune escape mutation | μετάλλαξη ανοσοδιαφυγής | μετάλλαξη ανοσολογικής διαφυγής |
immune escape | ανοσοδιαφυγή | ανοσολογική διαφυγή |
immune globuline | immuno-globulin | immunoglobulin | ανοσοσφαιρίνη |
immune mechanism | immune response | immune reaction | ανοσολογική απόκριση | ανοσοαπόκριση | ανοσολογική αντίδραση |
immune response reactivation | επανενεργοποίηση της ανοσοαπόκρισης | αδόκ. επανενεργοποίηση της ανοσοανταπόκρισης |
immune response | immunoresponse | ανοσιακή απόκριση | ανοσοαπόκριση | αδόκ. ανοσοανταπόκριση |
immune system suppression | immunosuppression | καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος | ανοσοκαταστολή |
immune system | ανοσοποιητικό σύστημα | ανοσιακό σύστημα |
immune thrombocytopenia | idiopathic thrombocytopenic purpura | ITP | ιδιοπαθής θρομβοπενική πορφύρα |
immunisation | ανοσοποίηση |
immunity loss | απώλεια ανοσίας |
immunity | ανοσία |
immunization | ανοσοποίηση |
immunocompetent cell | immunocyte | ανοσοϊκανό κύτταρο |
immunodeficiency | ανοσοανεπάρκεια |
immunogenicity | immunological reactivity | ανοσογονικότητα |
immunological memory | immune memory | immunomemory | ανοσιακή μνήμη |
immunoresponse | immune response | ανοσοαπόκριση | ανοσιακή απόκριση | ανοσοποιητική απόκριση | ανοσολογική απόκριση |
immunosuppression | immunodepression | ανοσοκαταστολή |
immunosuppressive property | ανοσοκατασταλτική ιδιότητα |
immunotherapy | ανοσοθεραπεία |
immunotropic therapy | ανοσοτροποποιητική θεραπεία |
IMP | investigational product | investigational medicinal product | δοκιμαζόμενο φάρμακο |
implementation of measures against spread of the disease | εφαρμογή μέτρων πρόληψης εξάπλωσης της νόσου |
implementing standard precautions | εφαρμογή βασικών προφυλάξεων |
imported case | εισαγόμενο κρούσμα |
in vitro study | μελέτη in vitro |
inactivated vaccine | αδρανοποιημένο εμβόλιο |
incubation period | περίοδος επώασης |
incubation period | incubation time | περίοδος επώασης |
incubation | επώαση |
index case | index patient | patient zero | party zero | αρχικό κρούσμα | κρούσμα-δείκτης | κρούσμα δείκτης |
indian mutation | ινδική μετάλλαξη |
indian variant | ινδική παραλλαγή |
indication of transmission | ένδειξη μετάδοσης |
indirect contact transmission | μετάδοση έμμεσης επαφής | μετάδοση μέσω έμμεσης επαφής |
individual case safety report | ICSR | έκθεση ασφάλειας για την αναφορά μεμονωμένου περιστατικού |
infect | μολύνω |
infected person | μολυσμένο άτομο |
infected user | μολυνθείς χρήστης |
infectiologist | infectologist | infectious disease physician | infectious disease specialist | λοιμωξιολόγος |
infectiology | infectology | λοιμωξιολογία |
infection confirmation | επιβεβαίωση μόλυνσης |
infection control | έλεγχος λοιμώξεων |
infection fatality rate | IFR | δείκτης IFR |
infection fatality ratio | IFR | δείκτης θνητότητας λοίμωξης |
infection prevention and control | IPC | πρόληψη και έλεγχος λοίμωξης |
infection rate | ρυθμός λοίμωξης | ρυθμός μόλυνσης |
infection severity | βαρύτητα της λοίμωξης | σοβαρότητα της λοίμωξης |
infection trajectory | τροχιά μόλυνσης |
infection transmission chain | infection chain | chain of transmission | αλυσίδα μετάδοσης |
infection with SARS-CoV-2 | COVID-19 infection | λοίμωξη από 2019-nCoV | λοίμωξη COVID-19 |
infection | μόλυνση | λοίμωξη |
infectious agent | μολυσματικός παράγοντας | λοιμογόνος παράγοντας |
infectious disease eradication | eradication | disease eradication | εκρίζωση | εκρίζωση λοιμώδους νοσήματος |
infectious disease | μολυσματική νόσος |
infectiousness | μολυσματικότητα | μεταδοτικότητα |
infective patient | μεταδοτικός ασθενής |
infectivity | μολυσματικότητα |
inflammation | inflammatory response | φλεγμονή |
influenza vaccine | αντιγριπικό εμβόλιο |
influenza-like illness | ILI | γριπώδης συνδρομή |
influenza-like symptoms | συμπτώματα γριπώδους συνδρομής | παρόμοια συμπτώματα με αυτά της γρίπης |
infodemic | πληροφοριοδημία |
infodemic | information epidemic | υπερπληροφόρηση | επιδημία παραπληροφόρησης | πληροφοριοδημία |
Inhalation therapy | θεραπεία με εισπνεόμενα |
inhalation | inspiration | εισπνοή |
inhaled budesonide | εισπνεόμενη βουδεσονίδη |
inhaled drug | εισπνεόμενο φάρμακο |
inhaled interferon-alpha | IFN-α | ιντερφερόνη-α υπό μορφή εισπνοών | IFN-α υπό μορφή εισπνοών |
in-house device | εσωτερικό τεχνολογικό προϊόν |
injectable administration | ενέσιμη χορήγηση |
injectable drug | ενέσιμο φάρμακο |
injectable form | ενέσιμη μορφή |
InnovFin Infectious Diseases Finance Facility | InnovFin Infectious Diseases | IDFF | InnovFin Infectious Disease Finance Facility | χρηματοδοτικός μηχανισμός για τις λοιμώδεις νόσους InnovFin |
inpatient care | ενδονοσοκομειακή φροντίδα | ενδονοσοκομειακή περίθαλψη |
inside the elbow | με το εσωτερικό του αγκώνα |
intense emotional response | έντονη συναισθηματική αντίδραση |
intensifying controls | εντατικοποίηση των ελέγχων |
intensive care unit | ICU | μονάδα εντατικής θεραπείας | ΜΕΘ |
intensive care | εντατική θεραπεία |
intensivist | εντατικολόγος |
interferon | ιντερφερόνη |
interferon | IFN | ιντερφερόνη |
Interleukin 6 | IL-6 | ιντερλευκίνη 6 |
interleukin | IL | ιντερλευκίνη |
intermediate host | ενδιάμεσος ξενιστής |
intermediate | intermediate product | ενδιάμεσο προϊόν |
intermittent positive pressure respiration | intermittent positive pressure breathing | intermittent positive pressure ventilation | IPPB | IPPV | IPPR | αναπνοή υπό διαλείπουσα πίεση |
interpret facts | ερμηνεύω τα γεγονότα |
interrupted transmission | διακοπή μετάδοσης |
interstitial space | interstitium | διάμεσος χώρος |
intervention programme | πρόγραμμα παρέμβασης |
intramuscular administration | ενδομυϊκή χορήγηση |
intravenous administration | ενδοφλέβια χορήγηση |
intubate | διασωληνώνω | ενσωληνώνω |
intubated | διασωληνωμένος | ενσωληνωμένος |
intubation | διασωλήνωση | ενσωλήνωση |
invasive respiratory device | αναπνευστήρας επεμβατικού αερισμού | επεμβατική αναπνευστική συσκευή |
investigational therapeutic agent | investigational therapeutic | υπό έρευνα θεραπευτικό μέσο |
investigational vaccine | υπό έρευνα εμβόλιο | υπό εξέταση εμβόλιο |
in-vitro evidence | εργαστηριακά τεκμήρια | εργαστηριακές ενδείξεις |
isolation at home | απομόνωση στο σπίτι |
isolation at the hospital | απομόνωση στο νοσοκομείο |
isolation measure | μέτρο απομόνωσης |
isolation | απομόνωση |
isopropyl alcohol | ισοπροπυλική αλκοόλη |
i-SPOC system | industry single point of contact system | σύστημα ενιαίων σημείων επαφής στη βιομηχανία | σύστημα i-SPOC |
ivermectin | ιβερμεκτίνη |
JAK inhibitor | Janus kinase inhibitor | JAKinib | αναστολέας της κινάσης Janus | αναστολέας JAK |
Janssen COVID-19 vaccine | εμβόλιο COVID-19 της Janssen |
Janssen Pharmaceutical Companies of Johnson & Johnson | φαρμακευτικές εταιρείες Janssen της Johnson & Johnson |
Janus kinase | JakA | κινάση Janus |
JavaScript Object Notation | JSON | Σημειογραφία Αντικειμένων JavaScript |
Johnson & Johnson vaccine | εμβόλιο της Johnson & Johnson |
joint negotiation team | κοινή διαπραγματευτική ομάδα | κοινή ομάδα διαπραγμάτευσης |
Joint Procurement Agreement | Joint Procurement Agreement to procure medical countermeasures | JPA | συμφωνία κοινής προμήθειας | συμφωνία κοινής προμήθειας για την προμήθεια ιατρικών αντιμέτρων |
Kawasaki disease | Kawasaki syndrome | KS | νόσος Kawasaki | νόσος Καβασάκι | σύνδρομο Kawasaki |
Kawasaki-like syndrome | Kawasaki-like disease | KLD | σύνδρομο τύπου Καβασάκι |
killed or weakened form of the virus | νεκρή ή εξασθενημένη μορφή του ιού |
killed vaccine | inactivated vaccine | νεκρό εμβόλιο | αδρανοποιημένο εμβόλιο |
lab test | εργαστηριακή δοκιμή | εργαστηριακή δοκιμασία | εργαστηριακό τεστ |
laboratory confirmation | εργαστηριακή επιβεβαίωση |
laboratory confirmed case | laboratory- confirmed case | εργαστηριακά επιβεβαιωμένο κρούσμα |
laboratory investigation | εργαστηριακός έλεγχος |
laboratory sample | εργαστηριακό δείγμα |
laboratory testing | εργαστηριακές δοκιμές | εργαστηριακή δοκιμασία | εργαστηριακά τεστ |
laboratory worker | εργαζόμενος σε εργαστήριο |
landscape document | έγγραφο γενικής επισκόπησης |
large urban centre | μεγάλο αστικό κέντρο |
large-scale clinical trials | κλινικές δοκιμές μεγάλης κλίμακας |
large-scale COVID-19 vaccination | μεγάλης κλίμακας εμβολιασμός κατά της COVID-19 |
latent period | exposed period | latency period | λανθάνουσα περίοδος | περίοδος λανθάνουσας κατάστασης |
lay person | lay user | μη ειδήμων | μη ειδικός | μη ειδήμων χρήστης |
lethality of COVID-19 | φονικότητα της COVID-19 |
licensed vaccine | αδειοδοτημένο εμβόλιο |
life-threatening allergy | αλλεργία απειλητική της ζωής |
lifetime probability of default | lifetime PD | πιθανότητα αθέτησης για τη συνολική διάρκεια ζωής |
lifting containment measures | lifting restrictive measures | lifting lockdown measures | de-confinement | lifting restrictions on movement | άρση του εγκλεισμού | άρση των περιοριστικών μέτρων |
lifting of measures | άρση μέτρων |
limiting the spread of the virus | περιορισμός της εξάπλωσης του ιού |
limits on crowd size | όρια στο πλήθος ατόμων |
lineage P.1 | Gamma lineage | στέλεχος P.1 | στέλεχος Γάμμα |
lineage P.2 | Zeta lineage | στέλεχος P.2 | στέλεχος Ζήτα |
lineage P.3 | Theta lineage | στέλεχος P.3 | στέλεχος Θήτα |
lineage Β.1.1.7 | Alpha lineage | στέλεχος B.1.1.7 | στέλεχος Άλφα |
lineage Β.1.351 | Beta lineage | στέλεχος Β.1.351 | στέλεχος Βήτα |
lineage Β.1.427/Β.1.429 | Epsilon lineage | στέλεχος Β.1.427/Β.1.429 | στέλεχος Έψιλον |
lineage Β.1.525 | Eta lineage | στέλεχος Β.1.525 | στέλεχος Ήτα |
lineage Β.1.526 | Iota lineage | στέλεχος Β.1.526 | στέλεχος Ιώτα |
lineage Β.1.617.1 | Kappa lineage | στέλεχος Β.1.617.1 | στέλεχος Κάππα |
lineage Β.1.617.2 | Delta lineage | στέλεχος Β.1.617.2 | στέλεχος Δέλτα |
lineage Β.1.617 | VUI-21APR-21 | στέλεχος Β.1.617 |
linear scale | γραμμική κλίμακα |
linen | λινό ύφασμα |
lipid | λιπίδιο |
liposome-based vaccine | liposomal vaccine | λιποσωμικό εμβόλιο |
live contact | διά ζώσης επαφή |
Loan Guarantee Facility | COSME Loan Guarantee Facility | LGF | COSME LGF | μηχανισμός εγγύησης δανείων του προγράμματος COSME | COSME LGF | μηχανισμός εγγύησης δανείων | LGF | μηχανισμός εγγύησης δανείων του COSME |
local epidemic | τοπική επιδημία |
local lockdown | τοπικό κλείσιμο |
local transmission | τοπική μετάδοση |
lockdown measures | μέτρα γενικού κλεισίματος |
lockdown measures | confinement | confinement measures | restrictions on movement | περιορισμοί της κυκλοφορίας | μέτρα εγκλεισμού |
lockdown rules | κανόνες γενικού κλεισίματος |
lockdown | καραντίνα | γενικό κλείσιμο | απαγόρευση εξόδου | απαγορευτικό | απαγόρευση κυκλοφορίας | εγκλεισμός | λόκνταουν | λοκντάουν | εφαρμόζω περιοριστικά μέτρα | εφαρμόζω γενικό κλείσιμο |
lockdown | lock down | περιορισμός της κυκλοφορίας των πολιτών | περιορισμός της κυκλοφορίας |
logarithmic scale | λογαριθμική κλίμακα |
long-term immunity | μακροπρόθεσμη ανοσία |
loop-mediated isothermal amplification | LAMP | ισοθερμική ενίσχυση μέσω βρόχου |
lopinavir | λοπιναβίρη |
lopinavir/ritonavir | λοπιναβίρη/ριτοναβίρη |
low antibody level | χαμηλό επίπεδο αντισωμάτων |
low clinical suspicion | χαμηλή κλινική υποψία |
low hazard activity | δραστηριότητα χαμηλής επικινδυνότητας |
low risk activity | δραστηριότητα χαμηλής επικινδυνότητας | ορθότερο: δραστηριότητα χαμηλής διακινδύνευσης |
lower respiratory tract | lower respiratory system | κατώτερο αναπνευστικό σύστημα |
lunch | μεσημεριανό γεύμα |
lung disease | πνευμονοπάθεια |
lung fibrosis | pulmonary fibrosis | ινώδης πνεύμων |
lung | πνεύμονας |
LVP solution | large volume parenteral solution | large-volume parenteral | LVP | παρεντερικό διάλυμα μεγάλου όγκου | μεγάλου όγκου παρεντερικό διάλυμα |
lymphocytes | λεμφοκύτταρο |
machine learning | μηχανομάθηση | μηχανική μάθηση |
magistral formula | magistral preparation | γαληνικό σκεύασμα εκτός φαρμακοποιίας |
main transmission | κύρια μετάδοση |
major histocompatibility complex | MHC | μείζον σύμπλεγμα ιστοσυμβατότητας |
major natural disaster | μείζων φυσική καταστροφή |
major public health emergency | σοβαρή κατάσταση έκτακτης ανάγκης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
making vaccination compulsory | υποχρεωτικοποίηση του εμβολιασμού |
malignancy | κακοήθεια |
manage the outbreak | διαχειρίζομαι την έκρηξη | διαχειρίζομαι το ξέσπασμα |
mandatory isolation | υποχρεωτική απομόνωνση |
mandatory quarantine | υποχρεωτική καραντίνα |
mandatory use of face mask | υποχρεωτική χρήση μάσκας |
manufacturer | παρασκευαστής |
marketing authorisation holder | MAH | κάτοχος αδείας κυκλοφορίας |
mass events | μαζικές εκδηλώσεις |
mass vaccination campaign | vaccination campaign | mass campaign | εκστρατεία εμβολιασμού |
mass vaccination | μαζικός εμβολιασμός |
mass vaccination | community-wide vaccination | μαζικός εμβολιασμός |
master key | κύριο κλειδί |
mature pharmaceutical | mature product | mature medicinal product | cornerstone | ώριμο προϊόν |
maximum containment laboratory | εργαστήριο μέγιστου περιορισμού | εργαστήριο μέγιστης συγκράτησης |
mean incubation period | μέση περίοδος επώασης |
means of mass transportation | μέσα μαζικής μεταφοράς | ΜΜΜ |
measures against virus spreading | μέτρα κατά της εξάπλωσης του ιού |
measures for preventing the transmission and spread of the novel coronavirus | μέτρα για την πρόληψη της μετάδοσης και εξάπλωσης του νέου κορονοϊού |
measures for prevention and control of SARS-CoV-2 infection | μέτρα πρόληψης και ελέγχου της λοίμωξης από τον ιό SARS–CoV-2 |
measures of self-protection | μέτρα ατομικής προστασίας |
meat market | αγορά κρεάτων |
meat product | προϊόν κρέατος |
mechanical respiratory support | mechanical ventilation | μηχανική αναπνευστική υποστήριξη | μηχανική υποστήριξη αναπνοής |
mechanical ventilator | μηχανικός αναπνευστήρας |
median age | διάμεση ηλικία |
median incubation period | διάμεση περίοδος επώασης |
median recovery time | διάμεσος χρόνος ανάρρωσης |
medical advice | ιατρικές συμβουλές |
medical attention | ιατρική παρακολούθηση |
medical countermeasure | ιατρικό αντίμετρο |
medical desert | ιατρική έρημος |
medical equipment | ιατρικός εξοπλισμός |
medical evaluation | ιατρική αξιολόγηση |
medical flight | ιατρική πτήση |
medical glove for single use | examination glove | exploration glove | patient examination glove | γάντι εξέτασης |
medical nutrition | ιατρική διατροφή |
medical oxygen | medical grade oxygen | ιατρικό οξυγόνο |
medical products | medical equipment | ιατρικά προϊόντα | ιατρικός εξοπλισμός |
medical staff | ιατρικό προσωπικό |
medical stockpiling | stockpiling of medical countermeasures | δημιουργία αποθεμάτων ιατρικών αντιμέτρων | δημιουργία αποθέματος ιατρικού εξοπλισμού |
medication | φαρμακευτική αγωγή |
medicine side effect | παρενέργεια φαρμάκου |
medium hazard activity | δραστηριότητα μέσης επικινδυνότητας |
medium risk activity | δραστηριότητα μέσης επικινδυνότητας ορθότερο: δραστηριότητα μέσης διακινδύνευσης |
meeting room | αίθουσα συσκέψεων |
meetings at friends houses | συναντήσεις σε σπίτια φίλων |
meetings at friends' houses | συναντήσεις σε σπίτια φίλων |
membrane glycoprotein | μεμβρανική γλυκοπρωτεΐνη |
membrane protein | μεμβρανική πρωτεΐνη |
mental disorder | νοητική δυσλειτουργία |
mental health protection | προστασία της ψυχικής υγείας |
mental health | ψυχική υγεία | διανοητική υγεία |
MERS virus | ιός MERS |
mesenchymal stem cell | MSC | μεσεγχυματικό βλαστοκύτταρο |
messenger RNA | mRNA | αγγελιαφόρο RNA | mRNA |
microorganism | μικροοργανισμός |
microscopic findings | μικροσκοπικά ευρήματα |
microthrombosis | μικροθρόμβωση |
Middle East Respiratory Syndrome | Middle East respiratory syndrome | MERS | αναπνευστικό σύνδρομο της Μέσης Ανατολής | MERS |
Middle East respiratory syndrome-related coronavirus | Middle East respiratory syndrome coronavirus | Middle East Respiratory Syndrome Coronavirus | MERS-CoV | κοροναϊός του αναπνευστικού συνδρόμου της Μέσης Ανατολής |
mild adverse side effect | ήπια ανεπιθύμητη παρενέργεια |
mild fever | ήπιος πυρετός | ελαφρύς πυρετός |
mild flu symptoms | ήπια γριπώδη συμπτώματα |
mild infection | ελαφρά λοίμωξη | ήπια λοίμωξη |
mild side effect | minor side effect | ήπια παρενέργεια | ήσσων παρενέργεια |
mild symptom | ήπιο σύμπτωμα | ελαφρύ σύμπτωμα |
mild symptomatology | ήπια συμπτωματολογία |
mild symptoms of respiratory infection | ήπια συμπτώματα λοίμωξης του αναπνευστικού |
misinformation | παραπληροφόρηση |
moderate infection | μέτρια λοίμωξη |
moderate risk | μέτρια διακινδύνευση |
moderate to intensive physical practice | μέτρια έως έντονη φυσική άσκηση |
Moderna COVID-19 vaccine | εμβόλιο COVID-19 της Moderna |
molecular test | μοριακή δοκιμή | μοριακό τεστ | μοριακή δοκιμασία |
molnupiravir | μολνουπιραβίρη |
monitor ones health | παρακολουθώ την υγεία κάποιου |
monitor one's health | παρακολουθώ την υγεία κάποιου |
monitoring period | περίοδος παρακολούθησης |
monoclonal antibody | μονόκλωνο αντίσωμα | μονοκλωνικό αντίσωμα |
morbidity | νοσηρότητα |
morbidity | morbidity rate | νοσηρότητα |
mortality risk | death risk | διακινδύνευση θανάτου | κίνδυνος θανάτου |
mortality | θνησιμότητα |
mortality | mortality rate | death rate | θνησιμότητα | ποσοστό θνησιμότητας | δείκτης θνησιμότητας | ποσοστό θανάτων |
mRNA vaccine | εμβόλιο mRNA |
Mu mutation | μετάλλαξη Μι |
Mu variant | Colombian variant | παραλλαγή Μι | κολομβιανή παραλλαγή |
multi-centre adaptive randomised clinical trial | πολυκεντρική προσαρμοστική τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή |
multi-centre trial | multi-centre study | multi-centre clinical trial | πολυκεντρική κλινική δοκιμή |
multi-dose vial | φιαλίδιο πολλών δόσεων | φιαλίδιο πολλαπλών δόσεων |
multi-systemic inflammatory syndrome | πολυσυστημικό φλεγμονώδες σύνδρομο |
multi-use mask | μάσκα πολλαπλής χρήσης |
muscle ache | μυαλγία | μυϊκός πόνος |
muscle pain | μυαλγία |
muscle relaxant | μυοχαλαρωτικό φάρμακο | μυοχαλαρωτικό |
mutation N501Y | mutation Nelly | μετάλλαξη N501Y | μετάλλαξη Nelly |
mutation | μετάλλαξη |
mutual recognition procedure | MRP | διαδικασία αμοιβαίας αναγνώρισης |
myeloid related protein | MRP | πρωτεΐνη MRP | πρωτεΐνη σχετιζόμενη με μυελοειδή κύτταρα |
myocarditis | μυοκαρδίτιδα |
myocardium | μυοκάρδιο |
N protein | nucleocapsid protein | πρωτεΐνη Ν | νουκλεοκαψιδική πρωτεΐνη |
NAAT test | nucleic acid amplification test | NAAT | δοκιμασία ενίσχυσης νουκλεϊκών οξέων | μέθοδος που βασίζεται στον πολλαπλασιασμό του γενετικού υλικού |
nasal cannula | Κάννουλα μύτης |
nasal congestion | ρινική συμφόρηση |
nasal swab | ρινικό επίχρισμα |
nasal wash | ρινικό έκπλυμα |
nasopharyngeal aspirate | υλικό ρινοφαρυγγικής αναρρόφησης | ρινοφαρυγγικό αναρρόφημα | δείγμα ρινοφαρυγγικής αναρρόφησης |
nasopharyngeal swab | NP swab | ρινοφαρυγγικό επίχρισμα |
national backend | εθνικό σύστημα λειτουργιών παρασκηνίου |
National Genomic Surveillance Network | Εθνικό Δίκτυο Γονιδιωματικής Επιτήρησης |
national immunization programme | εθνικό πρόγραμμα ανοσοποίησης |
national infection trajectory | εθνική τροχιά μόλυνσης |
National Public Health Organization | NPHO | EODY | Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας | ΕΟΔΥ |
national recovery and resilience plan | national recovery programme | recovery and resilience plan | RRP | εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας | σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας |
National Vaccination Committee | National Committee for Vaccination | Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμού |
national vaccination plan | εθνικό σχέδιο εμβολιασμού |
national vaccination programme | εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού |
national vaccine strategy | εθνική στρατηγική για τα εμβόλια |
natural antibodies | φυσικά αντισώματα |
natural disease | φυσική νόσος |
natural immunity | φυσική ανοσία |
natural infection | φυσική μόλυνση | φυσική λοίμωξη |
natural reservoir | pathological reservoir | reservoir | δεξαμενή | υπόδοχο | υποδόχο |
near-patient test | point-of-care diagnostic test | διαγνωστική εξέταση στον τόπο περίθαλψης |
necessary actions | απαραίτητες ενέργειες |
necessary confinement measures | αναγκαία μέτρα περιοριστικά της ελευθερίας |
necessary physical activity | απαραίτητη φυσική δραστηριότητα |
negative economic and social consequences | αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις |
negative molecular test | αρνητική μοριακή δοκιμή | αρνητικό μοριακό τεστ | αρνητική μοριακή δοκιμασία |
negative predictive value | NPV | αρνητική προγνωστική τιμή |
negative pressure capsule | κάψουλα αρνητικής πίεσης | θαλαμίσκος αρνητικής πίεσης |
negative sample | αρνητικό δείγμα |
negative test | αρνητική δοκιμή | αρνητική δοκιμασία | αρνητικό τεστ |
negative-pressure room | negative- pressure chamber | θάλαμος αρνητικής πίεσης |
neovascularization | νεοαγγείωση |
nephropathy | νεφροπάθεια |
neutralisation | εξουδετέρωση |
neutrophilic cell | neutrophil granulocyte | neutrophil | ουδετερόφιλο | ουδετερόφιλο κοκκιοκύτταρο |
new everyday routine | νέα καθημερινή ρουτίνα |
new normal | νέα κανονικότητα |
NFκB pathway | NF-κB pathway | μονοπάτι NFκB |
NF-κB transcription factor | μεταγραφικός παράγοντας ΝF-κΒ |
non-close contact | μη στενή επαφή |
noncommunicable disease | μη μεταδοτική νόσος |
non-compulsoriness of vaccination | μη υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού |
non-contact greeting | ανέπαφος χαιρετισμός |
non-contagious | μη μεταδοτικός |
non-enveloped single-stranded positive-sense RNA virus | μη ελυτροφόρος ιός μονόκλωνου RNA θετικής πολικότητας |
non-essential movement | μη απαραίτητη μετακίνηση | μη ουσιώδης μετακίνηση | άσκοπη μετακίνηση |
non-essential shop | μη απαραίτητο κατάστημα | μη ουσιώδες κατάστημα |
non-essential travel | μη αναγκαίο ταξίδι | μη ουσιώδης μετακίνηση | μη ουσιώδες ταξίδι | μη απαραίτητο ταξίδι |
non-invasive ventilation | μη επεμβατικός μηχανικός αερισμός |
non-legislative moratorium | private payment moratorium | private moratorium | αναστολή με ιδιωτική συμφωνία | ιδιωτική αναστολή πληρωμών | ιδιωτική αναστολή |
non-medical face mask | community mask | non-medical mask | community face covering | fabric mask | community face mask | μη ιατρική μάσκα | υφασμάτινη μάσκα | κάλυμμα προσώπου | μάσκα κοινότητας |
non-pharmaceutical intervention | mitigation measure | community mitigation | community mitigation measure | non-pharmaceutical public health measure | non-pharmaceutical countermeasure | non-pharmaceutical measure | NPI | μέτρο μετριασμού | μετριασμός στην ευρύτερη κοινότητα | μέτρο μετριασμού στην ευρύτερη κοινότητα |
non-propagative diagnostic laboratory work | μη πολλαπλασιαστικές διαγνωστικές εργαστηριακές εργασίες |
non-surgical mask | μη χειρουργική μάσκα |
non-visitor case | domestic case | μη εισαγόμενο κρούσμα | εγχώριο κρούσμα |
nosocomial infection | νοσοκομειακή λοίμωξη |
novel coronavirus SARS-CoV-2 infection | λοίμωξη από τον νέο κορονοϊό SARS-CoV-2 |
novel coronavirus SARS-CoV-2 | νέος κορονοϊός SARS-CoV-2 |
novel coronavirus | νέος κορονοϊός |
novel coronavirus | virus responsible for COVID-19 | COVID-19 virus | severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 | 2019 novel coronavirus | SARS-CoV-2 | 2019-nCoV | κοροναϊός σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου 2 | 2019-nCoV | ιός που προκαλεί τη νόσο Covid-19 | κοροναϊός σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου τύπου 2 | νέος κοροναϊός 2019-nCoV |
nucleic acid amplification technology | NAT technique | nucleic acid amplification technique | nucleic amplification technique | τεχνική ενίσχυσης νουκλεϊνικών οξέων | τεχνική ενίσχυσης νουκλεϊκών οξέων |
nucleic acid vaccine | genetic vaccine | εμβόλιο νουκλεϊκών οξέων |
number of cases and fatalities | αριθμός κρουσμάτων και θανάτων |
number of employees exposed to infection | αριθμός υπαλλήλων που εκτίθενται στη λοίμωξη |
number of hospitalized patients | αριθμός νοσηλευόμενων ασθενών | αριθμός νοσηλευθέντων ασθενών |
number of new cases | αριθμός νέων κρουσμάτων |
number of tests per entry point | αριθμός δοκιμών ανά σημείο εισόδου | αριθμός των τεστ ανά σημείο εισόδου |
nursing home | μονάδα φροντίδας |
obesity | παχυσαρκία |
objectives of the EU Vaccine Strategy | στόχοι της στρατηγικής της ΕΕ για τα εμβόλια |
observational study | μελέτη παρατήρησης | έρευνα παρατήρησης |
observe the protocol | τηρώ το πρωτόκολλο |
observed overall CFR | παρατηρούμενος ολικός CFR |
oestrogen | οιστρογόνο |
officially certified laboratory | επίσημα πιστοποιημένο εργαστήριο |
off-label medicine | φάρμακο εκτός εγκεκριμένων ενδείξεων | φάρμακο εκτός ενδείξεων | εκτός ενδείξεων φάρμακο |
off-label use | χρήση εκτός εγκεκριμένων ενδείξεων | εκτός ενδείξεων χρήση | μη προβλεπόμενη χρήση |
one-dose COVID vaccine | μονοδοσικό εμβόλιο κατά της COVID-19 |
one-off fiscal measure | one-off | one-off measure | έκτακτο δημοσιονομικό μέτρο | έκτακτο μέτρο |
ones doctor | treating physician | θεράπων ιατρός |
one's doctor | treating physician | θεράπων ιατρός |
ongoing community transmission | εξελισσόμενη μετάδοση στην κοινότητα |
ongoing of the disease | εξέλιξη της νόσου |
on-label use | προβλεπόμενη χρήση | χρήση εντός εγκεκριμένων ενδείξεων | εντός ενδείξεων χρήση | χρήση σύμφωνη προς τις εγκεκριμένες ενδείξεις |
open research data | ανοιχτά ερευνητικά δεδομένα |
operation for fostering crisis response capacities in the context of the COVID-19 outbreak | operation for fostering crisis response capacities | ενέργεια ενίσχυσης των ικανοτήτων αντιμετώπισης κρίσεων |
organ transplantation | organ transplant | μεταμόσχευση οργάνων |
organized educational procedure | οργανωμένη εκπαιδευτική διαδικασία |
oropharyngeal swab | OP swab | throat swab | στοματοφαρυγγικό επίχρισμα |
osteoporosis | οστεοπόρωση |
outbreak cluster | cluster of cases | cluster | disease cluster | συρροή περιστατικών | συρροή κρουσμάτων |
outbreak threshold | κατώφλι έξαρσης |
outbreak | έκρηξη | ξέσπασμα |
overexposure to news | υπερβολική έκθεση σε ειδήσεις |
Oxford/AstraZeneca COVID-19 vaccine | εμβόλιο COVID-19 των Oxford/AstraZeneca |
oximeter | οξύμετρο |
oxygen therapy | οξυγονοθεραπεία | θεραπεία οξυγόνου |
packed red cells | packed red blood cells | red blood cell concentrate | συμπύκνωση ανθρωπίνων ερυθροκυττάρων | κατακρημνισθέν κύτταρο | καθιζημένο ερυθροκύτταρο |
painting | ζωγραφική |
pandemic crisis support safeguard | Pandemic Crisis Support | Ενίσχυση για την Πανδημική Κρίση |
pandemic denier | αρνητής της πανδημίας |
pandemic emergency purchase programme | PEPP | έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας | πρόγραμμα PEPP |
pandemic epicentre | επίκεντρο πανδημίας |
pandemic outbreak | έκρηξη πανδημίας | ξέσπασμα πανδημίας |
pandemic preparedness | πανδημική ετοιμότητα | ετοιμότητα έναντι πανδημιών |
pandemic virus | πανδημικός ιός |
pandemic wave | πανδημικό κύμα |
pandemic | πανδημία |
pandemic | global outbreak | πανδημία |
Pan-European Guarantee Fund | EGF | Πανευρωπαϊκό Ταμείο Εγγυήσεων |
panic buying | panic purchases | αγορές πανικού |
panicdemic | πανικοδημία |
parent virus | γονικός ιός |
parental strain | γονικό στέλεχος |
parosmia | παροσμία |
partial lifting of measures | μερική άρση μέτρων |
participatory surveillance | συμμετοχική παρακολούθηση |
particulate respirator | filtering facepiece | FFP mask | filter mask | respirator | maintenance-free dust respirator | FFP | μάσκα με φίλτρο προστασίας | μάσκα υψηλής αναπνευστικής προστασίας |
Partnerships for African Vaccine Manufacturing | PAVM | εταιρικές σχέσεις για την παρασκευή εμβολίων στην Αφρική |
pass the threshold of 100 confirmed cases | υπερβαίνω το κατώφλιο των 100 επιβεβαιωμένων κρουσμάτων |
passenger assistant | βοηθός επιβατών |
Passenger Locator Form | locator card | public health passenger locator card | PLF | έντυπο εντοπισμού επιβατών |
passenger locator form | PLF | έντυπο εντοπισμού επιβάτη | PLF |
passenger transport station | επιβατικός σταθμός |
passive immunisation | παθητική ανοσοποίηση | οροπροστασία |
pathogen | παθογόνο |
patient deaths | θάνατοι ασθενών |
patient in critical condition | ασθενής σε κρίσιμη κατάσταση |
patient in hospital | νοσηλευόμενος ασθενής |
patient management | διαχείριση των ασθενών |
patient without need for hospital care | ασθενής χωρίς ανάγκη νοσηλείας |
patient zero | ασθενής μηδέν |
patients in chronic care units | ασθενείς φιλοξενούμενοι σε μονάδες χρονίως πασχόντων |
patients in elderly care units | ασθενείς φιλοξενούμενοι σε μονάδες ηλικιωμένων |
patients in hospitals | ασθενείς νοσηλευόμενοι |
patients taking anti-inflammatorυ drugs | ασθενείς με αντιφλεγμονώδη |
patients with autoimmune diseases | ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα |
patients with diabetes mellitus | ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη |
patients with heart conditions | ασθενείς με καρδιοπάθειες | καρδιοπαθείς |
patients with liver conditions | ασθενείς με ηπατοπάθειες |
patients with lung conditions | ασθενείς με πνευμονοπάθειες |
patronage voucher | πιστωτικό κουπόνι |
PCR machine time | χρόνος χρήσης μηχανήματος PCR |
PCR test | δοκιμή PCR | δοκιμή αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης |
penalty for non-compliance | ποινή για μη συμμόρφωση |
period of communicability | communicable period | περίοδος μεταδοτικότητας |
peritoneal dialysis | περιτοναϊκή κάθαρση |
peritoneum | περιτόναιο |
personal hygiene measures | μέτρα ατομικής υγιεινής |
personal non-pharmaceutical intervention | personal protective measure | everyday preventive action | personal NPI | μέτρο ατομικής προστασίας |
personal protection equipment | PPE | μέσα ατομικής προστασίας | εξοπλισμός ατομικής προστασίας |
personal protective equipment | εξοπλισμός ατομικής προστασίας |
personal protective material | εξοπλισμός ατομικής προστασίας |
personal responsibility | individual responsibility | ατομική ευθύνη |
persons on immunosuppression | άτομα σε ανοσοκαταστολή |
persons over 60 years of age | άτομα άνω των 60 ετών |
persons taking immunosuppressive drugs | άτομα που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα |
persons under treatment | άτομα που υποβάλλονται σε θεραπεία |
persons whose state of health makes them particularly at risk | άτομα ιδιαιτέρως ευάλωτα λόγω της κατάστασης της υγείας τους |
persons with HIV infection | άτομα με λοίμωξη HIV |
persons with renal insufficiency | persons with renal failure | άτομα με νεφρική ανεπάρκεια |
persons οn a transplant waiting list | άτομα σε λίστα αναμονής για μεταμόσχευση |
person-to-person transmission | μετάδοση από άτομο σε άτομο |
pervasiveness of Covid-19 | διεισδυτικότητα της COVID-19 |
pharmaceutical company | φαρμακευτική εταιρεία |
pharmaceutical preparation | φαρμακευτικό σκεύασμα |
pharmaceutical research | φαρμακευτική έρευνα |
pharmaceutical substance | φαρμακευτική ουσία |
pharmacokinetics | φαρμακοκινητική |
pharmacovigilance | PV | PhV | φαρμακοεπαγρύπνηση |
phase I clinical trial | κλινική δοκιμή φάσης I |
phase I of human clinical trials | φάση Ι κλινικών δοκιμών σε ανθρώπους |
phase II clinical trial | κλινική δοκιμή φάσης II |
phase II human clinical trials | φάση ΙΙ κλινικών δοκιμών σε ανθρώπους |
phase III clinical trial | κλινική δοκιμή φάσης III |
phase III human clinical trials | φάση ΙΙΙ κλινικών δοκιμών σε ανθρώπους |
phylogenetic analysis | φυλογενετική ανάλυση |
physical distance | φυσική απόσταση |
physical distancing | φυσική αποστασιοποίηση | σωματική αποστασιοποίηση | τήρηση φυσικής απόστασης |
placebo effect | φαινόμενο του εικονικού φαρμάκου | φαινόμενο πλακέμπο | φαινόμενο πλασίμπο |
placebo | εικονικό φάρμακο | πλακέμπο | πλασίμπο |
placing hard limits on the size of crowds at events | θέση αυστηρών ορίων στο πλήθος ατόμων σε εκδηλώσεις |
plasma administration | χορήγηση πλάσματος |
plasma derivative | plasma-derived medicinal product | plasma product | φαρμακευτικό προϊόν που προέρχεται από πλάσμα | παράγωγο πλάσματος |
plasma donor | δωρητής πλάσματος | δότης πλάσματος |
plasmaphaeresis | πλασμαφαίρεση |
pledging conference | donors' conference | pledging event | διάσκεψη δωρητών | διάσκεψη των χορηγών |
plexiglass | poly(methyl methacrylate) | polymethyl methacrylate | PMMA | πλέξιγκλας | πολυ(μεθακρυλικό μεθύλιο) | πολυμεθακρυλικό μεθύλιο |
PLF exchange platform | Passenger Locator Form exchange platform | πλατφόρμα ανταλλαγής PLF | πλατφόρμα ανταλλαγής του εντύπου εντοπισμού επιβατών | πλατφόρμα ανταλλαγής εντύπων εντοπισμού επιβατών |
pneumonia | πνευμονία |
polymerase chain reaction | PCR | αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης |
population mobility | κινητικότητα του πληθυσμού |
population study | πληθυσμιακή μελέτη |
population-based screening programme | mass testing | population screening | population testing | population-wide testing | population-based screening | mass screening | πληθυσμιακός έλεγχος | ιατρική εξέταση πληθυσμού | προσυμπτωματικός πληθυσμιακός έλεγχος | διαλογή πληθυσμού |
population-based seroepidemiological study | πληθυσμιακή οροεπιδημιολογική μελέτη |
portable diagnostic equipment | φορητός διαγνωστικός εξοπλισμός |
portable X-ray equipment | φορητός ακτινολογικός εξοπλισμός |
portfolio of potential vaccines | χαρτοφυλάκιο πιθανών εμβολίων |
positive control reagent | positive control material | positive control substance | control material | positive control chemical | positive control | θετικός μάρτυρας | χημική ουσία που λειτουργεί ως θετικός μάρτυρας | χημική ουσία-θετικός μάρτυρας |
positive predictive value | PPV | θετική προγνωστική τιμή |
positive sample | θετικό δείγμα |
positive test | θετική δοκιμή | θετική δοκιμασία | θετικό τεστ |
positive-sense single-stranded RNA virus | positive-strand RNA virus | (+)ssRNA | RNA ιός θετικής πολικότητας | ιός μονόκλωνου RNA θετικής πολικότητας |
possibility of infection | πιθανότητα μόλυνσης |
post-exposure prophylaxis | PEP | προφύλαξη μετά την έκθεση |
potential route of transmission | δυνητική οδός μετάδοσης |
potential vaccine | δυνητικό εμβόλιο |
pre-boarding Passenger Locator Form | pre-boarding PLF | pre-boarding information form | προ-επιβίβασης έντυπο εντοπισμού επιβάτη | προ- επιβίβασης PLF |
precarious healthcare system | επισφαλές σύστημα υγειονομικής περίθαλψης |
pre-clinical research | προκλινική έρευνα |
preclinical test | pre-clinical test | pre-clinical testing | preclinical study | preclinical trial | pre-clinical trial | pre-clinical study | non-clinical study | προκλινική μελέτη |
preclinical vaccine trial | προκλινική δοκιμή του εμβολίου |
preliminary clinical study | προκαταρκτική κλινική μελέτη |
preliminary scientific evidence | προκαταρκτικά επιστημονικά τεκμήρια | προκαταρκτικές επιστημονικές ενδείξεις |
preservative | συντηρητικό |
pressure on the healthcare system | πίεση στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης |
pre-symptomatic transmission | προσυμπτωματική μετάδοση |
presymptomatic | προσυμπτωματικός |
prevalence of asymptomatic COVID-19 cases | επιπολασμός ασυμπτωματικών κρουσμάτων COVID-19 |
prevalence | επιπολασμός |
prevent | προλαμβάνω | αποτρέπω |
preventable disease | αποτρέψιμη νόσος |
prevention of severe illness | prevention of severe disease | πρόληψη σοβαρής νόσου |
prevention of the new coronavirus transmission and spread | πρόληψη της μετάδοσης και εξάπλωσης του νέου κορονοϊού |
prevention | πρόληψη | αποτροπή |
primary caregivers | πρωταρχικά πρόσωπα φροντίδας |
primary case | πρωτογενές κρούσμα | πρωτογενές περιστατικό |
primary immunodeficiency | PI | πρωτοπαθής ανοσοανεπάρκεια |
primary infection | initial infection | πρωτογενής λοίμωξη | πρωτοπαθής λοίμωξη |
primary way of transmission | κύριος τρόπος μετάδοσης |
prime vaccine | prime dose | πρωταρχικό εμβόλιο | πρώτη δόση |
priority groups | ομάδες προτεραιότητας |
private clinic | ιδιωτική κλινική | ιδιωτικό θεραπευτήριο |
private practice | ιατρείο |
probable case | πιθανό κρούσμα | πιθανό περιστατικό |
procedure mask | surgical mask | face mask | medical face mask | medical mask | protective mask | χειρουργική μάσκα | μάσκα προσώπου | προστατευτική μάσκα |
process and governance on vaccination in the EU | διαδικασία και διακυβέρνηση σχετικά με τον εμβολιασμό στην ΕΕ |
procession | πομπή | παρέλαση |
produce in liquid form | παράγω σε υγρή μορφή |
produce in solid form | παράγω σε στερεή μορφή |
production capacity | παραγωγική ικανότητα |
Programme for the Union's action in the field of health | EU4Health Programme | πρόγραμμα «Η ΕΕ για την υγεία» | πρόγραμμα EU4Health | πρόγραμμα σχετικά με τη δράση της Ένωσης στον τομέα της υγείας |
propagative work | πολλαπλασιαστικές εργασίες |
proper stimuli | κατάλληλα ερεθίσματα |
protease inhibitor | αναστολείς πρωτεάσης | αναστολέας της πρωτεάσης |
protection from severe illness | protection from severe disease | προστασία από σοβαρή νόσου |
protective equipment | personal protective equipment | personal protective device | individual protective equipment | personal safety equipment | personal protection equipment | PPE | εξοπλισμός ατομικής προστασίας | μέσο ατομικής προστασίας |
protective eyewear | eyewear | eyewear protection | προστατευτικά γυαλιά |
protein domain | πρωτεϊνική περιοχή |
protein subunit vaccine | εμβόλιο πρωτεϊνικής υπομονάδας |
protein-based vaccine | πρωτεϊνικό εμβόλιο | εμβόλιο που βασίζεται σε ιικές πρωτεΐνες |
proximity detection | ανίχνευση εγγύτητας |
psoriasis | ψωρίαση |
public health crisis | κρίση στον τομέα της δημόσιας υγείας |
public health emergency of international concern | PHEIC | έκτακτη κατάσταση διεθνούς ενδιαφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας | κατάσταση διεθνούς έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία | κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία σε διεθνές επίπεδο | κατάσταση έκτακτης ανάγκης διεθνούς ενδιαφέροντος για τη δημόσια υγεία |
public health policy approval | έγκριση πολιτικής δημόσιας υγείας |
public health policy | πολιτική δημόσιας υγείας |
public health security | health security | υγειονομική ασφάλεια |
public health | δημόσια υγεία |
public immunisation | δημόσια ανοσοποίηση |
publics implementation of measures | εφαρμογή των μέτρων από το κοινό |
public's implementation of measures | εφαρμογή των μέτρων από το κοινό |
pulmonary alveolus | πνευμονική κυψελίδα |
pulmonology | pneumology | respiratory medicine | πνευμονολογία | ιατρική των αναπνευστικών οδών |
pulse oximeter | παλμικό οξύμετρο |
quarantine | θέτω σε καραντίνα | καραντίνα | βάζω σε καραντίνα | καραντίνα |
quarantining | θέση σε καραντίνα |
radiotherapy | ακτινοθεραπεία |
randomised trial | randomised clinical trial | τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή | τυχαιοποιημένη δοκιμή |
randomized clinical study | τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη |
rapid antibody test | ταχυδοκιμή αντισωμάτων | ταχυδοκιμασία αντισωμάτων | ταχυτέστ αντισωμάτων |
rapid antigen self-test | ταχεία αυτοδιαγνωστική δοκιμασία αντιγόνων |
rapid immunoassay | IA.rapid | ταχεία ανοσολογική δοκιμασία |
rapid test | rapid diagnostic test | RDT | δοκιμασία ταχείας διάγνωσης |
RAT | rapid antigen assay | rapid antigen device | rapid antigen test | rapid antigen detection test | RADT | ταχεία δοκιμασία αντιγόνων |
rate of spread in the community | ρυθμός εξάπλωσης στην κοινότητα |
raw material | raw material for pharmaceutical use | πρώτη ύλη |
raw meat | ωμό κρέας |
reactogenicity | αντιδραστικότητα |
reagent | αντιδραστήριο |
receipt of laboratory sample | λήψη εργαστηριακού δείγματος |
receipt of sample | λήψη δείγματος |
receive a vaccine | get a vaccine | εμβολιάζομαι | λαμβάνω εμβόλιο | κάνω εμβόλιο |
recently contaminated surfaces | πρόσφατα μολυσμένες επιφάνειες |
receptor | υποδοχέας |
receptor-binding domain | RBD | τομέας δέσμευσης υποδοχέα | περιοχή σύνδεσης με τον υποδοχέα | RBD | περιοχή πρόσδεσης σε υποδοχείς |
recombinant live vector vaccine | ζωντανό εμβόλιο ανασυνδιασμένου φορέα λοιμογόνου παράγοντα |
recombinant vaccine | ανασυνδυασμένο εμβόλιο | εμβόλιο από ανασυνδυασμό |
recover without need for treatment | αναρρώνω χωρίς ανάγκη θεραπείας |
Recovery and Resilience Facility | RRF | μηχανισμός ανάκαμψης και ανθεκτικότητας |
Recovery and Resilience Task Force | RECOVER | ειδική ομάδα για την ανάκαμψη και την ανθεκτικότητα |
Recovery Assistance for Cohesion and the Territories of Europe | REACT-EU | Συνδρομή στην Ανάκαμψη για τη Συνοχή και τις Περιοχές της Ευρώπης | REACT-EU |
Recovery Fund | European Recovery Fund | Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης |
recovery | ανάκαμψη |
redness at the injection site | ερυθρότητα στο σημείο της ένεσης |
reference Member State | RMS | κράτος μέλος αναφοράς |
referral hospital | νοσοκομείο αναφοράς |
refuse to comply with the measures | αρνούμαι να συμμορφωθώ με τα μέτρα |
regional natural disaster | περιφερειακή φυσική καταστροφή |
regional unit of the country | περιφερειακή ενότητα της χώρας |
registered deaths of COVID-19 per million people | καταγεγραμμένοι θάνατοι από COVID-19 ανά εκατομμύριο ανθρώπων |
regulatory approval | ρυθμιστική έγκριση |
re-infection | επαναλοίμωξη | αναλοίμωξη | αναμόλυνση |
reinfection | επαναμόλυνση | επαναλοίμωξη |
relax the rules | χαλαρώνω τους κανόνες |
relaxation of measures | χαλάρωση των μέτρων |
relieve symptoms | ανακουφίζω τα συμπτώματα |
religious procession | λιτανεία |
remdesivir | ρεμδεσιβίρη | ρεμντεσιβίρη |
remote educational activities | εκπαιδευτικές δραστηριότητες εξ αποστάσεως |
renal insufficiency | renal failure | νεφρική ανεπάρκεια |
repeat use procedure | διαδικασία έπειτα από επαναλαµβανόµενη χρήση | διαδικασία επανάληψης |
repeatability | επαναληπτότητα | επαναληψιμότητα |
reported case | αναφερθέν κρούσμα | κρούσμα που έχει αναφερθεί |
reproducibility | αναπαραγωγικότητα | αναπαραγωγιμότητα |
rescEU stockpile | rescEU capacity | απόθεμα rescEU |
resistant strain | ανθεκτικό στέλεχος |
respect the rules | τηρώ τους κανόνες |
respecting the lockdown rules | τήρηση των κανόνων γενικού κλεισίματος |
respiration rate | breathing rate | συχνότητα της αναπνοής | αναπνευστική συχνότητα |
respiration | αναπνοή |
respirator | αναπνευστήρας |
respiratory aerosol | aerosol | σταγονίδιο | αερόλυμα |
respiratory compromise | καταστολή του αναπνευστικού |
respiratory disease | respiratory illness | αναπνευστικό νόσημα | νόσημα του αναπνευστικού συστήματος |
respiratory droplet | αναπνευστικό σταγονίδιο |
respiratory droplets | σταγονίδια της εκπνοής |
respiratory failure | αναπνευστική ανεπάρκεια |
respiratory function | αναπνευστική λειτουργία |
respiratory hygiene | αναπνευστική υγιεινή |
respiratory infection | αναπνευστική λοίμωξη | λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος |
respiratory secretions | αναπνευστικές εκκρίσεις |
respiratory support | αναπνευστική υποστήριξη |
respiratory tract infection | λοίμωξη της αναπνευστικής οδού | λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος |
respiratory tract | respiratory system | αναπνευστικό σύστημα | αναπνευστική οδός |
respiratory virus | αναπνευστικός ιός |
respond to the outbreak | αποκρίνομαι στην έκρηξη | αποκρίνομαι στο ξέσπασμα |
response to the outbreak | απόκριση στην έκρηξη | απόκριση στο ξέσπασμα |
restaurant | εστιατόριο |
resting | ξεκούραση |
restriction of movement | περιορισμός των μετακινήσεων |
restriction of virus spread | περιορισμός της εξάπλωσης του ιού |
resurgence | επανεμφάνιση |
resuscitation medicine | resuscitation drug | φάρμακo ανάνηψης |
retesting | επαναδοκιμή | επαναδοκιμασία | επανέλεγχος |
return to normalcy | επιστροφή στην κανονικότητα |
return to partial normalcy | επιστροφή σε μερική κανονικότητα |
reusable respirator mask | reusable particulate respirator | reusable respirator | επαναχρησιμοποιούμενη μάσκα υψηλής αναπνευστικής προστασίας | επαναχρησιμοποιούμενη μάσκα σωματιδίων |
ribavirin | ριμπαβιρίνη |
ribonucleic acid | RNA | ριβονουκλεϊκό οξύ | RNA |
right dosage | ορθή δοσολογία |
risk factor | παράγοντας διακινδύνευσης | παράγοντας κινδύνου |
risk of infection | διακινδύνευση μόλυνσης | κίνδυνος μόλυνσης |
risk of transmission of coronavirus | διακινδύνευση μετάδοσης κορονοϊού | κίνδυνος μετάδοσης κορονοϊού |
ritonavir | ριτοναβίρη |
RNA extraction machine time | χρόνος χρήσης μηχανήματος εξαγωγής RNA |
RNA virus | ιός RNA | RNA ιός |
roadmap for recovery | joint roadmap for recovery | χάρτης πορείας για την ανάκαμψη |
roll out | σταδιακή χορήγηση |
routine immunisation | ανοσοποίηση ρουτίνας |
running average | rolling average | rolling mean | moving mean | moving average | MM | κινητός μέσος |
running water | τρεχούμενο νερό |
runny nose | καταρροή |
Russian COVID-19 vaccine | ρωσικό εμβόλιο κατά της COVID-19 | ρωσικό εμβόλιο COVID-19 |
S100 protein | πρωτεΐνη S100 |
safe and protected environment | ασφαλές και προστατευμένο περιβάλλον |
safe vaccine | ασφαλές εμβόλιο |
safety standard | πρότυπο ασφάλειας |
saliva swab sample | saliva swab | επίχρισμα σιέλου | επίχρισμα σάλιου |
saliva | σάλιο |
sample | δείγμα |
sampling frequency | sampling rate | συχνότητα δειγματοληψίας | ρυθμός δειγματοληψίας |
sampling | δειγματοληψία |
Sanofi-GSK COVID-19 vaccine | εμβόλιο COVID-19 των Sanofi-GSK |
saponin | σαπωνίνες |
SARS-CoV-2 specific proteins | ειδικές πρωτεΐνες του ιού SARS-CoV-2 |
SARS-CoV-2 vaccination | severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 vaccination | severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 vaccination | COVID-19 vaccination | εμβολιασμός κατά του SARS-CoV-2 | εμβολιασμός κατά του κορονοϊού 2 σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου | εμβολιασμός κατά του κορονοϊού 2 σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου | εμβολιασμός κατά της COVID-19 |
SARS-CoV-2 variant of concern | variant of concern | VOC | ανησυχητική παραλλαγή |
SARS-CoV-2 variant of interest | variant of interest | VOI | παραλλαγή ειδικού ενδιαφέροντος | παραλλαγή ειδικού ενδιαφέροντος του SARS-CoV-2 |
SARS-CoV-2 variant | παραλλαγή του SARS-CoV-2 |
SARS-CoV-2 variants dashboard | πίνακας παραλλαγών του ιού SARS-CoV-2 |
SARS-CoV-2 | severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 | severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 | SARS-CoV-2 | κορονοϊός 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο | κορονοϊός 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο |
SARS-CoV-2 | κορονοϊός 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο | SARS-CoV-2 | severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 |
satisfactory antibody response | ικανοποιητική αντισωματική απόκριση | αδόκ. ικανοποιητική αντισωματική ανταπόκριση |
school programme | σχολικό πρόγραμμα |
school units | σχολικές μονάδες |
screening mechanism | FDI screening mechanism | foreign direct investment screening mechanism | μηχανισμός ελέγχου των ΑΞΕ | μηχανισμός ελέγχου των άμεσων ξένων επενδύσεων | μηχανισμός ελέγχου |
SDV | source data verification | επαλήθευση των πρωτογενών δεδομένων |
seasonal flu peak | φάση έξαρσης της εποχικής γρίπης |
seasonal flu | seasonal influenza | εποχική γρίπη |
seasonal influenza | εποχική γρίπη |
seasonal worker | worker in seasonal employment | εποχικός εργαζόμενος | εποχιακός εργαζόμενος |
seasonality | εποχικότητα |
secondary attack rate | δείκτης δευτερογενούς προσβολής | πηλίκο δευτερογενούς προσβολής |
secondary case | δευτερογενές κρούσμα |
secondary infection | δευτεροπαθής λοίμωξη | δευτερογενής λοίμωξη |
section of the aircraft | τμήμα του αεροσκάφους |
selective testing | επιλεκτική δοκιμασία | επιλεκτικές δοκιμές | επιλεκτικά τεστ |
self-isolation at home | αυτοαπομόνωση στο σπίτι |
self-isolation | αυτοαπομόνωση |
self-isolation | isolation at home | home isolation | αυτοαπομόνωση |
self-quarantine | voluntary quarantine | αυτο-καραντίνα | αυτοκαραντίνα | αυτόβουλη καραντίνα | εθελούσια καραντίνα | εθελοντική καραντίνα | οικειοθελής καραντίνα |
self-swabbing kit | κιτ ιδίας λήψης επιχρίσματος | κιτ αυτολήψης επιχρίσματος |
self-swabbing test | τεστ αυτολήψης επιχρίσματος | τεστ ιδίας λήψης επιχρίσματος |
self-test kit | device for self-testing | τεχνολογικό προϊόν για αυτοδιάγνωση | ιατροτεχνολογικό προϊόν για αυτοδιάγνωση | αυτοδιαγνωστικό ιατροτεχνολογικό προϊόν |
self-test | αυτοδιαγνωστική δοκιμασία | δοκιμασία αυτοδιάγνωσης | τεστ αυτοδιάγνωσης | αυτοδιαγνωστικό τεστ | εξέταση αυτοδιάγνωσης | αυτοδοκιμή | αυτοτέστ | αυτοδιαγνωστική δοκιμή |
sensation of suffocation | αίσθημα πνιγμονής |
sensitivity | ευαισθησία |
sentinel physician | ιατρός παρατηρητής νοσηρότητας ΠΦΥ | ιατρός παρατηρητής νοσηρότητας στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας | ιατρός παρατηρητής νοσηρότητας | γιατρός παρατηρητής νοσηρότητας στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας |
separate waiting and examination area | ξεχωριστός χώρος αναμονής και εξέτασης |
sepsis | σήψη |
septic shock | σηπτική καταπληξία | σηπτικό σοκ |
serious cross-border health threat | serious cross-border threat to health | SCBTH | σοβαρές διασυνοριακές απειλές κατά της υγείας |
serious side effect | σοβαρή παρενέργεια |
seroconversion | ορομετατροπή |
seroepidemiological study | οροεπιδημιολογική μελέτη |
serological survey | serological study | population-based seroepidemiological investigation | sero-epidemiological population survey | sero-epidemiological study | οροεπιδημιολογική έρευνα στον πληθυσμό | πληθυσμιακή οροεπιδημιολογική μελέτη |
serological test | ορολογική δοκιμασία |
serology test | οροδιαγνωστική δοκιμή | οροδιαγνωστικό τεστ | οροδιαγνωστική δοκιμασία |
serology | ορολογία |
severe acute respiratory illness | SARI | σοβαρή οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού |
severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 vaccination | εμβολιασμός κατά του SARS-CoV-2 | εμβολιασμός κατά του κορονοϊού 2 σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου | εμβολιασμός κατά της COVID-19 |
severe acute respiratory syndrome | SARS | σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο |
severe acute respiratory syndrome-related coronavirus | SARS-associated coronavirus | κοροναϊός του σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου |
severe allergy | σοβαρή αλλεργία |
severe chronic underlying condition | σοβαρή χρόνια υποκείμενη νόσος |
severe COVID-19 | COVID-19 βαριάς μορφής | βαριά COVID-19 |
severe disease | severe illness | βαριά νόσηση |
severe illness | σοβαρή νόσος | σοβαρή ασθένεια |
severe immunosuppression | σοβαρή ανοσοκαταστολή |
severe social distancing measures | αυστηρά μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης |
severe symptom | σοβαρό σύμπτωμα |
severity of clinical condition | βαρύτητα της κλινικής εικόνας | σοβαρότητα της κλινικής εικόνας |
severity of symptoms | σοβαρότητα συμπτωμάτων |
shop | εμπορικό κατάστημα |
shopping centre | εμπορικό κέντρο |
short time working scheme | short-time working arrangement | short-term work scheme | short-time work scheme | STWA | σύστημα μειωμένου ωραρίου εργασίας |
short-time work | partial unemployment | partial redundancy | short-time working | μερική ανεργία |
show symptoms | εμφανίζω συμπτώματα |
SICR | significant increase in credit risk | σημαντική αύξηση πιστωτικού κινδύνου |
side effect | παρενέργεια |
sigmoid distribution | σιγμοειδής κατανομή |
silent hypoxia | σιωπηλή υποξία |
silent hypoxia | happy hypoxia | σιωπηλή υποξία |
silent spreader | κρυφός φορέας |
silk fabric | μεταξωτό ύφασμα |
simplified procedure | zero day procedure | διαδικασία μηδέν ημερών | απλοποιημένη διαδικασία |
Single Point of Contact network | SPOC network | δίκτυο ενιαίων σημείων επαφής |
slow the rate of infection | επιβραδύνω τον ρυθμό μόλυνσης |
small animals | μικρά ζώα |
sneeze inside ones elbow | φταρνίζομαι στον αγκώνα μου |
sneeze inside one's elbow | φταρνίζομαι στον αγκώνα μου |
sneeze | sneezing | φτάρνισμα |
soap | σαπούνι |
social bubble | κοινωνικό κουκούλι | κοινωνική φούσκα |
social cost of COVID-19 | κοινωνικό κόστος της COVID-19 |
social distancing measures | μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης |
social distancing | κοινωνική αποστασιοποίηση |
social media | μέσα κοινωνικής δικτύωσης |
sodium hypochlorite solution | διάλυμα υποχλωριώδους νατρίου |
solid organ cancer | καρκίνος συμπαγών οργάνων |
solid organ transplant persons | άτομα με μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων |
solid organ transplantation | solid organ transplant | μεταμόσχευση συμπαγούς οργάνου |
Solvency Instrument | Solvency Support Instrument | SSI | Μέσο Στήριξης της Φερεγγυότητας |
solvency support window | σκέλος στήριξης της φερεγγυότητας |
sore throat | κυνάγχη | πονόλαιμος |
source of transmission | πηγή μετάδοσης |
South African variant | νοτιοαφρικανική παραλλαγή |
special immunotropic therapy | ειδική ανοσοτροποποιητική θεραπεία |
specificity | selectivity | εκλεκτικότητα | επιλεκτικότητα | ειδικότητα |
speeding up the green and digital transitions | επιτάχυνση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης |
spike gene | γονίδιο της ακίδας |
spike in domestic infections | αιχμή εγχώριων λοιμώξεων | έξαρση εγχώριων λοιμώξεων |
spike in infections | αιχμή λοιμώξεων | έξαρση λοιμώξεων |
spike protein | S protein | πρωτεΐνη-ακίδα | πρωτεΐνη ακίδας | πρωτεΐνη S |
spouse | σύζυγος |
spread control and prevention measures | μέτρα ελέγχου και πρόληψης της εξάπλωσης |
spread in the community | community spread | εξάπλωση στην κοινότητα |
spread of pathogens | εξάπλωση παθογόνων μικροοργανισμών |
spread of the disease | εξάπλωση της νόσου |
spread | εξάπλωση |
S-protein | viral spike protein | spike glycoprotein | spike protein | πρωτεΐνη ακίδα | ιική πρωτεΐνη ακίδας | πρωτεΐνη S | γλυκοπρωτεΐνη S |
Sputnik V vaccine | εμβόλιο Σπούτνικ V |
sputum | πτύελα | πτύελο |
stabiliser | σταθεροποιητής |
standard precautions | βασικές προφυλάξεις |
standard surgical mask | απλή χειρουργική μάσκα |
standard waking up time | σταθερή ώρα πρωινής έγερσης |
State of Preparedness Report | έκθεση σχετικά με την κατάσταση ετοιμότητας |
Statement on Data Sharing in Public Health Emergency | Statement on data sharing in public health emergencies | Δήλωση για την κοινοχρησία δεδομένων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
statutory payment moratorium | public payment moratorium | public moratorium | legislative moratorium | statutory moratorium | δημόσια αναστολή | αναστολή βάσει νόμου | δημόσια αναστολή πληρωμών |
staying at home | παραμονή στο σπίτι |
steering board | διοικητικό συμβούλιο |
sterilising immunity | αποστειρωτική ανοσία |
sterilising immunity | sterilizing immunity | αποστειρωτική ανοσία |
sterilization of medical equipment | αποστείρωση του ιατρικού εξοπλισμού |
stethoscope | στηθοσκόπιο |
strain | στέλεχος |
strategic asset | critical asset | πόρος που έχει κρίσιμη σημασία | στρατηγικός πόρος |
Strategic Investment Facility | Μηχανισμός Στρατηγικών Επενδύσεων |
Strategic Preparedness and Response Plan | SPRP | Στρατηγικό Σχέδιο Ετοιμότητας και Αντιμετώπισης |
strategic stockpiling | στρατηγική αποθεματοποίηση |
stress | άγχος |
stressful period | στρεσογόνος περίοδος |
Subcommittee on post-COVID recovery and reconstruction | υποεπιτροπή «Ανάκαμψη και ανασυγκρότηση μετά την πανδημία COVID-19» |
subunit vaccine | εμβόλιο υπομονάδας |
suffocation | πνιγμονή |
Summit supercomputer | υπερυπολογιστής Summit |
sunset clause | ρήτρα παύσης ισχύος άδειας κυκλοφορίας |
super spreader | υπερμεταδότης |
super-market | σουπερμάρκετ |
super-spreader event | superspreader event | superspreading event | συμβάν υπερμετάδοσης |
superspreader | υπερμεταδότης |
Support to mitigate unemployment risks in an emergency | European instrument for temporary support to mitigate unemployment risks in an emergency | SURE instrument | SURE | μέσο SURE | στήριξη για τον μετριασμό των κινδύνων ανεργίας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης | ευρωπαϊκό μέσο προσωρινής στήριξης για τον μετριασμό των κινδύνων ανεργίας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης | SURE |
supportive care | υποστηρικτική φροντίδα |
suppress the immune system | καταστέλλω το ανοσοποιητικό σύστημα |
suppression | αναχαίτιση |
SURE instrument | εργαλείο SURE |
surface cleanser | υγρό καθαρισμού επιφανειών |
surge production | παρασκευή ταχείας κινητοποίησης |
surgical mask | χειρουργική μάσκα |
surveillance data | δεδομένα επιτήρησης |
suspect case | ύποπτο κρούσμα |
suspected case criteria | κριτήρια ύποπτου κρούσματος |
suspected case of infection | ύποπτο κρούσμα λοίμωξης |
suspected COVID-19 | suspected disease caused by severe acute respiratory coronavirus 2 | suspected disease caused by SARS- CoV-2 | ύποπτη COVID-19 | ύποπτη ασθένεια προκαλούμενη από κορονοϊό 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο | ύποπτη νόσος προκαλούμενη από κορονοϊό 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο | ύποπτη ασθένεια προκαλούμενη από SARS-CoV-2 | ύποπτη νόσος προκαλούμενη από SARS-CoV-2 |
suspected COVID-19 | suspected disease caused by severe acute respiratory coronavirus 2 | suspected disease caused by severe acute respiratory coronavirus 2 | suspected disease caused by SARS- CoV-2 | ύποπτη COVID-19 | ύποπτη ασθένεια/νόσος προκαλούμενη από κορονοϊό 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο | ύποπτη ασθένεια/νόσος προκαλούμενη από κορονοϊό 2 που προξενεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο | ύποπτη ασθένεια/νόσος προκαλούμενη από SARS-CoV-2 |
suspected infection | ύποπτη λοίμωξη |
sustained human-to-human transmission | sustained transmission | συνεχής μετάδοση |
swab | επίχρισμα |
symptom compatible with COVID-19 infection | σύμπτωμα συμβατό με λοίμωξη COVID-19 |
symptom screening | έλεγχος συμπτωμάτων |
symptom | σύμπτωμα |
symptomatic case | συμπτωματικό κρούσμα |
symptomatic patient | συμπτωματικός ασθενής |
symptomatic phase of the disease | συμπτωματική φάση της νόσου |
symptomatic transmission | συμπτωματική μετάδοση |
symptomatic treatment | συμπτωματική αγωγή | συμπτωματική θεραπεία |
symptomatic | συμπτωματικός |
symptomatology | συμπτωματολογία |
symptoms of respiratory infection | συμπτωματολογία λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος |
syndromic surveillance | syndrome-based surveillance | συνδρομική επιτήρηση |
take away | πάρε-φύγε | παραλαβή χωρίς παραμονή |
talking | ομιλία |
Team Europe | Ομάδα Ευρώπη |
technical approach | τεχνική προσέγγιση |
temperature measurement screening | διαλογή με θερμομέτρηση |
temperature measurement | θερμομέτρηση |
Temporary Framework for State aid measures to support the economy in the current COVID-19 outbreak | State aid Temporary Framework | Temporary Framework for State aid measures | προσωρινό πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις | προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης | προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης για τη στήριξη της οικονομίας στην τρέχουσα πανδημία COVID-19 |
temporary side effect | προσωρινή παρενέργεια |
temporary Support to mitigate Unemployment Risks in an Emergency | SURE | Προσωρινή στήριξη για τον μετριασμό των κινδύνων ανεργίας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης | SURE |
test and isolate contacts | ελέγχω και απομονώνω τις επαφές |
test certificate | πιστοποιητικό διαγνωστικού ελέγχου |
test in animals | δοκιμάζω σε ζώα |
test positive | βρίσκομαι θετικός στη δοκιμή | βρίσκομαι θετικός στο τεστ |
test | δοκιμή | δοκιμασία | τεστ |
testing kit | test kit | σύνολo έτοιμων αντιδραστηρίων (κιτ) |
testing material | COVID-19 testing material | testing supplies | υλικά για εργαστηριακούς ελέγχους | υλικά για τεστ κορωνοϊού |
the free rider problem | το πρόβλημα του λαθρεπιβάτη |
the lab test comes out negative | το εργαστηριακό τεστ είναι αρνητικό | το εργαστηριακό τεστ βγαίνει αρνητικό |
the lab test comes out positive | το εργαστηριακό τεστ είναι θετικό | το εργαστηριακό τεστ βγαίνει θετικό |
therapeutic action | θεραπευτική δράση |
therapeutic approach | θεραπευτική προσέγγιση |
therapeutic option | θεραπευτική επιλογή |
therapeutic protocol | θεραπευτικό πρωτόκολλο |
therapeutic quiver | θεραπευτική φαρέτρα |
therapeutic treatment | θεραπευτική αγωγή |
therapeutic trial | δοκιμή φαρμακοθεραπευτικού μέσου |
thermal cycler | thermocycler | θερμοκυκλοποιητής |
thermal scanning | infrared thermal screening | θερμικός σαρωτής |
thermometer | θερμόμετρο |
thorough washing hands with water and soap or alcohol solution | καλό πλύσιμο των χεριών με νερό και σαπούνι ή αλκοολούχο διάλυμα |
threat to public health | public health threat | απειλή για τη δημόσια υγεία |
three-dimensional structure of proteins | τριδιάστατη δομή των πρωτεϊνών |
thromboembolic episode | θρομβοεμβολικό επεισόδιο |
thromboembolic event | θρομβοεμβολικό επεισόδιο | θρομβοεμβολικό συμβάν |
thrombopenia | θρομβοπενία |
thrombosis with thrombocytopenia syndrome | TTS | θρόμβωση με σύνδρομο θρομβοκυτταροπενίας | TTS |
thrombosis | θρόμβωση |
ticket machine | μηχάνημα για εισιτήριο |
tightly woven cotton fabric | βαμβακερό ύφασμα με πυκνή ύφανση |
timely diagnosis | έγκαιρη διάγνωση |
timely planning | έγκαιρος σχεδιασμός |
tissue sample | ιστικό δείγμα | δείγμα ιστού |
tissue transplantation | tissue transplant | μεταμόσχευση ιστoύ |
tissue | ιστός | χαρτομάντιλο |
T-lymphocyte | λεμφοκύτταρο Τ |
tocilizumab | τοσιλιζουμάμπη |
top of the mask | πάνω μέρος της μάσκας |
top-line results | top-line data | προκαταρκτικά δεδομένα | προκαταρκτικά αποτελέσματα |
total death toll | συνολικός φόρος αίματος |
total genome sequencing | whole genome sequencing | genome sequencing | WGS | αλληλούχηση ολικού γονιδιώματος | αλληλούχηση γονιδιώματος | WGS |
total genome | ολικό γονιδίωμα |
total number of cases | συνολικός αριθμός κρουσμάτων |
touching ones own mouth, nose or eyes | άγγιγμα του στόματος, της μύτης ή των ματιών |
touching one's own mouth | nose or eyes | άγγιγμα του στόματος | της μύτης ή των ματιών |
tourism sector | τομέας τουρισμού |
trace contacts | ιχνηλατώ επαφές |
tracheal intubation | ενδοτραχειακή διασωλήνωση | ενδοτραχειακή ενσωλήνωση |
tracheotomy | τραχειοτομή |
tracing app | mobile contact tracing app | contact tracing application | contact-tracing app | tracing application | mobile contact tracing application | εφαρμογή ιχνηλάτησης επαφών για φορητές συσκευές | εφαρμογή ιχνηλάτησης επαφών |
trackable source | ιχνηλατήσιμη πηγή |
Trade and Health Initiative | πρωτοβουλία για το εμπόριο και την υγεία |
transindividual responsibility | διατομική ευθύνη |
transmissibility of Covid-19 | μεταδοτικότητα της COVID-19 |
transmissibility | μεταδοτικότητα |
transmission and spread of the virus | μετάδοση και εξάπλωση του ιού |
transmission from human to human | μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο |
transmission in the EU/EEA | μετάδοση σε ΕΕ/ΕΟΧ | μετάδοση σε Ευρωπαϊκή Ένωση/Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο |
transmission rate | infection rate | ποσοστό μόλυνσης | ποσοστό μετάδοσης |
transmission route | route of transmission | οδός μετάδοσης |
transmission | μετάδοση |
transmit the disease | μεταδίδω τη νόσο |
transplant persons | άτομα με μεταμόσχευση |
transplant waiting list | λίστα αναμονής για μεταμόσχευση |
transplant | μόσχευμα |
transplantation | transplant | μεταμόσχευση |
transport grant | επιχορήγηση μεταφοράς |
travel history | ιστορικό ταξιδιού |
travel medicine | ταξιδιωτική ιατρική |
travel restriction | περιορισμός ταξιδιών |
travel restrictions | ταξιδιωτικοί περιορισμοί |
travellers risk profile | κατατομή διακινδύνευσης ταξιδιώτη | προφίλ ρίσκου ταξιδιώτη |
traveller's risk profile | κατατομή διακινδύνευσης ταξιδιώτη | προφίλ ρίσκου ταξιδιώτη |
treat in hospital | νοσηλεύω σε νοσοκομείο |
treat intubated | νοσηλεύω διασωληνωμένο |
treated intubated | νοσηλευόμενος διασωληνωμένος |
treatment in hospital | νοσηλεία σε νοσοκομείο |
treatment protocol | πρωτόκολλο θεραπείας | θεραπευτικό πρωτόκολλο |
treatment | θεραπεία |
triage station | screening point | σημείο διαλογής |
triage | διαλογή |
triage | prioritisation | διαλογή |
triage | recognition and isolation of suspected cases | διαλογή | αναγνώριση και απομόνωση ύποπτων κρουσμάτων |
trials in animals | δοκιμές σε ζώα |
trigger immunity to COVID-19 | διεγείρω ανοσία κατά της νόσου COVID-19 | προκαλώ ανοσία στη νόσο COVID-19 |
trust framework | πλαίσιο εμπιστοσύνης |
two-dose schedule | 2-dose schedule | πρόγραμμα δύο δόσεων |
two-step vaccination | εμβολιασμός σε δύο στάδια | εμβολιασμός σε δύο βήματα |
type I osteoporosis | post-menopausal osteoporosis | type 1 osteoporosis | μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση |
tyrosine 501 | τυροσίνη 501 |
UK variant | παραλλαγή UK | βρετανική παραλλαγή |
underdiagnose | υποδιαγιγνώσκω | κάνω υποδιάγνωση |
underdiagnosis | υποδιάγνωση |
underlying chronic disease | υποκείμενο χρόνιο νόσημα |
underlying disease | υποκείμενη νόσος | υποκείμενο νόσημα |
underlying health condition | υποκείμενη κατάσταση υγείας |
underlying health issues | υποκείμενα προβλήματα υγείας |
underlying health of cases | υποκείμενη κατάσταση υγείας των κρουσμάτων |
undiagnosed case | αδιάγνωστο κρούσμα |
undiagnosed, symptomatic patient | undetected case | μη εμφανές κρούσμα | κρυφό κρούσμα |
Unemployment Reinsurance Scheme | European Unemployment Benefit Reinsurance Scheme | European Unemployment Reinsurance Scheme | Ευρωπαϊκό Σύστημα Αντασφάλισης Ανεργίας |
unimmunized people | μη ανοσοποιημένοι άνθρωποι |
Union health emergency team | ενωσιακή ομάδα έκτακτης ανάγκης στον τομέα της υγείας |
unique certificate identifier | μοναδικός αναγνωριστικός κωδικός πιστοποιητικού |
Universal Health Coverage Partnership | εταιρική σχέση για καθολική πρόσβαση στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης | Εταιρική Σχέση για την Καθολική Κάλυψη Υγείας | εταιρική σχέση για την καθολική ιατροφαρμακευτική κάλυψη |
unlikeliness to pay | πιθανή αδυναμία πληρωμής |
unlock the quarantine measures | αίρω τα μέτρα της καραντίνας |
unnecessary travels | μη απαραίτητα ταξίδια |
unprecedented challenge | πρωτοφανής πρόκληση |
unusual event provision | unusual event clause | διάταξη περί ασυνήθων περιστάσεων |
unvaccinated person | ανεμβολίαστο άτομο |
upper respiratory system | ανώτερο αναπνευστικό σύστημα |
upper respiratory tract symptom | σύμπτωμα ανώτερης αναπνευστικής οδού |
upper respiratory tract | ανώτερο αναπνευστικό σύστημα | ανώτερη αναπνευστική οδός |
use a mask | χρησιμοποιώ μάσκα |
use of PPE | χρήση ΜΑΠ | χρήση μέσων ατομικής προστασίας |
use of tissue paper when coughing or sneezing | χρήση χαρτομάντιλου για τον βήχα ή το φτέρνισμα |
U-shaped recovery | ανάκαμψη σχήματος U |
using a mask | χρήση μάσκας |
using gloves does not replace hand washing | η χρήση γαντιών δεν υποκαθιστά το πλύσιμο των χεριών |
vaccinate | εμβολιάζω |
vaccination certificate | πιστοποιητικό εμβολιασμού |
vaccination confidence | εμπιστοσύνη στον εμβολιασμό |
vaccination coverage | εμβολιαστική κάλυψη |
vaccination method | μέθοδος εμβολιασμού |
vaccination rate | vaccination uptake | vaccine uptake | vaccine uptake rate | vaccination uptake rate | εμβολιαστική κάλυψη | ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης | απορρόφηση εμβολίων | ποσοστό εμβολιασμού |
vaccination | εμβολιασμός |
vaccine approval | έγκριση εμβολίου |
vaccine booster shot | αναμνηστική δόση εμβολίου |
vaccine candidate | υποψήφιο εμβόλιο |
vaccine combination | συνδυασμός εμβολίων |
vaccine denier | αρνητής του εμβολίου |
vaccine development | ανάπτυξη εμβολίων |
vaccine effectiveness | αποτελεσματικότητα εμβολίου |
vaccine efficacy | δραστικότητα εμβολίου |
vaccine for COVID-19 | εμβόλιο για την COVID-19 |
vaccine hesitancy | διστακτικότητα έναντι εμβολίου |
vaccine immunogenicity | ανοσογονικότητα εμβολίου |
vaccine ingredient | συστατικό εμβολίου |
Vaccine Instrument | μέσο για τα εμβόλια |
vaccine pillar | εμβολιαστικός πυλώνας |
vaccine producer | παραγωγός εμβολίου |
vaccine rollout | διάθεση εμβολίου |
vaccine safety | ασφάλεια εμβολίου |
Vaccine Steering Board | Vaccines Steering Board | Steering Board | διοικητικό συμβούλιο | διοικητικό συμβούλιο για τα εμβόλια |
vaccine uptake | vaccine coverage | vaccination coverage rate | vaccination coverage | εμβολιαστική κάλυψη |
vaccine | εμβόλιο |
vaccine-preventable disease | αποτρέψιμη νόσος με εμβόλιο |
valinomycin | βαλινομυκίνη |
valve face mask | valved respirator | valve mask | μάσκα με βαλβίδα | μάσκα υψηλής αναπνευστικής προστασίας με βαλβίδα |
variant of concern | VOC | παραλλαγή ιδιαίτερης ανησυχίας |
variant of interest | VOI | παραλλαγή ενδιαφέροντος |
variant under investigation | VUI | παραλλαγή υπό διερεύνηση |
variant under monitoring | παραλλαγή υπό παρακολούθηση |
variant | παραλλαγή |
varying severity | ποικίλη σοβαρότητα |
venoarterial extracorporeal membrane oxygenation | venoarterial ECMO | VA-ECMO | φλεβοαρτηριακή εξωσωματική οξυγόνωση μέσω μεμβράνης | φλεβοαρτηριακή ECMO |
veno-arterial-venous extracorporeal membrane oxygenation | veno-arterial-venous ECMO | VAV ECMO | φλεβο-αρτηριο-φλεβική εξωσωματική οξυγόνωση μέσω μεμβράνης | φλεβο-αρτηριο-φλεβική ECMO |
venovenous extracorporeal membrane oxygenation | venovenous ECMO | VV-ECMO | φλεβοφλεβική εξωσωματική οξυγόνωση μέσω μεμβράνης | φλεβοφλεβική ECMO |
ventilation | lung ventilation | breathing | pulmonary ventilation | αερισμός | οξυγόνωση |
ventilator | mechanical ventilator | respiratory ventilator | respirator | lung ventilator | αναπνευστήρας | μηχανικός αναπνευστήρας |
vertical airflow | κάθετη ροή του αέρα |
vertical transmission | κάθετη μετάδοση |
vial | φιαλίδιο |
vigilance | επαγρύπνηση |
viral change | ιογενής αλλαγή |
viral infection | ιογενής λοίμωξη |
viral load | ιικό φορτίο |
viral load | viral titre | viral burden | ιικό φορτίο |
viral RNA | ιικό RNA | RNA ιού |
viral shedding | ιική απέκκριση |
viral shedding | infectious virus shedding | αποβολή ιικών σωματιδίων | ιική απόπτωση |
viral spread | εξάπλωση του ιού |
viral vector vaccine | live recombinant viral vectored vaccine | viral vector-based vaccine | εμβόλιο που βασίζεται σε ιικούς φορείς |
virion | viral particle | virus particle | ιοσωμάτιο | ιικό σωματίδιο | βίριον |
virosis | viral disease | ίωση | ιογενής νόσος | ιογενής ασθένεια |
virulence of SARS-CoV-2 | λοιμογόνος δράση του SARS-CoV-2 |
virulence | λοιμοτοξικότητα | λοιμογόνος δράση | μολυσματικότητα |
virus multiplication | ιικός πολλαπλασιασμός |
virus spread in the community | εξάπλωση του ιού στην κοινότητα |
virus strain | στέλεχος ιού |
virus variant | παραλλαγή ιού |
virus vector | φορέας του ιού |
virus | ιός |
virus-host interaction | αλληλεπίδραση ιού-ξενιστή |
virus-like particle | VLP | ιόμορφο σωματίδιο |
visitors country of origin | χώρα προέλευσης επισκέπτη |
visitor's country of origin | χώρα προέλευσης επισκέπτη |
visor | προσωπίδα |
voluntarily present oneself for testing | παρουσιάζομαι αυτοβούλως για δοκιμή | παρουσιάζομαι αυτοβούλως για έλεγχο | παρουσιάζομαι εθελοντικά για δοκιμή | παρουσιάζομαι εθελοντικά για έλεγχο | παρουσιάζομαι εκουσίως για δοκιμή | παρουσιάζομαι εκουσίως για έλεγχο | παρουσιάζομαι οικειοθελώς για δοκιμή | παρουσιάζομαι οικειοθελώς για έλεγχο | προσέρχομαι αυτοβούλως για δοκιμή | προσέρχομαι αυτοβούλως για έλεγχο | προσέρχομαι εθελοντικά για δοκιμή | προσέρχομαι εθελοντικά για έλεγχο | προσέρχομαι εκουσίως για δοκιμή | προσέρχομαι εκουσίως για έλεγχο | προσέρχομαι οικειοθελώς για δοκιμή | προσέρχομαι οικειοθελώς για έλεγχο |
voluntarily submit oneself for testing | υποβάλλω εθελοντικά τον εαυτό μου σε δοκιμή | υποβάλλω εθελοντικά τον εαυτό μου σε τεστ |
voluntary quarantine | εθελοντική καραντίνα |
volunteer | εθελοντής |
V-shaped recovery | ανάκαμψη σχήματος V |
vulnerable group | ευάλωτη ομάδα |
vulnerable health care system | ευάλωτο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης |
vulnerable person | ευάλωτο άτομο |
vulnerable population | ευάλωτος πληθυσμός |
vulnerable socioeconomic groups and other groups at higher risk | ευάλωτες κοινωνικοοικονομικές ομάδες και άλλες ομάδες υψηλότερου κινδύνου |
vulnerable to infection | ευάλωτος στη λοίμωξη |
vulnerable | ευάλωτος | τρωτός |
wall of immunity | τείχος ανοσίας |
waning immunity | φθίνουσα ανοσία |
washing hands thoroughly | σχολαστικό πλύσιμο των χεριών |
water vapor | υδρατμός |
way of transmission | τρόπος μετάδοσης |
well-ventilated room | καλά αεριζόμενο δωμάτιο |
WHO label | επίσημα του ΠΟΥ | ετικέτα του ΠΟΥ |
whole-of-society approach | προσέγγιση η οποία αφορά το σύνολο της κοινωνίας | συνολική κοινωνική προσέγγιση |
WHO's global list of VOC and VOI | παγκόσμιος κατάλογος παραλλαγών VOC και VOI του ΠΟΥ |
wide-spectrum protective glasses | προστατευτικά γυαλιά ευρέος φάσματος |
workers who cannot socially distance | εργαζόμενοι που δεν μπορούν να τηρήσουν φυσικές αποστάσεις |
World Health Organization | WHO | Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας | ΠΟΥ |
World Immunisation Week | Παγκόσμια Εβδομάδα Εμβολιασμού |
zoonosis | ζωονόσος |
zoonotic pathogen spillover | zoonotic spillover | spillover | μεταπήδηση παθογόνου | μεταπήδηση | μεταπήδηση νόσων από τα ζώα στον άνθρωπο |
zoonotic | ζωονοσογόνος |
α1-adrenergic receptor | alpha1-adrenergic receptor | α1-adrenoreceptor | a1-adrenoreceptor | alpha-1 receptor | α1-υποδοχέας | α1- αδρενεργικός υποδοχέας |
β error | false-negative | error of the second kind | type-2 error | acceptance error | beta error | false negative | type II error | type 2 error | false acceptance error | σφάλμα αποδοχής | σφάλμα ΙΙ είδους | ψευδώς αρνητικό |