Translation - Μετάφραση
Translation Assistance => English→Modern Greek Translation Forum => Topic started by: Yorgossss on 08 Jun, 2021, 14:01:16
-
tyranness: a female tyrant
-
τύραννος, γυναίκα τύραννος, δυνάστις, για μεταφορική χρήση, δυνάστρια
Τα τυραννίδα / τυραννίς (https://lsj.gr/wiki/%CF%84%CF%85%CF%81%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%AF%CF%82) σημαίνουν κάτι άλλο.
τυραννίδα η [tiraníδa] Ο26 : είδος πολιτεύματος, κατά την ελληνική αρχαιότητα, στο οποίο την εξουσία την ασκούσε απολυταρχικά ο τύραννος· τυραννία: H τυραννίδα του Πεισιστράτου στην αρχαία Aθήνα.
[λόγ. < αρχ. τυραννίς, αιτ. -ίδα]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη