no jab, no job –> όχι εμβόλιο, όχι δουλειά | χωρίς εμβόλιο δεν έχει δουλειά | χωρίς εμβόλιο δεν βρίσκεις δουλειά | χωρίς εμβόλιο απολύεσαι | οι ανεμβολίαστοι απολύονται | χωρίς εμβόλιο δεν προσλαμβάνεσαι | ατρύπητος σημαίνει άνεργος | ανεμβολίαστος σημαίνει άνεργος
spiros ·
1 · 85