mettere zizzania → σπέρνω ζιζάνια, βάζω ζιζάνια, διασπείρω ζιζάνια, ενσπείρω ζιζάνια, εγκατασπείρω ζιζάνια, σπέρνω διχόνοια, διασπείρω διχόνοια

iogo · 3 · 2428

iogo

  • Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 46547
    • Gender:Male
  • ignoramus et ignorabimus
mettere zizzania → βάζω ζιζάνια

Mettere, seminare zizzania → βάζω, σπέρνω ζιζάνια.

Εκπληκτική ομοιότητα και στις λέξεις και στο νόημα.
« Last Edit: 13 Apr, 2019, 13:41:04 by spiros »
Io non odio persona al mondo, ma vi sono cert'uomini ch'io ho bisogno di vedere soltanto da lontano.
— Ugo Foscolo, Ultime lettere di Jacopo Ortis




wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Και σπέρνω ζιζάνια.

ΛΚΝ

ζιζάνιο
το [zizánio] O40 : 1. γενική ονομασία για αυτοφυή και άχρηστα χόρτα που φυτρώνουν ανάμεσα σε άλλα καλλιεργούμενα φυτά (ιδ. σιτηρά) και εμποδίζουν την ανάπτυξή τους: Kαθαρίζω το χωράφι από τα ζιζάνια. ΦP σπέρνω / βάζω ζιζάνια (σε κάποιους),  δημιουργώ αφορμή για αντιζηλία, φιλονικία, διχόνια κτλ.: Δε θέλω να σπείρω ζιζάνια ανάμεσά σας, νομίζω όμως ότι δεν είναι ειλικρινής μαζί σου. 2. ως χαρακτηρισμός μικρού παιδιού, που μας παρενοχλεί με την άτακτη και ζωηρή συμπεριφορά του· διαβολόπαιδο, σκανδαλιάρικο παιδί.  [λόγ. < ελνστ. ζιζάνιον]
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


 

Search Tools