Πολύ ενδιαφέροντα όλα όσα λέτε, θα ήθελα, ωστόσο, να αναφέρω μια σκέψη μου, η οποία ίσως μας βοηθήσει να απαντήσουμε στην ερώτηση κάποια στιγμή. Πιστεύω ότι η ποσότητα συχνά καθορίζει την ποιότητα (ενδεχομένως κάποιος να το διατυπώσει καλύτερα, με άλλα λόγια) και εξηγώ αμέσως τι εννοώ: οι άνθρωποι έχουμε σχεδόν κάθε χαρακτηριστικό που απαντά στους ανθρώπους ακόμη και τα αντίθετα ταυτοχρόνως, δηλαδή είμαστε και καλοί και κακοί, και ευγενικοί και αγενείς, και νευρικοί και ήρεμοι. Αυτό όμως που μας ξεχωρίζει και μας αποδίδει «ιδιότητα» είναι ο βαθμός, η συχνότητα και η ένταση της συμπεριφοράς. Εάν είσαι πολύ συχνά νευρικός, τότε χαρακτηρίζεσαι νευρικός, ενώ εάν εκνευρίζεσαι σπανίως και αντιθέτως διατηρείς την ψυχραιμία σου ακόμη και σε πολύ δύσκολες καταστάσεις και δεν «βγάζεις» εκνευρισμό στους άλλους και στον ίδιο σου το εαυτό, τότε είσαι γενικώς ήρεμος, πράος κλπ. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς για μια ομάδα ποδοσφαίρου, μια χορωδία, έναν λαό ή άλλο σύνολο ανθρώπων (με παραδείγματα που αντιστοιχούν σε τέτοιες ομάδες). Εάν π.χ. πολύ συχνά σε ολόκληρη την επικράτεια μιας χώρας (Α) κτίζουν αυθαίρετες κατασκευές, καταπατούν εκτάσεις, κόβουν παρανόμως ή καίνε δέντρα για να βγάλουν χρήματα ή για να κτίσουν παρανόμως, τότε αυτό είναι χαρακτηριστικό ενός λαού την δεδομένη στιγμή ή περίοδο ενώ, εάν στην χώρα (Β) το ίδιο πράγμα κάνουν 5 άνθρωποι, σίγουρα αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό όλης της χώρας (του λαού) αλλά μόνο 5 ατόμων. Εάν λοιπόν βγεις έξω το Σάββατο βράδυ στο Ελσίνκι, στις 3 το πρωί, η πλειονότητα των Φινλανδών σε μπαρ-κλαμπ (τουλάχιστον) ανεξαρτήτως ηλικίας είναι από αρκετά ζαλισμένοι έως «σκνίπα» στο μεθύσι. Το ίδιο δεν συμβαίνει στην Αθήνα και η διαφορά είναι τεράστια. Μπορούμε να μιλήσουμε επομένως για διακριτή διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Φινλανδών ως προς την χρήση αλκοόλ. Η ερώτησή μου δεν απαντάται με φράσεις του τύπου: «εμείς έχουμε τον Περικλή, αυτοί ποιον έχουν;» (διότι η απάντηση είναι άσχετη προς το ερώτημα (α) το οποίο θέτει συγκεκριμένη χρονική περίοδο, (β) δεν επιδιώκει σύγκριση μεταξύ λαών), «οι ξενέρωτοι Άγγλοι» ((α) γιατί η ερώτηση δεν αναφέρεται σε άλλους λαούς, (β) η εν λόγω σκέψη είναι απλοϊκή, παντελώς ασαφής και μη τεκμηριωμένη), «όλοι οι λαοί έχουν ελαττώματα» ((α) άσχετη προς το ερώτημα, (β) απλοϊκή σκέψη που όλοι την ασπαζόμαστε και δεν χρειάζεται να λεχθεί), «υπάρχουν και χειρότερα» (άσχετο με την ερώτηση). Η ερώτηση είναι ψυχρή (χωρίς συναισθηματική χροιά και προκατάληψη αλλά ειλικρινής), αφορά γενικές τάσεις, συνήθειες και επιτεύγματα που δύνανται να τεκμηριωθούν (π.χ. πολύ καλό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης) και τα οποία τα κατάφεραν οι άνθρωποι και δεν τα παρέχει η φύση δωρεάν (καλό καιρό, φυσικό περιβάλλον κλπ.). Δεν με ενδιαφέρουν υπερφυσικά όντα, θεωρίες συνωμοσίας και οτιδήποτε έξω από τους ανθρώπους. Με ενδιαφέρουν μόνο οι άνθρωποι και αυτά που επέτυχαν (φυσικά, οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται την φύση, την παράδοσή τους και τα επιτεύγματα του παρελθόντος και αυτό είναι καλό, έξυπνο και αναπόφευκτο). Τέλος, δεν χρειάζεται κανείς να νιώθει ότι κατηγορείται από την ερώτηση γιατί η ερώτηση δεν κατηγορεί κανέναν ούτε απευθύνεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Δεν χρειάζεται να το «παίρνουμε προσωπικά». Ας φανταστούμε ότι κάνουμε μια έρευνα, ξεχνάμε τον εαυτό μας (δεν περιστρέφονται όλα γύρω από αυτόν), και ψυχρά και τεκμηριωμένα προσπαθούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα, εάν θέλουμε και μπορούμε.