(idiomatic) To provide support or assistance to, especially in one particular way or to a limited extent; to make a concession to
Throw me a bone here. | Πες κάτι. |
Throw me a bone. | Δώσε μου κάτι. |
Throw me a bone. | Ρίξε ένα κοκαλάκι. |
Throw me a bone here. | Ξέσκισε τους. |
Throw me a bone here. | Δώσε μου κάτι. |
I mean, throw me a bone! | Λυπήσου με. |
Throw me a bone. | Πέτα μου ένα κόκκαλο. |
Throw me a bone, God. | Λίγο οίκτο, ρε Θεέ. |
Throw me a bone here, Kev. | Είναι δύσκολο. |
Throw me a bone here. | Δώσε μου ένα κόκαλο. |
Throw me a bone here. | Πέτα μου ένα κόκκαλο. |
Then throw me a bone. | Τότε, κάνε μου τη χάρη. |
Just throw me a bone here. | Δώσε μου κάτι κι εμένα. |
Throw me a bone or somethin'? | Δείξε λίγη γενναιοδωρία! |
Come on, throw me a bone. | Έλα! Πέταξέ μου ένα κόκκαλο. |
You throw me a bone, for Christ's sake! | Δώσε μου κάτι! |
Hey! Throw me a bone here! | E, πέτα μου ένα κόκαλο εδώ! |
Honestly, throw me a bone here. | Θέλω να με ενημερώσετε; |
Throw me a bone here. | Ρίξε μου ένα κόκαλο, τουλάχιστον. |
Throw me a bone here? Um, oh... | Τι θα έλεγες για γραβάτα; |
Throw me a bone, brother! | Πέταξε μου ένα κοκαλάκι, αδελφέ! |
Hey, throw me a bone, baby girl. | Δώσε κάτι καλό, κοριτσάκι. |
Throw me a bone, will you? | Ρίξε μου ένα κόκαλο, σε παρακαλώ. |
When are you gonna throw me a bone? | Πότε θα βγούμε εμείς οι δυο; |
You throw me a bone in Parliament? | Είπες για μένα στο Κοινοβούλιο; |
Throw me a bone! Meet me at the door. | Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω! |
So I'm like some lovelorn puppy,you throw me a bone, | Δηλαδή τι είμαι; |
You couldn't throw me a bone? | Δεν μπορούσες να δείξεις λίγη κατανόηση; |
Come on, guys, throw me a bone, here. | Ελάτε παιδιά, δώστε μου λίγη σημασία. |
Could you throw me a bone here, man? | Μπορείς απλά... να μου εξηγήσεις, ρε φίλε; |
Can you at least throw me a bone? | Μπορείς τουλάχιστον να μου δώσεις ένα στοιχείο; |
Throw me a bone here. I mean, were you really gonna go off to London | Θα έφευγες στο Λονδίνο... |
I mean, if they're going to call me in, throw me a bone. | Αφού με καλείτε, πέτα μου ένα κόκαλο. |
This is the part where you throw me a bone. | Σε αυτό το σημείο υποτίθεται ότι θα πεις κάτι καλό. |
When I'm a good dog, they sometimes throw me a bone in | Όταν είμαι καλό σκυλί, μερικές φορές μου ρίχνουν ένα κόκαλο |
Next time throw me a bone and get me some info. | Την επόμενη φορά πέτα μου ένα κόκαλο και φέρε μου μερικές πληροφορίες. |
When I'm a good dog they sometimes throw me a bone in | Όταν είμαι καλό σκυλάκι, μερικές φορές μου πετάνε κανένα κόκκαλο. |
Come on, Jim, help me out. Throw me a bone. Off the record. | Έλα Τζίμι, βοήθα με, δώσε μου ένα στοιχείο εκτός καταγραφής |
Look, everybody's still hatin' on Chris Brown, so maybe they'll throw me a bone gettin' back at that fool. | Ρίξε τη σκύλα κάτω... |
Info. Always. I.T. Guy made me like a hooker in Sunday school, but he did throw me a bone. | Ο τύπος μ' έκανε να μοιάζω με πόρνη αλλά μου έδωσε κάτι. |
I'm sure that Caleb and Toby will throw me a bone and give me one dance. | Σίγουρα ο Κέιλεμπ κι ο Τόμπι θα με καθυση- χάσουν και θα χορέψουν ένα χορό μαζί μου. |
I get that I haven't exactly made a name for myself like the rest of you have, but... gosh, you'd just think after everything, someone would throw me a bone for once. | Θα αφήσω ξεκλείδωτο το παράθυρο. |
He could throw me a bone... start speaking in tongues, run a two-minute mile, predict a tsunami or something. | Θα μπορούσε να μου ρίξει ένα κοκαλάκι! Να μιλήσει σε διάφορες γλώσσες, να τρέξει 1 χμ. σε δύο λεπτά, να προβλέψει ένα τσουνάμι ή τίποτα τέτοιο. |