ΑΝ μιλούσαμε για marketing, το take rate θα ήταν το ποσοστό των καταναλωτών (ή εταιρικών πελατών) που αγοράζουν ένα συγκεκριμένο προϊόν. Π.χ. θα μπορούσαμε να πούμε ότι 2 στους 5 πελάτες που κάνουν test-drive ή ζητούν πληροφορίες για το Χ αυτοκίνητο, τελικά το αγοράζουν, άρα έχει 40% take rate.
Όμως, εδώ δεν μιλάμε για marketing αλλά για business/financial, οπότε η έννοια διαφέρει, αν και είναι παραπλήσια. Βillback είναι συστήματα λογισμικού για τη σταδιακή χρέωση των προϊόντων (
www.billback.com). Από τον ορισμό καταλαβαίνω ότι μιλάμε για πωλητή χονδρικής, ο οποίος διαθέτει τα προϊόντα του σε πωλητή λιανικής. Ο πωλητής λιανικής, με το σύστημα Billback, πληρώνει στο χονδρέμπορο μόνο όσα έχει πουλήσει σε καταναλωτές, όταν τα πουλήσει. Πληρώνει δηλαδή μόνο το "volume sold by the retailer to the consumer". Aυτά τα πωληθέντα, δια τη συνολικά ποσότητα που διέθεσε ο χονδρέμπορος αρχικά, μας δίνουν το ποσοστό του billback, ή αλλιώς το take rate. To
ποσοστό λιανικής πώλησης του προϊόντος, δηλαδή, σε μια συγκεκριμένη στιγμή.