Η Αψίδα του Γαλερίου (Καμάρα) στη Θεσσαλονίκη
Ζωή Καρέλλη, Η στενή πύλη
(Αψίς Γαλερίου, Θεσσαλονίκη 1959)
Ονομασία της οδού Εγνατία,
από Βασιλευούσης μέχρι Δυρραχίου
δόξα του Βυζαντίου
στην πατρίδα, τότε,
«περικλεεστάτη, λογία, πρεσβυτάτη»
αυτή έχει μείνει, τώρα,
απομεινάρι της απέραντης κυριαρχίας,
της αχανούς επικράτειας.
Καθώς έχει διανοιχτεί, κοινή,
πόλης αρκετά μεγάλης, βέβαια∙
με τις καινούριες πολυκατοικίες,
τα φαρδιά πεζοδρόμια, δε στερείται
σημασίας τούτη της πολιτείας η αρτηρία.
Άλλη όμως η δική μου αφετηρία,
απ’ όπου προσπαθώ να ξεκινήσω,
προς τα πίσω οδεύοντας.
Γνώση της ιστορίας, της μοίρας
του Ελληνισμού φιλοδοξίες
και κάποιες ευτυχισμένες του έθνους στιγμές.
Είσοδος του Ελληνικού στρατού,
ελευθερία τη μέρα της γιορτής του Πολιούχου.
Παρελάσεις, ζητωκραυγές,
ύστερα, οδομαχίες, φωτιές...
Μακραίνουν, μικραίνουν οι ενθυμήσεις, οι διηγήσεις,
η πραγματικότητα έχει αλλάξει
και σου εμποδίζει τη φαντασία
ο δρόμος ευρύς, καλοστρωμένος
προκαλεί νόμιμη αδιαφορία.
Μνήμη αχνή, παιδική,
όταν η αψίδα του Γαλερίου
με τα τριμμένα, γεμάτα σκόνη ανάγλυφα,
κατείχε το χώρο, επιβλητική
και σ’ αυτή γύρω, συγκεντρωμένα
τα μικρομάγαζα και τα πιο μεγάλα
καταστήματα, κάπως καινούρια, τότε –
τα μεγάλα σπίτια με τις κλεισμένες,
αρχοντικές αυλές και τα μικρότερα,
όλα τριγύρω στην Καμάρα.
Εκεί γύρω, πυκνώνονταν οι συνοικίες μας,
ημών των υποτελών μαζί κι οι εκκλησιές μας.
Νοσταλγία. Πώς αισθανόσουν, τότε,
τον εαυτό σου, μέσα στην πόλη σου!
Βεβαιότητα για τα γνωστά, στέρεα πλαίσια.
– Σχεδόν τίποτα, δεν έχει απομείνει
απ’ την παλιά Θεσσαλονίκη
με τους αυστηρούς της αστούς.
Παρατηρώ την παραμερισμένην αψίδα
του Γαλερίου, αυτοκράτορος των Ρωμαίων,
έτος 300 περίπου μ.Χ.
Προς το δείλι,
σκιές κυανές και οι ρόδινες
προσέρχονται απ’ τα γύρω στενορύμια,
αυτές προσθέτουν τη μουσική
ασύλληπτων ήχων στο αρχαίο μνημείο.
Ανάβουν ύστερα, ηλεκτρικοί γλόμποι,
μάλλον φτωχικοί.
Ώσπου,
πάνω απ’ τα σπίτια της πόλης,
να υψωθεί η σελήνη μαγεύουσα.
Αυτή αφήνει να φανερωθεί η σιωπηλή κουστωδία:
στρατιές, οι αρχοντικές παραστάσεις,
οι μάχες, δηώσεις, σφαγές.
Πού να περάσουν όλες αυτές
οι μεγάλες ιστορικές ώρες, να χωρέσουν
φοβερές και ογκώδεις, οι τρομερές κραυγές
θριάμβου και πόνου, τώρα φανταστικές,
κάτω απ' το χαμηλό τόξο, που βαστά
τη μεγαλοπρέπεια τόσου βίου,
με μικρή πια την επιβολή!
Εγνατία Οδός
κι εσύ της Αψίδας πύλη στενή,
προς το μέλλον της μνήμης πορεία,
της ψυχής οδηγία διαρκής.
Θεσσαλονίκη 19...
Πότε το σώμα θα ξυπνήσει,
στην πάσα του Θεού αγάπη και σοφία,
τ’ όνειρο πότε θα εξηγήσει τη ζωή;
Παράκληση και η ανάκληση, η θαυμαστή
του ανθρώπου δύναμη κι αδυναμία άδολη,
επίμοχθα σ’ έχω αποζητήσει.
Ανήσυχος, πλανώμενος, μόνος
ή μ’ άλλους εγώ μαζί, εγώ,
περήφανος και ταπεινός,
με φοβισμένο θαυμασμό, απλός
ο μετρημένος και περίπλοκος άνθρωπος
ζητώ κι ως φαίνεται τη δύναμη δεν έχω
συγκεντρώσει κι εκείνον τον καημό,
μες στον περίβλεπτο ναό της πόλης
και πατρίδας μου τον κόρφο,
ονομαστή της πάνσεπτης Σοφίας οικοδομή,
εκεί να προσπέσω, ν’ αποκοιμηθώ
και ν’ αναβλέψω,
να ξυπνήσω, όπως πρέπει,
σε προστασία, σκέπη κι ανάπαυση.
Όψη της Πλατυτέρας, στην πάγχρυση Κόγχη,
συμπαραστάτις, η συμπονούσα, «γέφυρα
η μετάγουσα από την γη στον ουρανό»,
Συ, η των δύο μετέχουσα, πλησιφαής,
το διφυές μυστήριον γνωρίζουσα
και σιωπώσα την ιερή σιωπή!
Της γης κάποτε η θεά γονιμοτάτη,
το τέκνον που σου αφήρεσαν σε υποχθόνια
βάθη και ξέσπασες σε θρήνους γοερούς
που κι οι θεοί τους φοβήθηκαν.
Όμως, όταν σταυρώσαν τον Μονογενή,
του κόσμου έαρ το γλυκύτατον,
τότε, απόμεινες αμίλητη,
του πόνου η ευλαβεστάτη,
Μητέρα απειράριθμη, απέραντη,
η καθημένη στο θρονί και η προσβλέπουσα
το φως του κόσμου η κρατήσασα
«ως νήπιον νέον τον προ αιώνων Θεόν»,
τον κόσμον η κινήσασα προς νέαν αρχήν,
της γυναικός περιβληθείσα δόξα την απτόητη.
Φέγγει από Σε ο ισχυρός, βαρύς ναός,
κίονες και πεσσοί, οι σκοτεινοι
κι ορθοί, πνευματικά ορθούμενοι,
λάμπεις και ο ναός σε καταλάμπει
και Σε κρατεί η του Θεού Σοφία,
στην καρδιά της πόλης Θεσσαλονίκης,
«Επισημοτάτης».
Μικρά σκεπτόμενος, ο άνθρωπος εγώ,
πρέπει ν’ αρχίσω πάλι, στους δρόμους
περιδιαβάζοντας της πολιτείας, αγαπητής,
όπου ανήκω
κι έχω ακολουθήσει
σκολιάς οδούς κι έχω χαθεί και αρνηθεί
κι έχω παραιτηθεί και πάντα ξαναρχίζω,
ζητώντας την αρχή, και την επιστροφή
στους κόλπους της ορθοδοξίας, καθώς
τόσο με παιδεύουν οδηγίες πολύμορφες,
υποφέρω, δίχως να φέρω την υποταγή∙
το εναντίον, την αποστροφή του πόνου
δοξάζω, αντί τον πόνο των ανθρώπων να ομολογώ.
Βρίθει κι έβριθε στους δρόμους της πόλης,
γεμάτους αίματα και κοπριές.
Κράζω, ως πότε θα θεριεύει η τιμωρία;
Τόσες οι αμαρτίες μας, οι προσβολές
και οι αρνήσεις οι κρυφές και φανερές!
Κι έξαφνα, καθόλου δεν τις βλέπω,
τις προσταγές Σου δεν ακούω,
το ύψος δεν αισθάνομαι Σου.
Τι γίνεται ο άνθρωπος δίχως το νόημά Σου;
Προσκυνητής, αναζητώ κανόνα προσφυγής
τον τρόπο κι άλλους δε βρίσκω τρόπους
για να γρηγορήσω, παρά
ως έχω μάθει και διδαχτεί, ζητώ
σε όνειρο να μου δοθεί η χάρη
της παρουσίας Σου εντός μου.
Τους εφιάλτες ν’ απεκδυθώ των ημερών
που μ’ αποσπούν και με χωρίζουν,
απ’ το εφήμερό μου σχήμα ν’ αφαιρεθώ
και να εξηγηθώ στην ιστορία
της «περικλεεστάτης» πατρίδος μου
Θεσσαλονίκης.
Να επισκεφτώ
στον δρόμο, τον παράμερο ναό
του Αγίου Αντωνίου, βιώσαντος στην έρημο.
Με κατατρύχουν πειρασμοί διπλοί και δίχρονοι,
οι δίβουλοι, δισυπόστατοι, πολλοί
και τερατόμορφοι, πολύηχοι, με διπλοκεφαλές,
με γλώσσες τις διχαλωτές, λαλούν
του κόσμου όλες τις γλώσσες.
Και τις ακούω, εννοώ και μεγαλώνει μου
η ακοή κι είναι απρόσιτη η αναχώρησή μου,
γίνεται περιττή, όταν έρημος δεν υπάρχει
να δεχτεί, εκείνη την ερήμωση ψυχής
που περιφέρω.
Και πάλι, ούτε κατέχω,
ύστερα, την απελπισία κι απορώ
γιατί ποτέ την έχω φανταστεί,
αφού έχω τη δύναμη να γεωργήσω
τας ερήμους, μόνο του πνεύματός μου
την ξηρότητα δεν μπορώ να καρπίσω.
Στου σώματός μου την πυκνότητα,
βλέπω διπλό το νόημα του κόσμου,
ρωτιέμαι, ποιος ο εαυτός μου,
συ, των παράφορων ψυχών ο ιατρός
δεν μένεις βοηθός μου.
Μακριά δεν είναι η εκκλησιά, όπου
η θεοσεβής μητέρα μου πήγαινε τακτικά,
στη Γοργοεπήκοο ή την ελπιδοφόρο Δεξιά.
Παλιά κι η άλλη εκκλησία, γλυκιά η Γρηγορήτρα
«η Παναγούδα» ως την αποκαλούσαν
η μάμμη, η προμάμμη, όλες γυναίκες
φιλόθρησκες, σεμνές και σοβαρές,
στέκονταν στα στασίδια και προσεύχονταν
τις κατανυκτικές τους επικλήσεις,
αγνές, συνεσταλμένες έψαλλαν
παρακλήσεις μικρές και τις μεγάλες
δεήσεις, αγιασμούς και ωραία τροπάρια,
στις αγρυπνίες, ολονυκτίες κι άνοιγαν
τα κλεισμένα παρεκκλήσια για ευχαριστίες,
υπέρ υγείας αγαπημένων προσώπων
όταν ασθενούσαν και διάβαζαν ευχές∙
κι όταν υπέφεραν, προσέτρεχαν,
επιμελώς
εκοίταζαν και μάθαιναν τη σοβαρότητα
της μορφής Σου, Υπεραγία, «των θλιβομένων η χαρά»,
διδάσκονταν την εγκαρτέρηση της έκφρασής Σου
την οδυνηρή χαρά. Τώρα, Σεπτή, είναι
μεγάλη η επιβουλή και η ευλάβεια μικρή
κι η πίστη παίρνει άλλη δύναμη.
Μένει κλειστή η πύλη, καθώς
κανείς δε σκέφτεται να την ανοίξει,
όπως εκείνη η μητέρα που ζήτησε και πήρε
το κλειδί, από το εκκλησάκι του Σωτήρος,
και ’τοίμασε την τελετή, ευχαριστίες
να προσφέρει για τη σωτηρία
του μικρού παιδιού. Την είδες στ’ όνειρό της
κι όχι μόνο αυτή, συγγενείς και φίλοι άλλοι
είδαν κι έβλεπαν όνειρα κι άκουγαν κρότους
μυστικούς κι ανακαλύπτονταν ναοί
αγίων και μαρτύρων κι οι εκκλησίες
ήταν μέσα στις κατοικίες των ανθρώπων
κι οι κατοικίες των ανθρώπων βρίσκονταν
γύρω σ’ αυτές, αυλές πλατύτατες,
περιοχές χριστιανικές, προφυλαγμένες.
Οδός η Εγνατία της πόλης Θεσσαλονίκης
είναι διανθισμένη απ’ αυτές,
Άγιος Αθανάσιος,
η Παναγία των Χαλκέων, περίκαλλη,
σαν άνθος λαξευμένη, η Αχειροποίητος,
κάποτε τουρκεμένη κι ενδόξως επιστραφείσα,
όπως του Μυροβλήτη η περίβλεπτος βασιλική.
Ανοδικοί οι δρόμοι προς τα εκεί,
σ’ αυτούς κτισμένοι ναοί μικροί κι ευρύτεροι,
της πόλης κόσμημα λαμπρό,
της Λαοδηγητρίας και της Αγίας Αικατερίνης,
του προστάτου των ορφανών Δαυίδ του Οσίου...
Και προς τα τείχη της πόλης μου η πίστη
των προγόνων με υψώνει, αγάπης άνθιση.
Η άνοδός μου όμως δύστροπη
κι άγνωστη μένει μου η παραδοχή.
Αιώνια των πραγμάτων η μορφή
που μεταλλάζει, χάνεται για να ξαναβρεθεί
ακόμα και στην άρνηση
έξοχη μνήμη μ’ ακολουθεί.
(Αυτού παρέμεινε η εξομολόγηση του ζητήσαντος τη χάρη της Εγκοίμησης και μη αξιωθέντος την δωρεάν οράματος.)
Από τη συλλογή Το σταυροδρόμι (1973)