Ζωή Καρέλλη, Εφιαλτικός μονόλογος
Ακούτ’ εκεί, ακούτ’ εκεί…
Θε μου, τι νύχτα είν’ εκείνη!
Θαρρείς εγώ την έφτιαξα
και πάω να την πιάσω με το χέρι.
Πώς βρίσκομαι ανεβασμένος στο στενό μου λόφο,
τακ τακ τακ, τον χτυπώ με τη φτέρνα μου
κι αχολογά. Κούφιος θόρυβος!
Μην είναι ψεύτικος ο λόφος;
Καλή σκηνοθεσία.
Μήπως μπορώ να πιάσω το κρεμασμένο άστρο;
Σουρώνει ο μαύρος ουρανός,
ποιος είναι από πίσω;
Τώρα να χτυπήσω το πόδι μου πιο δυνατά!
Περιέχει ξύλο ο λόφος μου.
Το σκοτεινό χρώμα τής πέτρας
σουρώνει κι αυτό σαν οθόνη.
Τι τραβούν εδώ κοντά μου
για να τ’ ακούσω να ξεσκιστεί;
Α πόσο είμαι μονάχος απάνω στο λόφο μου,
μυτερός, μοναχός βρίσκομαι δίχως συμμετρία.
Μα γιατί το διάστημα μου είναι στενό;
Το καταλαβαίνω απ’ την αναπνοή που ξανάρχεται.
Γιατί ξέρω πως λίγα βήματα να κάνω μπορώ,
χτυπώ λίγο το πόδι μου τακ τακ τακ.
Έχω ποδάρι λιγνό,
μήπως το μέσα κόκαλο τρίζει έτσι;
Ένα ποδάρι στην ανάγκη
μπορεί να γίνει τροκάνα,
να τη γυρίζω να φεύγουν οι εχθροί.
Οχ, οχ, οχ, οι εχθροί!
Τι να συμμαζέψω απ’ το λιγνό μου κορμί
πάνω στα κόκαλά μου;
Να σύρω το ξίφος μου πρέπει, το ξίφος!
Το ξίφος το ’χω βέβαια εδώ, από ζερβά,
χοπ το τραβώ.
Ξίφος μακρύ, αρκετά μυτερό όχι,
σαν κορδέλα, κορδέλα ασημένια.
Κι όμως λυγάει το ξίφος,
είναι μια κορδέλα από χαρτόνι
και δε σκίζεται, δε σκίζεται, ούτε σκίζεται.
Από τη συλλογή Πορεία (1940)