μπαΐλντισα -> I've had it ?
slang.gr
μπαϊλντίζω [baildízo] Ρ2.1α μππ. μπαϊλντισμένος : (οικ.) κουράζομαι πολύ, σωματικά ή ψυχικά, αισθάνομαι ότι εξαντλήθηκε η αντοχή μου: Mπαΐλντισα από τη δουλειά / από τα βάσανα.
[τουρκ. bayιld(ι) γ' εν. αορ. του ρ. bayιlmak `λιποθυμώ΄ -ίζω]
« Last Edit: 20 May, 2011, 18:36:21 by Frederique »
Communicate. Explore potentials. Find solutions.