Field είναι το πεδίο. Ο αγρός, το γήπεδο. Το πεδίο της μάχης κ.λπ.
Ξεχωρίζουν δύο μεταφορικές σημασίες:
(1) το πεδίο της δράσης (σφαίρα, τομέας) (Encarta: area of activity; an activity or subject, especially one that is somebody’s particular responsibility, speciality, or interest) Π.χ. He is very active in the field of human rights. "Πεδίο" και στα ελληνικά.
(2) place outside institution: the setting outside a workplace, office, school, or laboratory in which somebody has direct contact with clients, the public, or the phenomena being studied (Encarta). Ή σε άλλο λεξικό: somewhere (away from a studio or office or library or laboratory) where practical work is done or data is collected (Example: "Anthropologists do much of their work in the field").
Αυτή η δεύτερη μεταφορική σημασία δεν έχει ακριβές αντίστοιχο στα ελληνικά.
Να μεταφέρω κάποια λήμματα από το Οικονομικό λεξικό των Χρυσοβιτσιώτη και Σταυρόπουλου:
field: Περιοχή δραστηριότητας ορισμένης επιχείρησης έξω από τις εγκαταστάσεις της, όπως με περιοδεύοντες πωλητές, με τοπικά πρατήρια κλπ.
field experiment: Η επιτόπου (στην αγορά) δοκιμή και εξέταση, με τα πραγματικά στοιχεία, και όχι στο γραφείο ή στο εργαστήριο.
field investigation. Επιτόπια έρευνα σε ορισμένο τομέα της αγοράς.
field man. Εξωτερικό στέλεχος. Υπάλληλος επιχείρησης που ταξιδεύει σε ορισμένη περιοχή για την προώθηση πωλήσεων, ανεύρεση αντιπροσώπων ή έλεγχο.
field research. Επιτόπια έρευνα. Συγκέντρωση πληροφοριών, στοιχείων, απόψεων κλπ. με απευθείας επαφή με τους πελάτες, το κοινό κλπ.
field study. Επιτόπια μελέτη. Δειγματοληπτική έρευνα στην αγορά με ερωτηματολόγια, τηλεφωνήματα, συνεντεύξεις κλπ. Πρβλ. desk research.
fieldwork. Επιτόπια έρευνα, αναζήτηση στατιστικών κλπ. στοιχείων στους χώρους εργασίας, στα εργοστάσια παραγωγής, στα σπίτια κλπ.Από ξένα λεξικά:
Field staff: Salespersons that work out of remote offices
Field staff: Those employees whose work takes them away from a firm's premises , as for example, insurance agents, commercial travelers.
Ισπανικό:
gerente regional: regional manager, district manager, field manager
Γαλλικά:
field study: étude or enquête sur le terrain
field tests: essais sur le terrain
field work: recherches or enquête sur le terrain
fieldworker: scientifique qui travaille sur le terrain
Ένας field manager είναι συνήθως ο υπεύθυνος για το field staff, γενικά για δουλειές που γίνονται έξω από τα γραφεία, στο "πεδίο της καθημερινής μάχης". Μια εταιρεία με έδρα την Ελλάδα που θα ήθελε να αποδώσει τον ξενικό αυτό τίτλο, μπορεί να επιλέξει ανάλογα με τις δραστηριότητές της:
διευθυντής εξωτερικών δραστηριοτήτων http://www.geniki-trofimon.gr/gr/gen.asp?m=1_7_1διευθυντής δικτύου πωλητώνΉ τι άλλο; Any bright ideas anyone?
Μην μου προτείνετε "τομεάρχης" (που είναι υπεύθυνος ενός τομέα δραστηριοτήτων μέσα και έξω από έναν οργανισμό) ούτε "περιφερειακός διευθυντής" (που είναι district ή regional manager, κι ας τα βάζει συνώνυμα το ισπανικό λεξικό, γιατί αυτός έχει την αρμοδιότητα μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιφέρειας).