κάνω → do, make, commit, hold, turn, appoint, pretend, live, be, work as, cost
κάνω [k'ano] ρ μ / αμ έκανα πρτ έκανα/έκαμα αορ καμωμένος μτχ πρκμ
– σπίτια, ρούχα, παπούτσια, κρασιά = to make, to manufacture, to produce – Το εργοστάσιό μας κάνει ανδρικά και γυναικεία παπούτσια. = Our factory manufactures men's and women's shoes.
– βρύση = to repair – Καλέσαμε τον υδραυλικό για να μας κάνει τη βρύση. = We called the plumber to come and repair the tap.
– κουστούμι, καλοριφέρ, παλτό = to have sth made, to custom-make – Έκανε ένα καινούργιο κουστούμι για το γάμο του. = He had a new suit made for his wedding.
– ποίημα, τραγούδι, πίνακα, νόμο = to make, to create, to write, to compose – Έκανε έναν πίνακα με θέμα το θαλασσινό τοπίο. = She created a painting in which the seascape was her theme.
• παράγω ή αναπαράγομαι βιολογικά – καρπούς, φρούτα, παιδιά = to make, to produce, to put forth, to bear, to have – Το δέντρο μας ξεράθηκε, δεν κάνει πια καρπούς. = Our tree has dried up, it doesn't bear fruit anymore. – Δεν έκαναν παιδιά κι υιοθέτησαν ένα κοριτσάκι. = They couldn't have children and so they adopted a little girl.
• δημιουργώ, πλάθω Θεός – κόσμο, άνθρωπο = to create – Ο Θεός έκανε τον κόσμο και τελευταίο έπλασε τον άνθρωπο. = God created the world and, last of all, he made man.
– φαγητό, κρέας, ψάρι, μακαρόνια = to make, to cook, to prepare – Τι φαγητό θα κάνεις σήμερα; - Μακαρόνια με κιμά. = "What are you cooking today?" "Spaghetti Bolognese."
– ρούχο, σπίτι, παλτό, αυτοκίνητο = to make – Ο μάστορας έκανε το αυτοκίνητό μου σαν καινούργιο. = The mechanic made my car look brand-new.
• έχω ή παίρνω μια συγκεκριμένη μορφή, σχηματίζω κάτι – γωνία, στροφή, σούρες = to have, to form, to make – Έπεσε έξω, εκεί που ο δρόμος προς το Σούνιο κάνει μια μεγάλη στροφή. = He came off the road right where the road to Sounio has a wide bend.
• τακτοποιώ, καθαρίζω – σπίτι, δωμάτιο, τζάμια, κρεβάτια = to clean, to tidy up, to do – Πρώτα έκανε τα κρεβάτια κι ύστερα το υπόλοιπο δωμάτιο. = First she made the beds and then she cleaned the rest of the room.
– μαλλιά = to do sth, to have sth done, to style sth, to have sth styled – Πήγε κι έκανε τα μαλλιά της στο κομμωτήριο, για να πάει στη γιορτή. = As she had a party to go to, she went and had her hair done at the salon.
• αποκτώ ένα υλικό αγαθό – περιουσία, λεφτά, σπίτι = to make, to earn – Δούλεψε χρόνια στα καράβια κι έκανε πολλά χρήματα. = He worked on ships for many years and made a lot of money.
– οικογένεια, φίλους = to make, to form, to create, to start – Ωρίμασε πια, παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια. = He's matured, married and started his own family.
– καμπούρα, ρυτίδες, τρύπες, ρωγμές = to have, to form – Γέρασε κι έκανε ρυτίδες στο πρόσωπο και στο λαιμό. = He grew old and wrinkles formed on his face and neck. – Το παντελόνι σου έκανε τρύπα, θέλει ράψιμο. = Your trousers have a hole in them that needs mending.
– έγκλημα, μάθημα, καθήκον, λάθος = to do, to make, to take, to commit – Κάνει μαθήματα αγγλικών, για να πάρει την επάρκεια. = He is taking English lessons to become proficient. – Έκανε λάθος και του ζήτησε συγγνώμη. = She made a mistake and asked for his forgiveness.
• διοργανώνω – γιορτή, δεξίωση = to hold, to organize – Έκαναν μια μεγάλη γαμήλια δεξίωση με πεντακόσιους προσκαλεσμένους. = They held a big wedding reception with five hundred guests.
• ιδρύω – σχολείο, εταιρεία = to found, to establish, to set up – Έκαναν μια εταιρεία με μεταχειρισμένα αυτοκίνητα και θησαύρισαν. = They set up a company selling used cars and made a fortune.
• προσφέρω, χαρίζω – δώρο = to give, to present – Της έκανε ένα πανάκριβο δώρο για τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου. = He gave her a very expensive gift for Valentine's Day.
• συντάσσω – αναφορά, έκθεση, διαθήκη = to make out, to draw up – Έκανε τη διαθήκη του και άφησε όλη του την περιουσία στα παιδιά του. = He made out his will and left all his assets to his children.
– Χριστούγεννα, Πάσχα, γιορτές = to celebrate – Φέτος κάναμε Χριστούγεννα στη Βιέννη. = This year we celebrated Christmas in Vienna.
(ως φρ) • μετακινώ, μετακινούμαι ή παραμερίζω – πέρα, τόπο, θέση = to move [over] – Κάνε πέρα, να περάσει το αυτοκίνητο. = Move over so the car can pass.
(ως φρ) – πόλεμο, εντύπωση, θόρυβο, υπομονή = to be, to have, to make – Τους έκανε εντύπωση η απλότητα και η καλοσύνη του. = They were impressed by his simplicity and kindness. – Κάνε υπομονή, να δεις που όλα θα περάσουν. = Have patience and you'll see everything will come to pass.
(ως φρ) • ασχολούμαι με κάτι = to do – Δεν είχε τι να κάνει και πήγε μια βόλτα στα μαγαζιά. = She didn't have anything to do and so she took a stroll to the stores. – Τι να πάμε να κάνουμε έξω; Καλύτερα να κάτσουμε σπίτι και να δούμε τηλεόραση. = What's the point in our going out? It's better to stay in and watch some T.V.
• ασκώ κάποιο επάγγελμα – δουλειά, εμπόριο, επιχειρήσεις = to do, to be involved with – Τι δουλειά κάνει ο άντρας της; = What work does her husband do?
(προφ) – θέατρο, τραγούδι = to perform, to sing – Κάνει θέατρο και παράλληλα παίζει σ' ένα σίριαλ στην τηλεόραση. = She performs on stage and also acts in a television series.
(προφ) • διατελώ, υπηρετώ – δάσκαλος, διευθυντής = to be, to remain – Έκανε διευθυντής της Εθνικής Τραπέζης επί δικτατορίας. = He was the director of the National Bank during the dictatorship.
– σπουδές, αγγλικά, χορό, αθλητισμό = to study, to be involved/occupied with – Κάνει αγγλικά και γαλλικά. = He studies English and French.
• καταβάλλω προσπάθειες για να πετύχω κάτι = to do – Οι γιατροί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον σώσουν αλλά δεν τα κατάφεραν. = The doctors did everything they could to save him, but to no avail. – Δεν ξέρω τι θα κάνεις, εγώ θέλω την εργασία σου μέχρι αύριο το απόγευμα. = I don't know what you're going to do, but I want your project by tomorrow afternoon.
= to do – Τι του έκανες του Γιώργου και δε σου μιλάει; = What did you do to George to make him not want to speak to you?
= to do – Αν σε πιάσω να ξαναπετάς πέτρες, θα δεις τι θα σου κάνω. = If I catch you throwing rocks again, you'll see what I'll do to you!
(ως φρ) = to do – Από τότε που έχασε τη γυναίκα του, δεν ξέρει τι κάνει. = Ever since his wife passed away, he doesn't know what he's doing.
= to do – Κάνε ό,τι θέλεις, μόνο μη με απασχολείς, γιατί έχω δουλειά. = Do whatever you want, just don't bother me; I have work to do.
= to be, to do – Το κάπνισμα κάνει κακό στην υγεία. = Smoking is harmful to one's health. – Η γυμναστική και η δίαιτα του έκανε καλό. = Exercise and diet did him good.
= to make – Τον έκανε να γελάσει με τα ανέκδοτά του. = He made him laugh with his jokes. – Μ' έκανε να ντρέπομαι με τόσα που έχω πει εναντίον του. = He made me feel ashamed after all the things I've said against him.
= to make – Αυτό το τραγούδι τους έκανε να θυμηθούν τα παλιά. = This song made them remember the old days.
= to force, to make – Τον έκανε να δεχτεί την προσφορά της εταιρείας της. = She forced him into accepting her company's offer.
• είμαι η αιτία ή η αφορμή για μια σωματική ή ψυχική αλλαγή = to make, to turn into – Η ξενιτιά τον έκανε σκληρό και απότομο. = Living in a foreign land turned him into a rough and testy person.
= to make, to force – Ήθελε να κάνει το γιο του γιατρό, όπως ήταν κι αυτός. = He wanted to force his son into becoming a doctor, just like him.
• προωθώ κάποιον σε θέση ή αξίωμα = to make – Ο θείος του τον έκανε διευθυντή στην υπηρεσία. = His uncle made him manager of the department.
= to elect, to appoint, to make – Ο λαός τον έκανε πρωθυπουργό της χώρας. = The people elected him Prime Minister of the country.
= to made sb out to be – Τον έκαναν ήρωα, αν και ήταν ένας κοινός θνητός. = They made him out to be a hero, even though he was really a common mortal.
– τραγωδία, ζήτημα = to make – Μην το κάνεις ζήτημα, δεν είναι τόσο σημαντικό να χάσεις ένα δεκάρικο! = Don't make an issue out of it; it's no big deal losing a ten-euro note!
= to make, to take – Την έκανε γυναίκα του ύστερα από δέκα χρόνια αρραβώνα. = He made her his wife after ten years of engagement.
• προσποιούμαι, υποκρίνομαι = to make believe, to sham, to pretend, to go through the motion – Δεν είναι, αλλά κάνει τον τρελό. = He isn't crazy but he pretends to be. – Περάσαμε δίπλα του κι έκανε ότι δεν μας είδε, για να μη μας μιλήσει. = Not wanting to speak to us, he pretended that he hadn't seen us, even though we passed right by him!
– τον νέο, τον αριστοκράτη, τον μορφωμένο = to act, to try to be – Βάφει τα μαλλιά του και κάνει το νέο. = He dyes his hair and acts as if he's a young man.
(ως φρ) = to act – Έκανε σαν τρελός, όταν είδε ότι είχαν μπει στο δωμάτιό του. = He acted like a madman when he saw that they'd broken into his room.
• υποδύομαι, παίζω έναν ρόλο = to play the part/role of, to be – Η διάσημη ηθοποιός θα κάνει την Αντιγόνη στην τηλεοπτική μεταφορά της τραγωδίας. = The famous actress will play the role of Antigone in the television adaptation of the tragedy.
(ως φρ) • μιμούμαι κάποιον – καθηγητή, διευθυντή, σκύλο, γάτα = to imitate, to mimic – Είναι φοβερός μίμος, κάνει το διευθυντή μας σαν να είναι ο ίδιος! = He's a great mimic, he imitates our manager to perfection!
(προφ) = to mistake, to take [for] – Δεν τον είδε καλά, και τον έκανε για την αδελφή του. = He hadn't seen him clearly and took him for his sister!
= to make sth/sb out to be – - Πόσο χρονών την κάνεις; - Πρέπει να είναι πάνω από σαράντα. = "How old do you make her out to be?" "She must be over forty."
= to suit, to do well, to be convenient – Το σπίτι είναι πολύ μικρό, δεν μας κάνει. = The house is very small, it doesn't suit us.
= to fit – Από τότε που πήρε τρία κιλά, δεν του κάνουν τα ρούχα του. = Ever since he gained three kilos, his clothes don't fit him.
• χρησιμοποιώ για κάποιον σκοπό, είμαι χρήσιμος σε κάτι = to do – Αν κέρδιζες το λαχείο, τι θα τα έκανες τόσα λεφτά; = If you won the lottery, what would you do with all that money?
= to want, to do with – Τι να το κάνεις το πεντάρι; Αφού μόνος σου μένεις! = What do you want with a four-bedroom apartment? You live by yourself!
• ταιριάζω = to be compatible, to be – Αυτός ο άντρας δεν μου κάνει, είναι τσιγκούνης και εγωιστής. = This man isn't for me, he's a cheapskate and he's conceited.
(ως φρ) • δεν ξέρω πού έχω βάλει ή έχω αφήσει κάτι = to do with, to put – Τι το έκανες το κινητό σου; Μήπως το άφησες στο γραφείο; = Where did you put your cell phone? Did you leave it in the office, by any chance?
= to do – Τι την κάνεις τη γάτα σου, όταν είσαι διακοπές; = What do you do with your cat while you're away on vacation?
– κακά, τσίσα, ευκοιλιότητα, εμετό = to do, to have – Τον πονάει το στομάχι του και κάνει συνεχώς εμετό. = His stomach hurts and he's constantly vomiting.
(προφ) – πυρετό, ίκτερο = to have, to get, to be/become affected with – Το μωρό τους, αμέσως μόλις γεννήθηκε, έκανε ίκτερο. = Their baby was affected with jaundice right after she was born.
• προκαλώ ένα σύμπτωμα ή αρρώστια = to produce, to bring about, to lead to, to result in – Η ωτίτιδα κάνει συχνά πυρετό. = Otitis often brings about fever.
= to make (an effort) – Έκανε να φύγει, αλλά τελικά γύρισε πίσω. = He made to leave but ultimately returned.
• διανύω μια απόσταση – χιλιόμετρα, διαδρομή = to do – Το αυτοκίνητό του έχει κάνει ήδη εκατό χιλιάδες χιλιόμετρα. = His car has already done a hundred thousand kilometers.
– ώρες, εβδομάδα = to take – Είχε τόση κίνηση, που κάναμε πέντε ώρες από την Αθήνα στην Πάτρα. = There was so much traffic that it took us five hours to go from Athens to Patras. – Κάνει δέκα ώρες, για να ετοιμαστεί για τη δουλειά. = It takes him ages to get ready for work.
– χρόνια = to live, to spend – Έκανε πολλά χρόνια στην Αυστραλία, έφυγε από δέκα ετών. = He lived in Australia for many years, having left [Greece] at the age of ten.
(προφ) = made, built – Η μάντρα είναι καμωμένη από τσιμεντόλιθους. = The wall has been built with cement blocks.
(προφ) = done, completed, finished – Μέχρι το μεσημέρι δεν τις είχε καμωμένες όλες της τις δουλειές. = Come noon, she hadn't managed to get all of her chores done.
(προφ) = to spend time, to be – Έκανε στη φυλακή για κατοχή και χρήση ναρκωτικών. = He spent time in prison for drug possession and usage.
= to act, to behave – Πώς κάνεις έτσι, χριστιανέ μου; Δεν έγινε και τίποτα! = Why are you acting like that, my good fellow? It's nothing!
= to be made out to be – Δεν κάνει για δάσκαλος, δεν έχει υπομονή με τα παιδιά. = He's not made out to be a teacher, he doesn't have patience with children.
= to get along – Ο πατέρας τους είναι πολύ ιδιόρρυθμος - δεν κάνει μ' άλλον άνθρωπο. = Their father is very odd - he doesn't get along with other people.
= to live, to manage – Είναι μαμόθρεφτο, δεν κάνει χωρίς τη μάνα του. = He's a mama's boy; he can't manage without his mother.
(ως φρ) = to be – - Τι κάνεις, Μαρία; - Καλά, είμαι. = "How are you, Maria?" "I'm fine."
• λέω = to say, to retort – "Έχει δίκιο ο πατέρας σου," έκανε η γυναίκα. = "Your father is right," said the woman.
(ως τριτοπρόσ) • στοιχίζει, κοστίζει = to cost – - Πόσο κάνει μία βίδα; - Δεν κάνει τίποτα. = "How much does a screw cost?" "Nothing!"
ΜΑΘ = to equal – Πέντε και πέντε κάνουν δέκα. = Five plus five equals ten.
ΓΡΑΜΜ • σχηματίζω = to become – Το ουσιαστικό "παιδί" κάνει στον πληθυντικό "παιδιά". = The noun "παιδί" becomes "παιδιά" in the plural.
(ως απρόσ) = to be – Τον Αύγουστο κάνει υπερβολική ζέστη. = It is extremely hot in August.
= to be allowed/permitted, to be a good idea – Δεν κάνει να πίνεις και μετά να οδηγείς. = It isn't a good idea to drink and drive.
(ως φρ) (προφ) = to be/have left, to remain, to be outstanding – Τι κάνει να σου δώσουμε ακόμη για το αυτοκίνητο; = What's left to pay on the car?
(ως φρ) = to hush up – Τα έκαναν πλακάκια, για να μην τους τιμωρήσει ο δάσκαλος. = They hushed up so they wouldn't get punished by the teacher.
(ως φρ) = to beat sb 'til he/she is black-and-blue – Τον έκανε μαύρο στο ξύλο, γιατί του πείραξε τη γυναίκα. = He beat him 'til he was black-and-blue because he'd bothered his wife.
(ως φρ) = to make a fool of – Τον προσβάλλει και τον κάνει σκουπίδι μπροστά σε ξένους ανθρώπους. = She insults him and makes him out to be a fool in the presence of strangers.
(ως φρ) = to gain, to acquire – Πάχυνε κι έχει κάνει κοιλιά. = He's got fatter and acquired a belly.
(ως φρ) = to love, to enjoy, to like – Μου κάνει κέφι, όταν είμαι σπίτι, να ακούω κλασική μουσική. = When I'm at home, I like listening to classical music.
(ως φρ) • θεραπεύω κάποιον = to make – Ο γιατρός του έδωσε φάρμακα και τον έκανε καλά. = The doctor gave him medication that made him well.
(ως φρ) = to do – Καλά θα κάνει να μην ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις. = She would do well to refrain from poking her nose into other people's business.
(ως φρ) = to wrap sb round one's little finger – Δεν της χαλάει χατίρι και τον κάνει ό,τι θέλει. = He indulges all of her whims; she's wrapped him round her little finger.
(ως φρ) (προφ) • ενεργούμαι = to soil (oneself) – Το μωρό τα έκανε πάνω του και του άλλαξε την πάνα. = The baby soiled himself and she changed his diaper.
(λαϊκ) = to have it off, to do it – Πήγανε σε ένα απομονωμένο μέρος και το κάνανε. = They went to a secluded place and did it.
(ως φρ) = to deal with – Είναι γιατρός κι έχει να κάνει με αρρώστους. = He's a doctor and so he deals with ill people. – Πρόσεξε, γιατί έχεις να κάνεις μ' έναν απατεώνα. = Be careful, you're dealing with a fraud.
= to be involved in – Στη δουλειά του έχει να κάνει μόνο με την εξυπηρέτηση των πελατών. = In his job, he is exclusively involved in serving customers.
= to have to do with, to concern, to regard, to refer – Τα οικονομικά του προβλήματα έχουν να κάνουν με την κακή του διαχείριση. = His financial problems have to do with his bad handling of money.
• διανύω μια απόσταση = to take (hours) to go – Είχε πολύ άσχημο καιρό και το κάναμε Αθήνα-Ναύπλιο τέσσερις ώρες. = The weather was really terrible and it took us four hours to get to Nafplio from Athens.
Ελληνοαγγλικό Λεξικό «Κοραής» του Πανεπιστημίου της Πάτρας