I mattini passano chiari e deserti Cesare Pavese
I mattini passano chiari e deserti. Così i tuoi occhi s’aprivano un tempo. Il mattino trascorreva lento, era un gorgo d’immobile luce. Taceva. Tu viva tacevi; le cose vivevano sotto I tuoi occhi (non pena non febbre non ombra) come un mare al mattino, chiaro.
Dove sei tu, luce, é il matino. Tu eri la vita e le cose. In te desti respiravamo sotto il cielo che ancora é in noi. Non pena non febbre allora, non quest’ombra greve del giorno affolato e diverso. O luce, chiarezza lontana, respiro affannoso, rivolgi gli occhi immobili e chiari su noi. É buio il mattino che passa senza la luce dei tuoi occhi.
| Τα πρωινά περνούνε φωτεινά και έρημα Τζέζαρε Παβέζε (μετάφραση/διασκευή: Σπύρος Δόικας)
Τα πρωινά περνούνε φωτεινά και έρημα. Έτσι κάποτε άνοιγαν τα δικά σου μάτια. Το πρωινό κυλούσε αργά, σαν μια θάλασσα γεμάτη φως που λιμνάζει. Το πρωινό σιωπούσε. Μόνο ο αχός της ανάσας σου ακουγόταν. Τα πάντα ανέπνεαν δίπλα σου (δίχως πόνο, δίχως πυρετό, δίχως ίσκιο) σαν τη θάλασσα που αχνίζει στις πρώτες αχτίδες του ήλιου.
Όπου φως, εκεί το χάραμα. Εσύ ήσουν το φως και το χάραμα, μαζί σου αναπνέαμε κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό. Ούτε πόνος, ούτε πυρετός τώρα, ούτε η ασήκωτη σκιά εκείνης της μέρας. Ω ήλιε, λάμψη μακρινή, ανάσα ξέπνοη, τα πέτρινα και αστραφτερά σου μάτια στρέψε προς τα δω, γιατί έρεβος η χαραυγή που χαράζει δίχως την ανατολή των βλεφάρων σου.
|