Τώρα, να μιλήσουμε για μεγέθη. Ένας κανονικός ομιλητής μιλάει πάνω-κάτω 1500 λέξεις. Συνήθως όταν το ακούμε αυτό, λέμε: όχι τόσο λίγες. Βέβαια, αν μπείτε σ’ ένα λεωφορείο, κανονικό λεωφορείο, και βγάλετε τις λέξεις που αφορούν το ποδόσφαιρο, τις γυναίκες και τα αυτοκίνητα, καταλαβαίνετε ότι το 1500 φαίνεται τεράστιο, γιατί λέτε: για τι άλλο πράγμα τις έχουμε ανάγκη; Άρα, τι θέλω να πω μ’ αυτό. Για να δείτε τα μεγέθη, μία γλώσσα διαθέτει από 100.000 λέξεις και πάνω. Ένας που μιλάει τη γλώσσα κανονικά χρησιμοποιεί 1500. Για να έχουμε συγκεκριμένα στοιχεία, το Petit Larousse έχει 80.000, το Petit Robert έχει 60.000, ο Victor Hugo έχει 10.000. Τώρα ξαφνικά λέτε: το 1500 το κρατάω, αφού ο Victor Hugo κάνει μόνο 10.000. Προσέξτε, ο Victor Hugo, για τους ανθρώπους των γραμμάτων θεωρείται ότι έχει δημιουργήσει νεολογισμούς και νεολογισμούς δηλαδή ότι είναι πολύ πλούσιος γλωσσολογικά. Για να καταλάβετε, από πλευράς πληροφορικής τι λέω. Όταν λέμε στη γλωσσολογία «γλώσσα επιβίωσης», είναι γύρω στις 300 λέξεις. Δηλαδή μπορείτε να φανταστείτε ότι πηγαίνετε σ’ ένα χώρο που δεν ξέρετε καθόλου τη γλώσσα και θέλετε να φάτε, να κοιμηθείτε, να ζήσετε απλώς, χρειάζεται να ξέρετε τουλάχιστον 300 λέξεις. Άρα άμα κοιτάξετε αυτά τα μεγέθη και καταλάβετε ότι η ελληνική γλώσσα είναι στο 1.000.000, μετά αναρωτιέστε: εγώ μιλάω ελληνικά, διαβάζω ελληνικά, ξέρω ελληνικά ή έχω υποστεί τα ελληνικά; Δηλαδή θυμίζει πιο πολύ το φαινόμενο του Άτλαντα. Θα πατήσετε πάνω στα ελληνικά 1500 φορές, ενώ έχετε από πάνω σας 1.000.000. Όταν κάποιος σαν τον ομιλητή σάς πει: εγώ μιλάω 6 γλώσσες, θα πείτε: εντάξει, πάνω-κάτω 1500 x 6, ούτε Hugo δεν κάνει. Τι θέλω να πω μ’ αυτό; Τα ελληνικά σάς επιτρέπουν κι ένα άλλο πράγμα. Σας επιτρέπουν να επιλέξετε το ρήμα που βάζετε μπροστά στη λέξη «τα ελληνικά» το οποίο πολύ συχνά είναι ξέρω, γνωρίζω, κατέχω, μιλάω άπταιστα, ενώ μάλλον το καλύτερο θα ήταν «μαθαίνω». Διότι αν θέλετε να κάνετε ένα πολύ απλό test που εμείς το συνηθίζουμε με τους φοιτητές μας, πάρτε τον Μπαμπινιώτη ας πούμε, κι ανοίξτε το όπου θέλετε. Βρείτε τουλάχιστον ένα άνοιγμα που να ξέρετε τις λέξεις που είναι μέσα. Δεν σας λέω να βρείτε δύο. Βέβαια, αν είστε έξυπνοι γιατί βλέπω μερικούς, θα πάτε προς το «α» μπροστά-μπροστά, όπου θα έχει μόνο το «α». Τι θέλω να πω μ’ αυτό; Πρέπει να καταλάβετε πόσο σημαντικό είναι το τι μεταφράζουμε όταν μιλάμε για ευρωπαϊκές γλώσσες – και είναι αυτά τα προβλήματα που έχουμε κι εμείς όταν μεταφράζουμε και στις Βρυξέλλες. Τώρα θα θέλω να κάνω και μία ανάλυση στον πολιτικό τομέα όπου τα μεγέθη είναι τεράστια. Δηλαδή μιλάμε για κάτι που δεν κατέχουμε. Στην ουσία, όπως βλέπω και την κάμερα, μιλάμε για μία φωτογραφία ενώ πρόκειται για κινηματογραφική ταινία. Κι εμείς στη φωτογραφία αποφασίζουμε ποια θα είναι η συνέχεια της ταινίας. Ξέρετε, είναι πολλές ταινίες με διακλαδώσεις που τυγχάνει να έχουν την ίδια φωτογραφία εκείνη τη στιγμή και που πολύ γρήγορα πάλι θα ξεφύγουν. Διότι όπως βλέπετε, όταν έχουμε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, όπως είχαμε εμείς ας πούμε με την καταστροφή της Σμύρνης, αν θυμάστε καλά, αρχικά αυτό λέγαμε για την καταπίεση της γλώσσας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, γιατί είναι πολύ σημαντικό, ότι τους ανθρώπους που έρχονταν από τη Σμύρνη στην Ελλάδα τούς ονομάζαμε εκείνη την εποχή Τούρκους κι άλλα. Γι’ αυτούς που ήρθαν από τον Πόντο, ξανακάναμε το ίδιο. Αυτούς που έρχονται ξανά από τον Πόντο, οι ίδιοι που είχαν υποστεί αυτό τους είχαν πει, τους ξαναλέν αλλιώς. Όπως λέγαμε με το φίλο μου για τις γλώσσες που μαθαίνουν τα παιδιά, θα είναι αναμενόμενο να έχετε στα γλωσσικά κέντρα μία γλώσσα σπάνια που δεν μιλιέται καθόλου στον κόσμο τα ρώσικα, μία άλλη ακόμα πιο σπάνια – το λέω αυτό γιατί στο Ινστιτούτο στο Παρίσι όλες αυτές οι γλώσσες ανήκουν στις σπάνιες γλώσσες και εκεί έχει πολύ ενδιαφέρον όταν σας βάζουν πακέτο και τα ελληνικά και τα κινέζικα στις σπάνιες γλώσσες του κόσμου, και νιώθετε τη σημασία των ελληνικών, τουλάχιστον σε βάθος χρόνου.
Το άλλο που θέλω να σας πω – γιατί υπάρχει αυτή η συμβολή – είναι ότι ανήκουμε σε μία χώρα που έχει πολύ λίγο έδαφος... πολύ λίγο. Είναι επειδή το έδαφος το δικό μας είναι βαθύ. Είναι σαν να είμαστε πάνω από ένα πηγάδι γνώσης. Το πηγάδι δεν έχει πολύ μεγάλο εμβαδόν. Ίσα-ίσα για να πιάνουμε νερό, ίσα-ίσα για να πηγαίνουμε στην πηγή. Το θέμα είναι το βάθος. Η ελληνική γλώσσα μάς μαθαίνει κάτι άλλο. Ότι η κυριαρχία του χώρου είναι επιφαινόμενο, είναι φαινόμενο μόδας. Ο χρόνος αντιστέκεται. Γι’ αυτό όταν πήγα με φίλους Γερμανούς στο Μουσείο των Δελφών και διαβάζαμε επιγραφές, μου έλεγαν: το πρόβλημα με σένα είναι ότι τις διαβάζεις κιόλας. Τι ήθελαν να πουν μ’ αυτό; Δεν είχαν καν επιγραφές της εποχής εκείνης που μπορούν να διαβαστούν. Το βάθος του χρόνου είναι τεράστιο και είναι για μία γλώσσα. Με τους μικρούς αντιστασιακούς που όλο λένε ότι η γλώσσα η ελληνική είναι χαμένη, κάθε φορά που το ακούω μου θυμίζει το Βολταίρο που έλεγε: αύριο θα πεθάνω. Κι ο Βολταίρος ήταν από τους πιο μακρόχρονους συγγραφείς της Γαλλίας. Κι έχει πάνω από 3.000 επιστολές στην αλληλογραφία του, μπορεί δεν ξέρω πόσες εκατοντάδες να μην λενε ότι θα πεθάνει. Νομίζω ότι είναι καλό σαν σλόγκαν «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Βλέπετε δεν έχουμε επιλέξει «η Ελλάδα ζει», είναι απλώς επειδή έχουμε μια ειδική σχέση πάντοτε με το θάνατο. Λέμε: εμείς δεν θα φτάσουμε ως εκεί. Συνεχώς το λέμε, όμως. Ποτέ στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας δεν είχαμε τόσους Έλληνες ομιλητές όσο τώρα. Ποτέ βέβαια στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας δεν είχαμε τόσους κλαψιάρηδες για την ελληνική γλώσσα. Ποτέ. Και βέβαια γιατί ήμασταν λιγότεροι. Με το παράδειγμα της ελληνικής γλώσσας θέλω να πω ότι είναι πολύ σημαντικό που υπάρχει και ως επίσημη ευρωπαϊκή γλώσσα όταν ξέρετε ότι είμαστε στο 27, αλλά υπάρχουν 19 επίσημες γλώσσες μεταξύ των οποίων και τα ελληνικά. Τα ελληνικά δίνουν ένα στίγμα ενός μικρού πληθυσμού, με μικρό έδαφος που έχει μία γλώσσα και τη διατηρεί. Αυτό είναι πολύ δυνατό μήνυμα. Κανονικά θα πρέπει να σας σηκωθεί η τρίχα, γιατί θα πρέπει να πείτε: τελικά όλο προβλήματα έχουμε. Αλλά ξέρετε, έχουμε προβλήματα επειδή είμαστε ζωντανοί! Μόνο οι νεκροί δεν έχουν προβλήματα. Λοιπόν, όταν ξέρετε πόσες γλώσσες υπάρχουν σ’ όλο τον κόσμο, πόσες είναι πια νεκρές, κι εμείς λέμε συνεχώς, του χρόνου θα πεθάνουμε, το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ας το πούμε και του χρόνου. Να ’στε καλά. Ευχαριστώ πολύ.
- Ποιοι μιλούν τα ελληνικά;
Οι Έλληνες και οι Κύπριοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν είναι αυτή η τυπική ερώτηση.
- Εννοώ στις Βρυξέλλες.
Στις Βρυξέλλες έχουν δικαίωμα να μιλήσουν στα ελληνικά και μεταφράζονται. Ενώ υπάρχουν γλώσσες για τις οποίες δεν λειτουργεί αυτό το δικαίωμα. Στο Μέγαρο των Ηνωμένων Εθνών, που είναι για όλο τον κόσμο, υπάρχουν 6 επίσημες γλώσσες – τα ρώσικα, τα κινέζικα, τα γαλλικά, τα αγγλικά, τα αραβικά και τα ισπανικά. Εδώ δεν έχετε τα ελληνικά. Άρα η καταγραφή δεν θα γίνει στα ελληνικά. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται και στα ελληνικά. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, ενώ το ξεχνάμε. Εσείς θα μου πείτε, ποια είναι η εμβέλειά της, ποιο είναι το ποσοστό. Μόνο και μόνο ότι υπάρχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με όλο αυτό που παράγει η Ευρωπαϊκή Ένωση θεσμικά, νομοθετικά, νομολογικά, νομικά, όλα αυτά παράγουν συνεχώς ελληνική ύλη, έχει τεράστια σημασία για μας. Δεν το αντιλαμβανόμαστε. Θα σας το πω αλλιώς. Πείτε μου στην Ελλάδα μεγάλους στοχαστές σύγχρονους, πείτε μου στην Ελλάδα μεγάλους επιστήμονες. Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν, μην μπερδευόμαστε. Θα καταλάβετε πού το πάω. Θα μου πείτε, μα 10.000.000 είμαστε, είναι όπως με τα μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες, χωρίς υπονοούμενα. Το θέμα είναι όταν είμαστε μια μικρή χώρα, δεν μπορεί να παράγουμε και τόσο μεγάλο θεματολόγιο σ’ όλους τους τομείς, αλλά αντιθέτως θα έπρεπε να καταλάβουμε ότι το να είμαστε στην Ευρωπαϊκή Ένωση με αναγνωρισμένα τα ελληνικά ως ευρωπαϊκή γλώσσα σημαίνει ότι υπάρχει ένα ολόκληρο γλωσσολογικό πλαίσιο που παράγει συνεχώς ελληνικά. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για την ιστορία της γλώσσας. Διότι σιγά-σιγά θα είχαμε σε επίσημα κείμενα μία αφόπλιση της γλώσσας που θα μπορούσε να καταντήσει, για να το πω ακραία, η επίσημή μας γλώσσα να είναι η καθαρεύουσά μας κι εμείς να είμαστε μόνο στη μαλλιαρή, θα μιλούσαμε μεταξύ μας, θα καταλαβαίναμε πάνω-κάτω τι λέμε, αλλά δεν θα το καταγράφαμε. Η καταγραφή είναι πολύ σημαντική γιατί, όπως το λέει, έχει τη λέξη «γραφή». Και η γραφή έχει εξελιχτεί πολύ. Και όταν βλέπετε κι έναν άλλο τομέα – για να ενισχύσω λίγο την ερώτησή σας ή μάλλον να την αλλοιώσω – αν πάρετε το διαδίκτυο, αρχικά μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε μόνο και μόνο το αγγλικό υπόβαθρο χωρίς κανένα διακριτικό σημείο. Δεν μιλάω για τα ελληνικά, μιλάω για πιο κάτω ακόμα. Σιγά-σιγά είδαμε ότι αυτή η τεχνική πίεση της πληροφορικής έσβηνε σε άλλες γλώσσες γιατί δεν μπορούσαμε να τις διαχειριστούμε. Άρα, είχαμε μπει όλοι σ’ ένα καθαρά αγγλικό σύστημα, τουλάχιστον για να γράφουμε. Σιγά-σιγά εμφανίστηκαν τα διακριτικά σημεία – όλο το πλαίσιο αρκεί – και τώρα μπορούμε να γράφουμε κατευθείαν στα ελληνικά και γι’ αυτό τώρα έχετε ιστοσελίδες στα ελληνικά. Θα μπορούσατε να με ρωτήσετε, ποιο είναι το ποσοστό των ελληνικών ιστοσελίδων σ’ όλο το διαδίκτυο. Η σωστή ερώτηση, όμως, είναι: Υπάρχουν; Διότι πριν, δεν υπήρχαν καν. Άρα δεν είχαμε το πρόβλημα του ποσοστού, είχαμε το πρόβλημα της ύπαρξης. Το σημαντικό για μας είναι αυτό που είπε ο Καζαντζίδης: Υπάρχω... Άρα έχω προβλήματα. Σκεφτείτε ότι το ’81 δεν είχαμε ακόμα ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση – το κοιτάζω μόνο ως γλωσσολόγος – όλα αυτά τα κείμενα που έχουν δημιουργηθεί, δεν θα υπήρχαν καν στα ελληνικά. Άρα δεν θα μπορούσατε καν να μου κάνετε την ερώτηση, ποιος κάνει τι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εγώ νομίζω ότι το ωραίο στίγμα είναι τα χαρτονομίσματά σας. Δεν είναι μόνο ο χάρτης. Έχετε ένα κράτος μια κουτσουλιά, που ονομάζουμε Ελλάδα και είναι γραμμένο «Ευρώ», ενώ συζητούσαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση για Μάρκο, Δουκάτο, Ευρωμάρκο που έμοιαζε με το Deutsche Mark και τελικά καταλήγουμε στο μόριο το ελληνικό. Και εφόσον καταλήξαμε σ’ αυτό, λέμε δεν μπορεί να μην το βάλουμε και στα ελληνικά. Προσέξτε το νοητικό σχήμα. Εγώ θα ήθελα πολύ να δω τον εαυτό μας, αν ήταν Μάρκο ή Δουκάτο να είχαμε καταφέρει να είναι γραμμένο και στα ελληνικά. Ούτε καν θα είχε μπει ο προβληματισμός. Προσέξτε, οι προβληματισμοί ειδικά στη γλωσσολογία, αλλά και γενικά στη στρατηγική, είναι δύσκολοι όχι όταν είναι ουτοπίες, όταν δεν τους έχουμε σκεφτεί καν. Είναι πολύ σημαντικό. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα χειροπιαστό για τον ελληνικό χώρο. Σας φαίνεται αυτονόητο ότι στο χαρτονόμισμα του Ευρώ έχετε τον ελληνικό χάρτη. Έτσι δεν είναι; Η Ελλάδα είναι ζωγραφισμένη. Μα δεν είναι αυτονόητο για την Κύπρο, γιατί ο χάρτης της Κύπρου δεν υπάρχει. Έπρεπε να γίνει μία αίτηση έτσι ώστε στα νέα χαρτονομίσματα του Ευρώ να είναι και η Κύπρος. Ενώ για μας ήταν δεδομένο ότι το είχαμε. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Διότι όσον αφορά τη Γαλλία, έχετε και τη Γουιάνα πάνω στο χαρτονόμισμα. Έχετε κάτι τετραγωνάκια κάτω αριστερά – ξέρετε οι στρατηγικοί σύμβουλοι κοιτάζουν πάντοτε τα ανούσια και αυτά που ξεχνούν όλοι οι άλλοι, για τα οποία παλεύουν για να μην τα βγάλουν. Κάτω αριστερά, λοιπόν, έχετε μερικά κουτάκια που είναι τα νησιά Polynésie, Réunion, Martinique, Guadeloupe, Guyane τα οποία η Γαλλία έχει αποφασίσει ότι αυτά είναι γαλλικά, άρα πρέπει να είναι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άρα πρέπει να είναι στο χαρτονόμισμα. Γιατί, προσέξτε, η πρώτη παρατήρηση που έκαναν στους Κύπριους ήταν: μα δεν χωράει. Κάτω αριστερά, πώς χώρεσαν; Όταν θες, βάζεις ένα κουτάκι, άμα είναι πρόβλημα. Είναι πολύ σημαντικό τι διεκδικείτε. Αλλά, τι σας έχουν επιτρέψει να διεκδικήσετε. Εμείς είμαστε ήδη σ’ ένα πλαίσιο που μας το επιτρέπουν, αλλά πρέπει να το κάνουμε εμείς, γιατί δεν μπορεί κανένας να μας αναγκάσει να το διεκδικήσουμε. Άρα είναι ακριβώς το ίδιο με τη γλώσσα. Και γι’ αυτό λέω ότι με τα ελληνικά – και γι’ αυτό χρησιμοποιούνται και τόσο πολύ τα αρχαία και επανέρχονται σε πολλές χώρες – είναι το διαχρονικό στοιχείο που αγγίζει. Δεν είναι η πολυπλοκότητα της γλώσσας. Είναι ότι μπορούμε και τώρα να τα χρησιμοποιήσουμε. Το περίφημο λεξικό Bailly – το καλύτερο βέβαια είναι το Liddell Scott – ήταν το μοντέλο για να δημιουργηθεί στη Γαλλία το Gaffiot, το ειδικό λεξικό στα λατινικά. Όταν ανοίξετε το Gaffiot – κι εδώ πάλι θα σας επισημάνω σελίδες που δεν διαβάζουμε ποτέ – θα δείτε στις πρώτες σελίδες να γράφει ότι είναι φτιαγμένο πάνω στο μοντέλο των αρχαίων ελληνικών, δηλαδή όλο το στήσιμο του λεξικού είναι φτιαγμένο με αυτόν τον τρόπο. Και γι’ αυτό, για να βοηθήσω τον κ. Μπαμπινιώτη, είναι πολύ σημαντικό μερικές φορές να ασχολούμαστε με τα ανούσια που στην ουσία είναι ουσιαστικά, παρά να ασχολούμαστε με τα ουσιαστικά που στην ουσία είναι ανούσια. Στον Μπαμπινιώτη, λοιπόν, είχαμε ένα πρόβλημα με τους Βούλγαρους. Στον Μπαμπινιώτη, όμως, έχουμε τα μυκηναϊκά για πρώτη φορά σε ελληνικό λεξικό. Δηλαδή όταν κάνει την ανάλυση, ο Μπαμπινιώτης πάει συστηματικά μέχρι τα μυκηναϊκά και λέει, στα μυκηναϊκά γραφόταν έτσι. Άρα δεν σταματάει ως τα αρχαία ελληνικά και κάνει και νύξη ως τα ινδοευρωπαϊκά. Αλλά τα μυκηναϊκά, τα γράφει. Αυτό ήταν ριζοσπαστικό. Τι θέλω να πω μ’ αυτό: Σε μερικά χρόνια αυτό που έγινε με τους Βούλγαρους θα ενσωματωθεί και θα θεωρούμε ότι ήταν μια κρίση της εποχής. Αυτό που έγινε με τα μυκηναϊκά, θα είναι μια αλλαγή φάσης. Δηλαδή, μετά δεν θα μπορεί να επιτρέψει κανένας λεξικολόγος στον εαυτόν του να τα βγάλει, γιατί εδώ θα είναι το κόστος. Συχνά κάνουμε κάτι που δεν αντιλαμβανόμαστε ότι είναι τόσο σημαντικό, αλλά μπορούμε να καταλάβουμε την αξία του, άμα μας το βγάλουν. Γι’ αυτό στα ελληνικά, αυτό που δείχνουμε στις ευρωπαϊκές γλώσσες είναι τελικά πόσο ουσιαστική είναι η παρέμβαση τα τοποθετώ ορισμένα πραγματάκια τα οποία θα γίνουν κρίσιμα σημεία, και αν τα βγάλω, εκφυλίζω το όλο πλαίσιο. Εσείς, όταν μπήκε το Ευρώ, ασχοληθήκατε, κάνατε διαδηλώσεις για να γραφτεί το Ευρώ στα ελληνικά; Όχι. Αν όμως τώρα ακούσετε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποφασίσει ότι το Ευρώ στα ελληνικά θα το βγάλουμε, θα πείτε: ε, όχι, ρε παιδιά! Προσέξτε, θα έχετε μια αντίδραση για ένα πράγμα που δεν υπήρχε.
- Πρώτον ήταν λάθος η κατάληξη του πολυτονικού και δεύτερον πόσο χρήσιμη είναι η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας σήμερα;
Είναι δύο πράγματα που δεν είναι ακριβώς γλωσσολογικά. Η πρώτη ερώτηση είναι πολιτική. Η δεύτερη ερώτηση δεν έχει καν σχέση με τη γλωσσολογία. Έχει σχέση με το γνωστικό αντικείμενο, τη γνωσιοθεωρία. Πολύ συχνά ακούμε ότι τα παιδιά είναι καλό να ξέρουν τα αρχαία ελληνικά διότι καταλαβαίνουν καλύτερα τα σύγχρονα. Αυτό είναι σωστό. Διότι οι κανόνες ήταν κανόνες. Το πιο σημαντικό όμως είναι η δομή των αρχαίων ελληνικών. Μέσω των κανόνων μάς δίνει ένα πλαίσιο, στην ουσία είναι μία αφορμή, για να μάθουν τα παιδιά μία γλώσσα δομημένη που τους επιτρέπει να δομήσουν τη σκέψη τους. Σε αυτό το πλαίσιο όμως, ένα παιδί που μαθαίνει πληροφορική μαθαίνει και αυτός να δομεί τη σκέψη του πάνω σε αλγόριθμους. Άρα, είναι σημαντικό αυτό, όμως δεν σημαίνει ότι είναι γλωσσολογικός αυτοσκοπός. Δηλαδή εμένα με αγγίζει περισσότερο όταν μου λέει κάποιος: μαθαίνω αρχαία ελληνικά για να καταλαβαίνω καλύτερα πώς έχουν εξελιχθεί τα νέα ελληνικά. Αλλά όταν μου λένε: έχω βάλει το παιδί μου να κάνει αρχαία επειδή είναι σημαντικό, και το παιδί ασχολείται με οτιδήποτε άλλο εκτός από τη γλώσσα, αυτό δεν μου είναι σημαντικό με αυτή την έννοια. Μου είναι σημαντικό μόνο και μόνο επειδή του επιτρέπει να σκέφτεται σε ένα πλαίσιο καθορισμένο που του επιτρέπει να παράγει σκέψεις. Άρα θα είναι ένα παίγνιο. Δηλαδή, θα σας έλεγα ότι είναι το ανάλογο με το να παίζει το παιδί σκάκι, είναι και αυτό σημαντικό. Το να παίζει σκάκι σωστό, θα μου πείτε, θα έχει επιπτώσεις στα ελληνικά του; Το αστείο είναι ναι, γιατί θα σκέφτεται καλύτερα. Το θέμα είναι ότι η δεύτερη ερώτησή σας αφορά στη σκέψη. Άρα είμαι θετικός αλλά όχι για λόγους γλωσσολογικούς, διότι πολύ λίγοι από εμάς ασχολούνται πραγματικά με αυτό το αντικείμενο. Η πρώτη ερώτησή σας όσον αφορά στο πολυτονικό, για εμένα εδώ είναι καθαρά πολιτικό το πλαίσιο. Με την έννοια ότι είναι μια απλοποίηση. Απλοποιήσεις υπάρχουν πάντοτε, όχι μόνο στα ελληνικά, το παγκόσμιο ρεκόρ το κατέχουν οι Ισπανοί. Το θέμα είναι απλοποίηση ή εκφυλισμός; Εδώ είναι το πρόβλημά μας. Επιπλέον το βλέπετε ότι τώρα «επανέρχεται», καθώς υπάρχουν και εφημερίδες και συγγραφικά έργα τα οποία είναι πάλι στο πολυτονικό. Θέλω να πω, μην τα βλέπετε ποτέ οριστικά στη γλώσσα. Δεν ξέρετε καθόλου πώς θα είναι η ελληνική γλώσσα σε 50 χρόνια. Το πολύ απλό παράδειγμα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, είναι ότι όταν χρησιμοποιούσαμε στα ελληνικά μόνο κεφαλαία, δεν είχαμε πολυτονικό. Άρα το πολυτονικό μάς έρχεται μετά. Εγώ έχω ήδη ένα πρόβλημα ως γλωσσολόγος. Να προωθήσω το πολυτονικό επειδή είναι το πιο αρχαίο ενώ ξέρω ότι το πιο αρχαίο δεν είχε πολυτονικό; Είναι σαν να μου λέτε, γιατί να μην προωθήσουμε και τα συλλαβογράμματα όταν τα μυκηναϊκά είναι το πιο αρχαίο, άρα το πιο σταθερό; Το θέμα είναι ότι υπάρχει μια εξέλιξη. Εμένα αυτό που με ενδιαφέρει είναι αν τα ελληνικά που παράγουμε, με πολυτονικό ή όχι, με συλλαβογράμματα ή αλφαβητικό σύστημα είναι ελληνικά που μου επιτρέπουν να διατηρήσω τη γλώσσα και να σκέφτομαι όχι ελληνικά, να σκέφτομαι ως Έλλην, να παράγω ένα έργο για την ανθρωπότητα. Γιατί αν κοιτάζετε μόνο αυτό το πράγμα στο ελλαδικό επίπεδο, καταλήγετε στον τοπικισμό. Το θέμα είναι αν θεωρούμε ότι ο Ελύτης ή ο Σεφέρης είναι αξιόλογοι, δεν είναι επειδή μας αρέσει να το διαβάζουμε όταν είμαστε στις Κυκλάδες, επειδή μιλάει για τις μικρές. Είναι επειδή έχει καταφέρει μέσω της ελληνικής γλώσσας και μέσω της μετάφρασης – εδώ είναι ένα άλλο πρόβλημα – να σκεφτόμαστε διαφορετικά. Άρα, το θέμα δεν είναι αν μου έδωσαν τη γλώσσα ελληνική, είναι αν παράγω και σκέψη ελληνική. Άρα μην μπερδεύουμε το υπόβαθρο της γραφής με την ουσία της γραφής. Εμένα δεν με ενδιαφέρει αν κάποιος γράφει με μολύβι ή με πενάκι, ή με στιλέτο πάνω στη πέτρα. Εμένα εκείνο που με ενοχλεί είναι ότι ακόμα και πολυτονικά μπορεί να γράφει ανοησίες. Ακόμη και με τη νέα μορφή, πάλι μπορεί να γράφει ανοησίες, γιατί αυτό το επιτρέπει η γλώσσα. Το θέμα είναι επιτρέπει να παράγουμε κάτι άλλο; Άρα εδώ έχει μεγαλύτερη ουσία η ερώτησή σας αλλά επαναλαμβάνω, αυτό είναι ένα στατικό φαινόμενο, είναι καθαρά πολιτικό και δεν είναι γλωσσολογικό. Κατά συνέπεια, η γλωσσολογία θα απαντήσει. Δηλαδή υπάρχουν εξελίξεις στην γλωσσολογία που μας ξαφνιάζουν ορισμένες φορές. Εμένα δεν θα με ξάφνιαζε αν σε κάποια φάση υπάρξει μια άλλη μεταρρύθμιση που να μας εξηγεί ότι τελικά για λόγους γνωσιοθεωρητικούς θα ήταν καλύτερο να το έχουμε. Είναι όπως τα παραδείγματα που έκανα μέσα στη διάλεξη. Θυμάσαι ότι στη πληροφορική, που μπορούσαμε να γράψουμε μόνο στα αγγλικά. αυτό δεν σημαίνει ότι τελικά όλο το Internet έγινε μόνο και μόνο αγγλικό, εφόσον είναι το ίδιο Internet που παράγει μέσα από τη δύναμή του την αδυναμία του, δηλαδή τις άλλες γλώσσες. Ένα σύστημα είναι δυνατό, μόνο και μόνο όταν συνειδητοποιεί τις αδυναμίες του. Η αδυναμία του Internet είναι η μονογλωσσία. Άρα, αυτό που είναι το πιο επιθετικό, που λέει ότι εγώ θα είμαι μόνο σε έναν τομέα, σιγά-σιγά ξανανοίγει για να προωθήσει αυτό που μας αρέσει. Γιατί αυτό που μας αρέσει είναι η διαφορετικότητα. Γιατί μέσα από τη διαφορετικότητα έχουμε την ποικιλομορφία και μέσα από την ποικιλομορφία έχουμε τη δημιουργία. Το μονοπώλιο μέσα στο γλωσσικό τομέα δεν παράγει δημιουργία. Αυτό είναι που μας ενδιαφέρει. Άρα για να απαντήσω συνοπτικά στις δύο ερωτήσεις, ο χρόνος θα δείξει και η δημιουργία θα αποδείξει.
- Πέστε μου σας παρακαλώ ένα παράδειγμα για το ότι η ελληνική γλώσσα παράγει σκέψη.
Τι δεν καταλαβαίνετε; Έχουμε στοχαστές που γράφουν στα ελληνικά; Έχουμε στοχαστές που μεταφράζουν; Άρα τα ξέρετε τα παραδείγματα. Αυτοί οι άνθρωποι σκέφτονται στην ελληνική γλώσσα; Δεν λέω ότι στις άλλες γλώσσες δεν υπάρχουν, δεν μπήκα καθόλου σε αυτό το πλαίσιο. Για να ’μαστε συγκεκριμένοι, πόσες λέξεις έχουμε για το χιόνι; Μία. Οι Εσκιμώοι έχουν τετρακόσιες. Είναι λογικό γιατί όταν ο άλλος θα πατήσει πάνω στο χιόνι, θέλει να ξέρει αν θα ζει μετά ή όχι. Δεν είναι απλώς μια λεπτομέρεια. Εδώ έχουμε ολόκληρο Αγγελόπουλο που σταματάει την ταινία επειδή χιονίζει. Άρα, υπάρχουν μερικά πλαίσια που παράγουν, υπάρχει το δημιουργικό. Εμείς ας πούμε δεν είμαστε πιο δημιουργικοί από τους Εσκιμώους για το χιόνι. Θα ήταν παράδοξο να το πούμε αυτό. Χρηστικά κάνουν κάτι. Το θέμα είναι ότι αν η γλώσσα παραμένει μόνο και μόνο στο χρηστικό, το επικοινωνιακό, έχουμε ένα πρόβλημα. Γιατί είναι απλώς επικοινωνία. Για μένα η γλώσσα δεν είναι επικοινωνία. Αυτό είναι το πρώτο της επίπεδο. Είναι επικοινωνώ, αλλά τι; Επικοινωνώ ένα σχήμα, ένα νόημα, επικοινωνώ ένα μήνυμα, παράγω μία σκέψη, περιμένω μία αντίδραση; Να σας το πω και αλλιώς. Θα ήταν δύσκολο να μου αποδείξετε ότι η νοηματική γλώσσα είναι προς το παρόν δημιουργική. Γιατί αν πείτε πως είναι, είναι απλώς ένας ισομορφισμός από την προφορική παραγωγή. Αν προσέξετε όμως, εδώ είναι ενδιαφέρον αν έχετε να κάνετε με Άτομα Με Ειδικές Ανάγκες για παράδειγμα τους κωφούς, έχουν διαφορετικές κινήσεις. Για παράδειγμα δείχνουν το αυτί με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους. Αυτές είναι οι προφορές τους. Είναι το χρώμα τους. Άρα εδώ, αν ήσασταν εσείς πιο πολύ της τάσης της ζωγραφικής, θα δείτε αποχρώσεις. Μπορεί ο ίδιος που το κάνει να μην ξέρει ότι το κάνει αυτό. Εσείς όμως όταν δείτε πολλούς, μπορεί να σας παράγει δημιουργικότητα και να σας παράγει δημιουργία. Για μας αυτό που είναι σημαντικό δεν είναι να είναι απλώς μια γλώσσα. Γιατί εγώ είμαι της σκέψης και μετά της γλώσσα και όχι της γλώσσας και μετά της σκέψης. Έχουμε ένα νοητικό υπόβαθρο, ένα εγκεφαλικό υπόβαθρο, δηλαδή υποδομές, πιο συγκεκριμένα αν χρησιμοποιήσουμε την έννοια της ανοικτής δομής με την αναλογία του Umberto Eco, θα μπορούσαμε να έχουμε ανοιχτές δομές που εμπλουτίζονται. Είναι το περίφημο παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Noam Chomsky, άμα ένα Ελληνάκι το πάρεις και το πας στην Ιαπωνία, θα μιλάει γιαπωνέζικα όσο καλά μιλάει ένας κανονικός Γιαπωνέζος. Αυτό αποδεικνύει ότι ο εγκέφαλός μας έχει μια πλαστικότητα που του επιτρέπει σαν νοητικό σχήμα να αντέχει τις εισχωρήσεις γλωσσικών μηνυμάτων, να τις μετατρέπει και να τις επεξεργάζεται με τον ίδιο τρόπο που το κάνει και ο διπλανός του, ο οποίος είναι μόνο από εκεί. Είναι αυτό που είπε και ο Ludwig Wittgenstein «η γλώσσα είναι τα όρια της σκέψης μου». Δηλαδή, αν εγώ δεν το προωθώ και δεν παράγω πια σκέψη και απλώς διαβάζω τη γλώσσα, όπως το κάνουνε στα αρχαία – αυτό είναι μία έμμεση κριτική – δεν εξετάζουμε πια τη σκέψη του Σωκράτη στα αρχαία ελληνικά, εξετάζουμε τη γλώσσα του Σωκράτη στα αρχαία ελληνικά, ο οποίος μπορεί να αδιαφορούσε που το έλεγε με αυτή τη γλώσσα εκείνη τη στιγμή, απλώς σκεφτόταν ελληνικά. Όταν επικεντρωνόμαστε στη γλώσσα και θεωρούμε ότι είναι το αποτέλεσμα μιας στοχαστικής διαδικασίας, είναι πολύ επικίνδυνο. Για εμένα είναι το μέσο για μία στοχαστική διαδικασία. Εμένα αυτό που με ενοχλεί όταν δεν υπάρχει συντονισμός από φιλόσοφο με ειδικό αρχαίων ελληνικών, είναι ότι στο τέλος τα παιδιά θα σας πούνε σαν παπαγαλία ότι τα ομηρικά είναι δύσκολα, ο Ξενοφών είναι εύκολος, ότι ο Πλάτων είναι λίγο πιο δύσκολος και ότι αυτός που γράφει τα καλύτερα ελληνικά είναι ο Αριστοφάνης. Αν τα κοιτάξετε απλώς και μόνο σαν γλώσσα, είναι σωστό, αλλά αυτό είναι μόνο το θέμα; Για τον Αριστοφάνη, αυτό που μας αγγίζει είναι ότι είχε τα καλύτερα γνήσια ελληνικά, με τα λιγότερα ορθογραφικά λάθη; Το θέμα μας είναι ότι ο Αριστοφάνης είχε και μία σκέψη. Δηλαδή μέσα από το έργο του, να δουλεύει και λίγο το Σωκράτη και ο Σωκράτης να το δέχεται. Δηλαδή να υπάρχει ένας διάλογος. Το θέμα είναι όταν μετά υπάρχει καταδίκη. Άρα αν θέλουμε να δούμε τι παράγει η ελληνική γλώσσα, αυτό είναι η μαιευτική. Αλλά η μαιευτική δεν ανήκει στη γλωσσολογία, είναι από άλλο τομέα. Τη χρησιμοποιεί σαν νοητικό σχήμα. Για παράδειγμα στα κέντρα γλωσσών αν το μόνο τους πρόβλημα είναι να μιλάνε μόνο τις γλώσσες και να μην κάνουν τίποτε άλλο, θα είχαν πρώτα απ’ όλα λιγότερους σπουδαστές. Γιατί είναι πολύ λίγοι αυτοί που θα ασχοληθούνε πραγματικά μόνο με τις γλώσσες. Και προσέξτε, να μην μπούμε στο φαύλο κύκλο που κάποιος πηγαίνει στο κέντρο για να μάθει μία γλώσσα μόνο και μόνο για να τη διδάξει. Δηλαδή δεν πάει στο χώρο για να μιλάει με αυτούς που μιλάνε, για να μπορέσει να τη διδάξει, αλλά θεωρεί ότι αυτά που του έχουν δώσει, του επιτρέπουν να διδάξει. Αυτό είναι ένα πρόβλημα. Δηλαδή δεν έχουμε εμπλουτίσει το γλωσσικό υπόβαθρο με ένα βιωματικό που θα είναι στην ουσία ένα στοχαστικό. Στο τέλος, απλώς θεωρούμε ότι εφόσον έχει κάποιος την ικανότητα, άρα μιλάει, άρα διδάσκει. Διδάσκει ότι ο Αριστοφάνης έχει την καλύτερη γλώσσα, διδάσκει ότι όταν διαβάζει το ευαγγέλιο, καλύτερα να διαβάζει το ευαγγέλιο του Λουκά που είναι καλύτερα γραμμένο παρά τα άλλα. Το θέμα μας δεν είναι μόνο αν το γράφει ο Λουκάς, το θέμα είναι τι έλεγαν. Όταν ας πούμε είσαι στη θρησκεία, ξέρετε ότι πρώτα είναι τα εβραϊκά, μετά είναι τα αραμαϊκά και μετά τα ελληνικά. Και γι’ αυτό νομίζω ότι είναι πολύ σημαντική η απόφαση του Φραγκίσκου Α΄, που όταν έκανε το κολέγιο της Γαλλίας, το πρώτο πράγμα που τον προβλημάτισε ήταν ποιους τομείς να βάλει εκεί μέσα. Αν ήσασταν κλασικοί θα προτείνατε να βάλει μαθηματικά, φυσική, αυτά που λέμε πιο στερεές επιστήμες που δεν εξελίσσονται με τον ίδιο τρόπο γιατί είναι και το πειραματικό. Αλλά από τα πρώτα πράγματα που έκανε ο Φραγκίσκος Α΄, ο οποίος είχε επαφή με τον Leonardo da Vinci, ήταν να βάλει τις γλώσσες και να βάλει τα αρχαία ελληνικά. Γιατί δεν ήθελε πια να ακούει τι λένε τα αρχαία μέσω μετάφρασης τα οποία έλεγε η εκκλησία. Συμφώνησε να πιστεύουν σε αυτό, αλλά ήθελε να ξέρει τι λέει μέσα το κείμενο. Και γι’ αυτό υπάρχει μια πάρα πολύ ωραία έκδοση που είναι η Βίβλος σε έξι γλώσσες και ονομάζεται Vulgate. Άρα έχετε το κείμενο στα λατινικά. Από κάτω έχετε το ίδιο κείμενο στα ελληνικά. Και μετά έχετε τη μετάφραση από τα ελληνικά στα λατινικά και κοιτάζετε το κείμενο και έχετε και Συριακά, Αραμαϊκά, Εβραϊκά, Αραβικά και Guèze από Αιθιοπία, που χρησιμοποιούν ελληνικούς χαρακτήρες. Αυτό σας δίνει ένα σύμπλεγμα που μετά καταλαβαίνετε τι είναι αυτό που διαβάζετε. Γιατί δεν το διαβάζετε μόνο μία φορά. Είναι σαν να έχετε ένα πεντάγραμμο. Με ένα πεντάγραμμο ακούτε μουσική. Άμα θέλετε διαβάστε μόνο τη μία γραμμή. Δεν θα καταλάβετε τίποτα. Ακόμα και αν διαβάζετε και τις πέντε γραμμές ξεχωριστά, πάλι δεν θα καταλάβετε τίποτα. Μόνο όταν διαβάζετε και τις πέντε, καταλαβαίνετε τι σημαίνει το χέρι. Γιατί αλλιώς, διαβάζετε μόνο τα δάχτυλα τα οποία είναι κομμένα. Αυτό που ήθελα να πω είναι ότι παράγουμε σκέψη και τα ελληνικά συμβάλλουν στην εξέλιξη της ανθρωπότητας όσον αφορά στο στοχαστικό. Αυτό είναι που έχει σημασία.