-free → απαλλαγμένος, ελεύθερος, δίχως, χωρίς, άνευ, α-, αν-Για τα «
-free» προτιμώ σε πολλές περιπτώσεις το «
απαλλαγμένος» ή «
δίχως /
χωρίς» (πολλές φορές κάνει τη δουλειά και το
α- στερητικό, π.χ. «
αδασμολόγητος, ατελής, αφορολόγητος, ανέμελος, αμέριμνος») καθώς θαρρώ ότι υπάρχει μια ελαφριά
διαγλωσική αναντιστοιχία στις έννοιες «
free» και «
ελεύθερος», ήτοι, το «
free» εμπεριέχει την έννοια του «
απαλλαγμένος», πράγμα που δεν ισχύει στον ίδιο βαθμό για το ελληνικό «
ελεύθερος». Για να καταλάβει κανείς πόσο αδόκιμο μπορεί να ακούγεται το «
ελεύθερος» ας σκεφτεί περίπτωση όπως «
ελεύθερος από ζάχαρη» (αντί για «
χωρίς ζάχαρη») για το «
sugar-free» σε μια ετικέτα τσιχλόφουσκας.
-free
free from; without
https://en.wiktionary.org/wiki/-freeΑπό την ίδια παραπομπή, η προτεινόμενη απόδοση για γαλλικά και ιταλικά είναι «sans» και «senza» αντίστοιχα.
ελεύθερος -η -ο [eléfθeros] Ε5 λόγ. θηλ. και ελευθέρα : που δεν υπόκειται σε οποιονδήποτε περιορισμό. 1. (για πρόσ. ή για σύνολο προσώπων) α. που δεν υπόκειται στη βούληση άλλου, που πράττει σύμφωνα με τη δική του βούληση, χωρίς να εμποδίζεται ή να καθοδηγείται από άλλον. ANT υπόδουλος, υποδουλωμένος, σκλαβωμένος: Ελεύθεροι λαοί. Ελεύθερο έθνος. Οι άνθρωποι γεννιούνται και είναι ελεύθεροι. || που μπορεί να κάνει ή να μην κάνει συγκεκριμένη πράξη, κατά τη δική του και μόνο βούληση: Δε θέλω να σας πιέσω· είστε ελεύθεροι να ενεργήσετε με όποιον τρόπο θέλετε. β. που δε δεσμεύεται από ορισμένο καθήκον, υποχρέωση κτλ.: Σήμερα τελειώνω και από αύριο θα είμαι ~. || (ειδ.) ~ υπηρεσίας, απαλλαγμένος για ορισμένο χρόνο από υποχρέωση υπηρεσίας. γ. (ειδ.) που δεν είναι δεσμευμένος με σχέση γάμου. ANT παντρεμένος: Έχει δύο κόρες ελεύθερες. 2. (για έμψ.) που δεν εμποδίζεται να κινηθεί, επειδή τον έχουν κλείσει σε περιορισμένο χώρο ή επειδή τον έχουν δέσει: Aφήνω κπ. ή κτ. ελεύθερο, ελευθερώνω: Mη δένεις το ζώο, άσ΄ το ελεύθερο. Άνοιξε το κλουβί και άφησε τα πουλιά ελεύθερα. (έκφρ.) ελεύθερο πουλί*. 3. (για σκέψη κτλ.) που δεν υπόκειται σε εξαναγκασμό: Ελεύθερη σκέψη. Ελεύθερο φρόνημα. 4. για χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος δεν εμποδίζεται από καμιά προγραμματισμένη ή υποχρεωτική εργασία και μπορεί να ασχοληθεί με ό,τι θέλει: Aν έχετε κάποιο απόγευμα ελεύθερο, περάστε να τα πούμε. Mε τόσες υποχρεώσεις που έχω, πού να μου μείνει ~ χρόνος για διασκέδαση! || (ειδικότ.): ~ χρόνος, σε αντιδιαστολή προς τον εργάσιμο. || Ελεύθερο ωράριο (εργασίας), που ρυθμίζεται κατά τη βούληση του ίδιου του εργαζομένου. || Ελεύθερο ωράριο καταστημάτων, που δεν ορίζεται από μια υποχρεωτική για όλα τα καταστήματα ρύθμιση. 5α. για χώρο (πραγματικό ή νοητό) στον οποίο δεν εμποδίζεται πράξη ή δραστηριότητα: Ελεύθερο πεδίο δράσης. Ο δρόμος είναι ~. ANT κλειστός. Ελεύθερη δίοδος. Ελεύθερη είσοδος*. || (ειδικότ.): Tο (δελτίο) ελευθέρας (εισόδου κτλ.), που απαλλάσσει τον κάτοχό του από την υποχρέωση να πληρώσει εισιτήριο εισόδου σε χώρο θεάματος, επιβίβασης σε συγκοινωνιακό μέσο κτλ. β. για θέση που δεν είναι κατειλημμένη: Yπάρχουν ακόμα λίγες ελεύθερες θέσεις. γ. για οίκημα, αίθουσα κτλ. που προσφέρεται για ενοικίαση, χρήση κτλ.: Ελεύθερο διαμέρισμα. ANT νοικιασμένο. Yπάρχει κάποιο ελεύθερο δωμάτιο (στο ξενοδοχείο); δ. (για ταξί): Tέτοια ώρα και με βροχή, είναι δύσκολο να βρεις ταξί ελεύθερο, άδειο. 6. για οποιαδήποτε δραστηριότητα που νομίμως δεν υπόκειται σε ρυθμίσεις και εξαρτήσεις που ισχύουν για άλλες ίδιες: Ελεύθερη συζήτηση. Ελεύθερο θέατρο, σε αντιδιαστολή προς το κρατικό. || Ελεύθερες σπουδές. Kέντρα ελευθέρων σπουδών. || Ελεύθερο επάγγελμα, ατομικό και μη εξαρτώμενο από εργοδότη· (πρβ. ελευθέριο). ~ επαγγελματίας. || Ελεύθερη οικονομία*. Ελεύθερη αγορά*. || ~ σκοπευτής*. || Ελευθέρα ζώνη*. || (μετρ.) ~ στίχος, που δεν υπόκειται σε μετρικούς περιορισμούς. 7. (νομ.) που δεν είναι υποθηκευμένος: Aκίνητο ελεύθερο βάρους. 8. για μετάφραση που δεν ακολουθεί πιστά το πρωτότυπο. 9. (ως ουσ.) το ελεύθερο, η ελευθερία, στις έκφράσεις δίνω σε κπ. το ελεύθερο να κάνει κτ., του επιτρέπω. έχω το ελεύθερο να κάνω κτ., μου επιτρέπεται. ελεύθερα ΕΠIΡΡ χωρίς εμπόδιο, δέσμευση, εξαναγκασμό κτλ.: Mη διστάζετε· μιλήστε ~. Όποιος ~ συλλογάται, συλλογάται καλά.
[λόγ.: 1-3: αρχ. ἐλεύθερος (1γ: σημδ. γαλλ. libre, διαφ. το ελνστ. ἐλευθέρα `παντρεμένη΄ (δηλ. που δε βρίσκεται πια κάτω από την πατρική εξουσία)· 4-8: σημδ. γαλλ. libre· 9: σημδ. γαλλ. liberté]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
ελεύθερος, επίθ.· ελεύτερος· ’λεύθερος· λεύτερος. 1) α) (Προκ. για χώρα) που δε βρίσκεται κάτω από ξένη εξουσία: (Ιντ. κρ. θεάτρ. Α´ 166)· β) αυτόνομος: (Αχέλ. 2399). 2) α) Απαλλαγμένος από κάπ. ή κ.: από σκλαβιά παντοτινή λεύτερος απομένω (Πανώρ. Β´ 506)· β) απαλλαγμένος από ευθύνη, αθώος: Το δίκαιον κρίνει ότι να ένι ελεύθερος απέ … τον φόνον (Ασσίζ. 46010). 3) Αποφυλακισμένος, απελευθερωμένος: τον Καλλίμαχον τα σίδηρα λυτρώσας, ελεύθερον παρέδωκεν τούτον τῃ Χρυσορρόῃ (Καλλίμ. 2593). 4) (Προκ. για χέρι) που κινείται ελεύθερα: (Ερωτόκρ. Δ´ 1857). 5) α) Άγαμος: άνδρα έτερον … μηδέν επάρει, αλλά να μένει ελευθέρα (Σφρ., Χρον. 11225)· β) έκφρ. ο βλέπων φως ελεύθερον = άγαμος: (Γλυκά, Στ. 126). 6) Προσιτός· γενναιόδωρος: αμή είχεν χέριν αγαθόν, ελεύθερον εις πάντας (Χρον. Τόκκων 3362). 7) Ανεπηρέαστος: ας έν’ … η γνώμη σου ελευθέρα (Σπαν. P 13). 8) (Προκ. για ζώα) διαθέσιμος: (Χρον. σουλτ. 694). Το θηλ. ως ουσ. = γυναίκα ελευθερίων ηθών, πόρνη: (Πτωχολ. α 593). [αρχ. επίθ. ελεύθερος. Ο τ. ’λεύθερος στο Du Cange. Η λ. και οι τ. ελεύτερος και λεύτερος και σήμ.]
Λεξικό Κριαρά
free
▸ noun: people who are free ("The home of the free and the brave")
▸ verb: grant freedom to; free from confinement
▸ verb: free from obligations or duties
▸ verb: make (information) available publication
▸ verb: free or remove obstruction from ("Free a path across the cluttered floor")
▸ verb: relieve from
▸ verb: remove or force out from a position ("He finally could free the legs of the earthquake victim who was buried in the rubble")
▸ verb: grant relief or an exemption from a rule or requirement to
▸ verb: make (assets) available
▸ verb: let off the hook
▸ verb: part with a possession or right
▸ adjective: not occupied or in use ("A free locker")
▸ adjective: not literal ("A free translation of the poem")
▸ adjective: unconstrained or not chemically bound in a molecule or not fixed and capable of relatively unrestricted motion ("Free expansion")
▸ adjective: able to act at will; not hampered; not under compulsion or restraint ("Free enterprise")
▸ adjective: not held in servitude ("After the Civil War he was a free man")
▸ adjective: not taken up by scheduled activities ("A free hour between classes")
▸ adjective: not fixed in position ("He pulled his arm free and ran")
▸ adjective: costing nothing
▸ adverb: without restraint
▸ name: A surname (common: 1 in 25000 families; popularity rank in the U.S.: #2951)
http://www.onelook.com/?loc=bm2&w=freeΣχετικό λήμμα:
virus free