Σιωπηλός – σιωπηρόςΚαι τα δυο επίθετα, που συχνά χρησιμοποιούνται παράλληλα, ετυμολογούνται από το αρχαίο ουσ.
σιωπή.
Σιωπηλός είναι - κυρίως - αυτός που δε μιλάει, που τηρεί σιωπή.
Σιωπηρός είναι αυτός που δηλώνεται ή εκφράζεται με τη σιωπή και, συνεκδοχικά, αυτός που δεν εκφράζεται ρητά, που υπονοείται (π.χ. σιωπηρή διαμαρτυρία, σιωπηρή συμφωνία).
Πηγή:
http://www.asprilexi.com/lexeis_sub.asp?id=26&range=1