συναίσθημα ή συγκίνηση;

spiros · 1 · 5660

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854562
    • Gender:Male
  • point d’amour
συναίσθημα ή συγκίνηση;

Η ετυμολογία του emotion προέρχεται από το λατινικό emovere όπου το e- (το οποίο ως πρόθεμα εμφανίζεται και ως ex- σε άλλες λέξεις) σημαίνει «έξω» και το movere, κίνηση, δηλαδή «κίνηση προς τα έξω» (γαλλικά émotion and émouvoir). Αντιστοίχως, μπορούμε να εκλάβουμε ότι το συγ-κίνηση, αποτελεί ακριβής μετάφραση του emovere, ακόμη και σε ετυμολογικό επίπεδο.

Παραξενεύτηκα, όταν πριν χρόνια, ένας επιμελητής-εκδότης, όπου έγραφα «συναίσθημα», το άλλαζε σε «συγκίνηση», ισχυριζόμενος ότι αυτή είναι και η προτιμώμενη απόδοση της Ακαδημίας. Ωστόσο, σε ένα κείμενο με έντονα στοιχεία ψυχολογίας, θεωρώ ότι μια τέτοια αλλαγή είναι οιονεί παραπλανητική.


συναίσθημα το [sinésθima] O49 : (ψυχ.) ευχάριστη ή δυσάρεστη ψυχική κατάσταση που προκαλείται από αισθήματα, παραστάσεις ή σκέψεις: Tο ~ της χαράς / της λύπης / της αγάπης / του μίσους / του φόβου. Eυχάριστο / δυσάρεστο / αρνητικό / θετικό ~. Kατώτερα / ανώτερα συναισθήματα, που συνδέονται με την ικανοποίηση υλικών / πνευματικών αναγκών. Θεωρητικά / καλαισθητικά / ηθικά / θρησκευτικά συναισθήματα, ανώτερα συναισθήματα με τα οποία εκδηλώνεται η στάση του ατόμου απέναντι στις αξίες της αλήθειας, της ομορφιάς, της αρετής και της αγιότητας. Eκδηλώνω / εκφράζω τα συναισθήματά μου με λόγια / με έργα. Aνάμεικτα συναισθήματα, π.χ. χαράς και λύπης, ελπίδας και φόβου. || η τάση του ατόμου να επηρεάζεται από τα συναισθήματά του (σε αντιδιαστολή προς τη νόηση και τη βούληση): Kρίνει και ενεργεί με την ψυχρή λογική και όχι με το ~.  [λόγ. < ελνστ. συναίσθημα «κοινή αντίληψη» κατά τη σημ. του συναισθάνομαι]

συγκίνηση η [sin<g>ínisi] O33 : ψυχική, συναισθηματική ένταση, ταραχή, που εκδηλώνεται ως αντίδραση σε ισχυρά (ευχάριστα ή δυσάρεστα) αισθητικά ερεθίσματα: Bαθιά / ισχυρή / έντονη / ιδιαίτερη ~. Aισθητική / ερωτική ~. Δακρύζω / κλαίω από ~. Aισθάνομαι / νιώθω / προξενώ ~. Eκφράζω / εκδηλώνω / κρύβω τη συγκίνησή μου. O θάνατος του Kένεντι προκάλεσε παγκόσμια ~. O γιατρός τον συμβούλεψε να αποφύγει τις συγκινήσεις. H εξερεύνηση του βυθού προσφέρει έντονες συγκινήσεις. [λόγ. < αρχ. συγκίνη(σις) «αναστάτωση» -ση & σημδ. γαλλ. émotion]


Βλέπε επίσης: αίσθημα / συναίσθημα
« Last Edit: 24 Sep, 2008, 02:10:51 by spiros »


 

Search Tools