κανόνι Ετυμολογείται από το ιταλικό
cannone ή το βενετικό
canon, που προέρχονται από το λατινικό
canna και ανάγονται στο ελληνικό
κάννη (= καλάμι). Η λέξη πρέπει να γράφεται με
ένα ν γιατί ακολουθείται η αρχή της απλογράφησης που ισχύει για τα άμεσα δάνεια της ελληνικής. Η χρήση δείχνει ότι η απλή γραφή είναι ουσιαστικά η μοναδική.
Παράγωγα: κανονιά, κανονιέρης. Σύνθετα: κανονιοβολισμός, κανονιοφόρος.
Στο ελληνικό
κάννη ανάγονται και οι λέξεις κανέλα και κανελόνι, τις οποίες έχουμε δανειστεί από τα ιταλικά. Η
κάννη σημαίνει στα νέα ελληνικά «σωλήνας πυροβόλου όπλου» (βλ. και δίκαννο, μονόκαννη καραμπίνα).
Από τη σημερινή «
Άσπρη λέξη»