ευφυΐα ή ευφυία; → ευφυΐα
Στη λέξη ευφυΐα βάζουμε διαλυτικά διότι το υι δεν αποτελεί δίψηφο φωνήεν, όπως στη λέξη υιοθεσία όπου προφέρεται ως ένας φθόγγος (ι), αλλά προφέρεται ως δύο φθόγγοι, με δύο δηλ. (ι). Εάν δεν υπήρχε καμία νεοελληνική λέξη με δίψηφο υι, δε θα χρειάζονταν τα διαλυτικά. Παρόμοια: ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, μυϊκός. Δεν σημειώνουμε τα διαλυτικά όταν το προηγούμενο φωνήεν τονίζεται (π.χ. πλάι αλλά πλαϊνός, άυπνος αλλά αϋπνία).
Από τη σημερινή Άσπρη λέξη
ευφυΐα η [efiía] Ο25α : 1.(χωρίς πληθ.) η ικανότητα ενός ατόμου να αντιλαμβάνεται με ταχύτητα, να κρίνει σωστά και να ενεργεί αποτελεσματικά· εξυπνάδα: Ο Έλληνας διακρίνεται για την ευφυΐα του. (έκφρ.) έχω την ευφυΐα να, αντιδρώ, συμπεριφέρομαι σωστά σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση: Είχε την ευφυΐα να λάβει εγκαίρως τα μέτρα του. || νοημοσύνη: Δείκτης ευφυΐας / τεστ ευφυΐας. Άτομο μέτριας / ανώτερης ευφυΐας. Πηλίκο* ευφυΐας. 2α. για άνθρωπο πολύ ευφυή: Aυτό το παιδί είναι ευφυΐα. β. (ειρ.) ανόητα ή άστοχα λόγια ή συμπεριφορά· εξυπνάδα2: Tι ευφυΐα ήταν πάλι αυτή που είπες! Άσε τις ευφυΐες.
[λόγ. < αρχ. εὐφυΐα `ευχέρεια στη μάθηση΄ & σημδ. γαλλ. intelligence]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
« Last Edit: 14 Sep, 2024, 14:11:28 by spiros »
"Only Love can leave such a... Mark!"