λήμμα (<λαμβάνω) = κέρδος, ωφέλεια | λέξη προς αναζήτηση
λείμμα (<λείπ-) = υπόλειμμα, υπόλοιπο
*λίμμα (<λίπ-) = άλλη εκδοχή του λείμματος (σπανιότατη λέξη)
λύμα (<λύω) = διάλυμα, διάλυση | (<λυμαίνω) ρύπος, ακαθαρσία
*λήμα (<λάω) = επιθυμία, βλέψη
λίμα (<λιμός) = υπερβολικά μεγάλη πείνα | (<lima) ράσπα, οδοντωτό εργαλείο απόξεσης | πρωτ. του Περού
Εκτός από τα σημειωμένα με αστερίσκο που δεν χρησιμοποιούνται στην νέα ελληνική, τα άλλα αξίζει να τα γνωρίζουμε στις εξής περιπτώσεις:
λήμμα: μόνο για λήμματα π.χ. λεξικού κλπ.
διάλυμα: υγρό
διάλειμμα: παύση, διακοπή
(Στην Χημεία κάνετε καθόλου διαλύματα/διαλείμματα;)
κατάλυμα: ο ξενώνας, μέρος διαμονής
λίμα: (π.χ. για τα νύχια)
Έρχονται περισσότερα στον νου σας;